Ο αγώνας της ΕΟΚΑ

Τη νύκτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955, οι μεγάλες κυπριακές πόλεις συγκλονίστηκαν από εκρήξεις βομβών σε κυβερνητικά κτήρια, υποσταθμούς της Αρχής Ηλεκτρισμού, αστυνομικούς σταθμούς και στον κρατικό Ραδιοσταθμό. Την ευθύνη για τις βόμβες ανέλαβε με προκηρύξεις της η ΕΟΚΑ (“Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών”), με την υπογραφή του “Αρχηγού Διγενή”, το ψευδώνυμο που είχε επιλέξει για τον εαυτό του ο Γ. Γρίβας. Η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ–προσκλητήριο στον απελευθερωτικό αγώνα, δικαιολογούσε ως εξής τη δημιουργία της οργάνωσης: “Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον, ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι ΑΔΙΚΟΣ και εν πολλοίς ΑΝΑΝΔΡΟΣ, η κυπριακή ψυχή είναι γενναία∙ εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμεν να την διεκδικήσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας.” Επιβεβαίωση της αποφασιστικότητας των μαχητών της ΕΟΚΑ ήταν ο θάνατος, το πρώτο βράδυ της δράσης της οργάνωσης, του Μόδεστου Παντελή, μέλους ομάδας δολιοφθορών. Άλλα μέλη, που επικηρύχθηκαν, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην παρανομία, με πρώτο τον Γρ. Αυξεντίου. 

Οι ενέργειες της ΕΟΚΑ ανεστάλησαν μετά από ένα δεκαήμερο, με σκοπό την αναδιοργάνωση των ομάδων δολιοφθοράς και την εκπαίδευση των ανταρτών. Σημαντική βοήθεια για την οργάνωση των ανταρτοομάδων αποτέλεσε η άφιξη… οκτώ Κυπρίων φοιτητών από την Αθήνα, αφού τα μάχιμα μέλη της οργάνωσης, αλλά και ο αντίστοιχος διαθέσιμος οπλισμός ήταν μόλις λίγες δεκάδες. Στη συνέχεια, η ΕΟΚΑ επιχείρησε σποραδικές θεαματικές ενέργειες, όπως την τοποθέτηση βόμβας σε κινηματογράφο της Λευκωσίας, κάτω από το κάθισμα του Κυβερνήτη Αρμιτέιτζ (R. Armitage), ενώ δόθηκε βάρος στην οργάνωση μαχητικών μαθητικών διαδηλώσεων ή απεργιακών κινητοποιήσεων. Οι μαθητικές διαδηλώσεις κατέληγαν συνήθως σε άγριο πετροπόλεμο και δημιουργούσαν πραγματικό πονοκέφαλο στις Αρχές, που τις αντιμετώπιζαν με εκτεταμένες συλλήψεις  και πολυήμερο κλείσιμο των “ενοχλητικών” σχολείων. Αντίθετα, για την ΕΟΚΑ λειτουργούσαν ως μια “επαναστατική προπαίδεια” για τον μαθητόκοσμο, ήταν απόδειξη της λαϊκής συμπαράταξης στην οργάνωση, τρόπος απασχόλησης και φθοράς των “δυνάμεων ασφαλείας”, αλλά και καμίνι ανάδειξης στελεχών για τα μάχιμα τμήματα.

Η βρετανική αντίδραση εκδηλώθηκε με την άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων και με την ισχυροποίηση της Αστυνομίας, ανίκανης να αντιδράσει στις “τρομοκρατικές ενέργειες”, και μη παρέχοντας εμπιστοσύνη στην τοπική Κυβέρνηση, αφού κατά το 1954 το 60% των αστυνομικών ήταν Έλληνες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1958, ο αριθμός των αστυνομικών είχε τετραπλασιαστεί και το 70% ήταν Τουρκοκύπριοι και μόνο 17% Ελληνοκύπριοι. Η ολότητα, σχεδόν, των Τούρκων στρατολογηθέντων στελέχωσε τη “μηχανοκίνητη εφεδρική Αστυνομία” και τη “Βοηθητική Αστυνομία” (το διαβόητο “Επικουρικό Σώμα”). Ο Κυβερνήτης ανέλαβε έκτακτες εξουσίες, όπως την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης “υπόπτων” χωρίς δίκη και την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας και περιορισμού κατ’ οίκον, των περιβόητων “κέρφιου”, που έμελλε να ταλαιπωρήσουν την κυπριακή κοινωνία. Τέλος, τον Σεπτέμβριο 1955, η ΕΟΚΑ κηρύχθηκε παράνομη οργάνωση. 

