Υιοθετήθηκε προ ημερών στο ευρωκοινοβούλιο τροπολογία του ευρωβουλευτή Μιχάλη Χατζηπαντέλα που καλεί στην ανέγερση μνημείου για τα θύματα της εισβολής του ’74 περιλαμβανομένων των αγνοουμένων. Άκρως επαινετή προσπάθεια και κατάληξη. Από κάθε άποψη. Και επαινετή η στήριξη από όλους τους Κύπριους και Ελλαδίτες ευρωβουλευτές.

Στον απόηχο αυτού του γεγονότος εστάλη επιστολή από τον ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ Γ. Γεωργίου προς την πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου όπου ζητείται, προς εφαρμογή της ανωτέρω τροπολογίας, η ανέγερση «κοινού μνημείου… στη μνήμη των αγνοουμένων και των θυμάτων όλων των κοινοτήτων της Κύπρου για την περίοδο 1963-1974». Καταλήγει λέγοντας ότι το μνημείο των αγνοουμένων πρέπει «να ενώνει όλους τους Κυπρίους και να αναδεικνύει τις οδυνηρές εμπειρίες όλων των Κυπρίων».

Με άλλα λόγια, η επιστολή Γεωργίου στοχεύει στον αναδιαμόρφωση του αρχικώς σκοπούμενου μνημείου από μνημείο στα θύματα της τουρκικής εισβολής σε μνημείο αγνοουμένων «όλων των κοινοτήτων» και για την περίοδο ’63-’74.

Αρχίζοντας από τα γεγονότα. Σκοτώθηκαν ή και αγνοούνται άνθρωποι από τα γεγονότα ’63-’64; Σαφώς. Τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι. Σκοτώθηκαν ή και αγνοούνται άνθρωποι από «’Ελληνοκύπριους φασίστες το καλοκαίρι του ’74» (η ορολογία της επιστολής Γεωργίου); Σαφώς. Και πάλι. Αυτό όμως είναι το ζήτημα; Τί επιχειρεί η επιστολή Γεωργίου; Μήπως να αποκαταστήσει ένα ανθρωπιστικό ισοζύγιο; Μήπως να καταδείξει ότι η εισβολή της Τουρκίας το ’74 δεν είναι μια απλή επεκτατική ενέργεια; Μήπως ότι υπάρχει μια αναλογικότητα μεταξύ της τουρκικής εισβολής του ’74 και των γεγονότων της περιόδου ’63 – ’64;

Αυτές βέβαια είναι υποθέσεις. Βασίζονται όμως στο περιεχόμενο της επιστολής. Όπως και να έχει, η εικόνα εξίσωσης ανομοίων είναι απαράδεκτη. Αν είχε αποκασταθεί η νομιμότητα που διασαλεύθηκε το ’74, αν είχε τιμωρηθεί ο εισβολέας, αν είχε ακυρωθεί η εθνοκάθαρση που επέβαλε η κατοχή, αν είχαν αποκατασταθεί οι πρόσφυγες, τότε,  και μόνο τότε, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Δεν βρισκόμαστε όμως σε τέτοιες μεταπολεμικές συνθήκες. Ο θύτης δεν έχει τιμωρηθεί. Δεν έχει αποκατασταθεί το δίκαιο. Δεν έχουν αποκατασταθεί οι πρόσφυγες στις περιουσίες τους. Δεν έχει επέλθει συμφιλίωση μεταξύ θύτη και θύματος. Κάτι τέτοιο έγινε μεταπολεμικά μεταξύ Γερμανίας και συμμάχων ή κατά το πρότυπο της χειραψίας Κολ – Μιτεραν στο Βερντεν. Αλλά έγινε μόνο αφού η Γερμανία τιμωρήθηκε βαριά και εξιλεώθηκε για τα ανομήματα του πολέμου. Είναι δυνατόν να χρειάζεται να υπενθυμίζουμε ότι οι Ελληνοκύπριοι, αλλά και κάθε δημοκράτης, είτε Τουρκοκύπριος είτε άλλος, μάχονται ακόμα για τη λύτρωση από την εθνοκάθαρση της τουρκικής κατοχής. Αγωνίζονται για την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Κύπρου και της Δημοκρατίας της. Βασική, πολύ βασική, παράμετρος του αγώνα αυτού είναι η συνεχής στοχοποίηση της τουρκικής εισβολής και της κατοχής. Πρέπει να υποδεικνύουμε τις τουρκικές ευθύνες σε όλα τα μήκη και πλάτη. Μόνο εκτείνοντας αυτό το δικαϊκό πλεονέκτημα μπορούμε να ελπίζουμε να συμψηφίσουμε κάπως τις τουρκικές πιέσεις. Εξ αντιθέτου, εντέχνως, η Τουρκία επιχειρεί να κατεδαφίσει το αφήγημα της εισβολής και κατοχής και να μετατρέψει το πρόβλημα σε δικοινοτικό.

Και εκεί που εξασφαλίσαμε μια πραγματική επιτυχία που όπως και νάναι μας βοηθά να τονίσουμε την κατοχική φυσιογνωμία του κυπριακού έρχεται αυτή η επιστολή…     

Αν το μνημείο των θυμάτων της εισβολής που ψήφισε το Ευρωκοινοβούλιο μετατραπεί σε «κοινό» μνημείο αγνοουμένων μετά από την παρέμβαση Γεωργίου ή οποιουδήποτε άλλου αυτό θα πρόκειται για καθαρή αυτοχειρία. Ο λαός της Κύπρου αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για να κρατήσει ζωντανή την υπόθεση της Κύπρου. Αγωνίζεται για να κρατήσει ζωντανή την εικόνα της τουρκικής παρανομίας. Ώστε μια λύση, οψέποτε έλθει, να περιέχει στοιχεία αποκατάστασης του δικαίου. Ξένοι και διάφοροι καλοθελητές, όπως οι Βρετανοί σε πολλές περιπτώσεις, μέσα από τα χρόνια επιχείρησαν να καλλιεργήσουν στο κυπριακό μια εικόνα δικοινοτικής σύγκρουσης και ηθικής εξίσωσης. Ας μη γελιέται κανείς. Δεν το κάνουν από περισσή περίσκεψη. Το κάνουν για να μας στερήσουν το τελευταίο αυτό έρεισμα. Για αυτό σπανίζει να ακούσουμε ξένο να μιλά για εισβολή και κατοχή. Ασχέτως αν από νομική άποψη δεν υπάρχει άλλος πιο ακριβής όρος. Επρεπε να σκιζόμαστε για να διατηρήσουμε αυτή την εικόνα. Αν μη τι άλλο για ένα καλύτερο αποτέλεσμα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Αυτό ήταν το άκρως θετικό της τροπολογίας Χατζηπαντέλα. Σκεφτείτε: ένα ευρωπαϊκό μνημείο, στην πρωτεύουσα της Ευρώπης, να καταδικάζει την τουρκική εισβολή. Αυτό μας δίδει ένα πολιτικό πλεονέκτημα στο οποίο μπορούμε να κτίσουμε. Και είναι ασύλληπτο να επιχειρείται από μέσα η αποψίλωση αυτού του κεκτημένου.    

Εχουμε να αντιμετωπίσουμε μια συντριπτική στρατιωτική ανισορροπία έναντι της Τουρκίας. Αν αφήνουμε και το πολιτικό, δικαϊκό πλεονέκτημα να μας γλιστρήσει τότε πολύ απλά… βάλτου ρίγανη.   

*Δικηγόρος