Στον διπλωματικό τομέα, στις 30 Ιουνίου 1955 η Βρετανία προσκάλεσε τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας για να συζητήσουν στο Λονδίνο “τριμερή θέματα και ζητήματα αμύνης της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού”. Η ελληνική Κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόσκληση “μεθ’ ικανοποιήσεως”: Η “Τριμερής” ήταν “η επιτυχής κατάληξη του αγώνα της διεθνοποίησης και η αναγνώριση του δικαιώματος λόγου της Ελλάδας για το Κυπριακό”. Ικανοποίηση είχαν κάθε λόγο να νιώθουν οι κινούντες τα διπλωματικά νήματα στο Λονδίνο, αφού τους αναγνωριζόταν ο ρόλος του διαιτητή σε μια διαφορά “μεταξύ δύο συμμαχικών χωρών”. Όμως, περισσότερο κερδισμένη από την “Τριμερή” αποδείχθηκε η Τουρκία, που τριάντα χρόνια ύστερα από τη συνθήκη της Λωζάνης, επέστρεφε στη συζήτηση για το μέλλον της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος χαρακτήρισε την “Τριμερή” παγίδα και εισηγήθηκε την ελληνική συμμετοχή υπό τον όρο της αναγνώρισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στους Κυπρίους, ζητώντας άμεση κατάθεση νέας προσφυγής στον ΟΗΕ. (η δεύτερη ελληνική προσφυγή για το Κυπριακό κατατέθηκε στις 25-7-1955.) Ο Μακάριος είχε ήδη πάρει μέρος ως παρατηρητής στη διάσκεψη των αφροασιατικών κρατών στην Ινδονησία (Απρίλιος 1955), όπου συναντήθηκε με μεγάλες μορφές του παγκόσμιου αντιαποικιακού κινήματος, ενώ επισκέφθηκε ξανά την Αίγυπτο για συνομιλίες με τον Νάσερ.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 η “Τριμερής”, με τη συμμετοχή του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Στεφανόπουλου, όπως αναμενόταν, κατέληξε σε αδιέξοδο. Το βρετανικό σχέδιο για την Κύπρο προνοούσε την παροχή αυτονομίας, με σύνταγμα περιορισμένης αυτοδιοίκησης που θα διαμορφωνόταν από τις τρεις –πλέον- εμπλεκόμενες Κυβερνήσεις και θα παρείχε εγγυήσεις για τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων στη Νομοθετική Συνέλευση και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το τέλος της “Τριμερούς”, όμως, γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου το ίδιο απόγευμα (6 Σεπτεμβρίου 1955) οργανωμένες ομάδες Τούρκων εξτρεμιστών κατέστρεψαν εκατοντάδες καταστήματα ελληνικής ιδιοκτησίας, και προέβησαν ανεξέλεγκτα σε ένα πογκρόμ λεηλασιών και βανδαλισμών, ενώ παρόμοιες επιθέσεις έγιναν και στη Σμύρνη, με στόχο το ελληνικό κλιμάκιο στο τοπικό αρχηγείο του ΝΑΤΟ. Ως αφορμή των βιαιοτήτων παρουσιάστηκε η έκρηξη που σημειώθηκε στο προαύλιο του Τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι που κατά την παράδοση γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Όπως ήταν πρόδηλο από την πρώτη στιγμή, αλλά ομολογήθηκε και επίσημα ενώπιον της τουρκικής Δικαιοσύνης το 1961, η έκρηξη ήταν μια χονδροειδής προβοκάτσια – έργο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Πέρα από τις ανυπολόγιστες υλικές ζημιές, τα “Σεπτεμβριανά” ήταν η αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης και το ελληνοτουρκικό ειδύλλιο, ενώ η “μαχητικότητα” των διαδηλωτών έδειχνε ότι το Κυπριακό αποτελούσε “εθνικό θέμα” όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1955 ανέλαβε καθήκοντα ο νέος Κυβερνήτης, Στρατάρχης Τζον Χάρντινγκ (John Harding), πρώην αρχηγός του αυτοκρατορικού στρατιωτικού επιτελείου. Ο Χάρντινγκ εγκαινίασε σειρά σκληρότερων μέτρων με την επιβολή βαρύτατων ποινών από τα δικαστήρια και τη συχνή απαγόρευση της κυκλοφορίας. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, στις 28 Οκτωβρίου 1955, 15η επέτειο του ΟΧΙ του 1940, ανακοινώθηκε η πρώτη θανατική καταδίκη μέλους της ΕΟΚΑ, του Μιχαήλ Καραολή, που κατηγορήθηκε για φόνο Ελληνοκύπριου Αστυνομικού. Η ΕΟΚΑ απάντησε με την επιχείρηση “Προς την Νίκην”, που περιλάμβανε συνδυασμό δολιοφθορών και -για πρώτη φορά- επιθέσεις μικρών, ευέλικτων ανταρτοομάδων εναντίον στρατιωτικών στόχων και ενέδρες σε αυτοκινητοπομπές. Λίγες μέρες αργότερα το νησί κηρύχθηκε σε κατάσταση “έκτακτης ανάγκης”: Η ποινή του θανάτου θα επιβαλλόταν και σε όσους συλλαμβάνονταν μεταφέροντες όπλα ή πυρομαχικά· κάθε πράξη δολιοφθοράς θα τιμωρείτο με ισόβια, ενώ οι απεργίες για διεκδίκηση μη εργατικών αιτημάτων ήταν παράνομες. Τέλος, οι “δυνάμεις ασφαλείας” μπορούσαν να συλλάβουν “ύποπτα” πρόσωπα για παράνομες ενέργειες που έγιναν ή θα γίνονταν (!). Οι συλλήψεις διενεργούνταν πλέον κατά δεκάδες και δημιουργήθηκε η ανάγκη ίδρυσης “κρατητηρίων” (εύφημη απόδοση του κακόηχου όρου “στρατόπεδο συγκέντρωσης”) στην Κοκκινοτριμιθιά, στην Πύλα, στο Πυρόι κ.α., όπου κρατήθηκαν συνολικά περίπου 3.300 πρόσωπα. Όπως καταγγέλθηκε κατ’ επανάληψη, τις ανακρίσεις συνόδευαν απάνθρωπα βασανιστήρια.

Το 1956 άνοιξε μια υπερφίαλη δήλωση του Χάρντινγκ ότι “αι ημέραι της ΕΟΚΑ είναι μετρημέναι και υφαίνεται πέριξ της ο ιστός της αράχνης”. Είχε μεσολαβήσει στις 15-12-1955 ο θάνατος, κοντά στους Σόλους, του Χαράλαμπου Μούσκου, εξάδελφου του Αρχιεπισκόπου, και η σύλληψη των Α. Ζάκου και Χ. Μιχαήλ. Στις 9 Μαρτίου 1956 ο Μακάριος, μέχρι πριν λίγα εικοσιτετράωρα συνομιλητής του Χάρντινγκ και του υπουργού Αποικιών Λένοξ-Μπόιντ (Α. Lennox – Boyd), συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μαχέ των Σεϋχελλών. Μαζί του εξορίστηκαν ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Κυπριανός, ο ιερέας του ναού της Φανερωμένης στη Λευκωσία Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, ένας από τους κύριους στρατολόγους της ΕΟΚΑ, και ο γραμματέας της Μητρόπολης Κυρηνείας Πολύκαρπος Ιωαννίδης. Η βρετανική ενέργεια επαναλάμβανε τις εξορίες του 1931 και σκόπευε “στη διάλυση της ΕΟΚΑ”· όμως, αντίθετα, οδήγησε στη λαϊκή συσπείρωση γύρω από τα σύμβολα του απελευθερωτικού αγώνα: Τον διωκόμενο Εθνάρχη Μακάριο και τον ασύλληπτο στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ.

Η βρετανική πλευρά συνέχισε τη σκληρή στάση της και στις 10 Μαΐου 1956 απαγχονίστηκαν τα μέλη της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου. Οι δύο απαγχονισθέντες τάφηκαν σε χώρο του περιβόλου των Κεντρικών Φυλακών, ο οποίος έμελλε να φιλοξενήσει τα σώματα άλλων έντεκα ηρώων του αγώνα της ΕΟΚΑ, αφού η τέλεση της κηδείας τους στις γενέτειρές τους εγκυμονούσε, για τους Βρετανούς, κίνδυνο παλλαϊκών εκδηλώσεων υπέρ της οργάνωσης. (το μικρό κοιμητήριο που δημιουργήθηκε ονομάστηκε “Φυλακισμένα Μνήματα”.) Οι διαμαρτυρίες για τους απαγχονισμούς πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις στην Ελλάδα, όπου οι μνήμες από τις εκτελέσεις της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου ήταν ακόμη νωπές. Στην Αθήνα η Αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους, που κατευθυνόταν με άγριες διαθέσεις προς τη βρετανική πρεσβεία, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών διαδηλωτών και ενός αστυνομικού και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων, σε μια από τις αιματηρότερες διαδηλώσεις της μετεμφυλιακής περιόδου.

 

 

 

Στις αρχές του 1956 ένας άλλος παράγοντας εμφανίστηκε βίαια στο προσκήνιο. Μετά τον φόνο Τούρκου Αστυνομικού από άνδρες της ΕΟΚΑ, στις 23-27 Απριλίου 1956 ομόφυλοί του ξέσπασαν σε καταστροφές ελληνικών περιουσιών σε συνοικίες της Λευκωσίας. Παρόμοια επεισόδια είχαν γίνει και τον Μάρτιο, ύστερα από φόνο Τούρκου λοχία της Αστυνομίας στην Πάφο, ενώ στο χωριό Βασίλεια της επαρχίας Κερύνειας οι Τουρκοκύπριοι κατήγγειλαν ελληνικές βιαιότητες εις βάρος τους. Οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις ήταν αναμενόμενες, εξαιτίας της μαζικής στρατολόγησης Τουρκοκυπρίων στις “αντιτρομοκρατικές μονάδες”. Από την άλλη, η ελληνική κυπριακή ηγεσία, υποτιμώντας την τουρκική κυπριακή μειονότητα και τον ενδεχόμενο ρόλο της, δεν εξέτασε ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν οι Τούρκοι του νησιού από τη βρετανική Κυβέρνηση εναντίον των πολιτικών επιδιώξεων της πλειονότητας των κατοίκων. Η κυκλοφορία από την ΕΟΚΑ καθησυχαστικών φυλλαδίων στην τουρκική γλώσσα με διαβεβαιώσεις προς τους Τουρκοκύπριους ότι δεν θα στρεφόταν εναντίον τους, δεν μπορούσε να αποσοβήσει τη σύγκρουση. Στον τουρκοκυπριακό χώρο κυριαρχούσε η εξτρεμιστική οργάνωση Volkan και η διάδοχός της ΤΜΤ (“Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση”), με συνθήματα “Η Κύπρος είναι τουρκική” και “Διχοτόμηση ή θάνατος”. Κυρίαρχες πολιτικές μορφές αναδείχθηκαν ο γιατρός Φαζίλ Κιουτσιούκ και ο νεαρότερός του, νομικός Ραούφ Ντενκτάς, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ένωση με την Ελλάδα ή μια λύση αυτονομίας θα σήμανε αφανισμό των Τουρκοκυπρίων. Ήδη τον Ιανουάριο 1956, στο διάστημα των συνομιλιών Μακαρίου – Χάρντινγκ, η Volkan είχε υπογραμμίσει την παρουσία και τις απαιτήσεις της με σειρά βομβιστικών επιθέσεων.

Μετά την εξορία του Μακαρίου ο Χάρντινγκ προσπάθησε να εξαρθρώσει την ΕΟΚΑ με τη διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων παγκύπριας κλίμακας. Όμως, εκτός από μερικές μικρές βρετανικές επιτυχίες, ο κύριος όγκος των δυνάμεων κρούσης της ΕΟΚΑ έμενε ασύλληπτος και η οργάνωση διέθετε επτά ανταρτοομάδες και 40 περίπου ομάδες δολιοφθορών, δυνάμεως 5-6 ανδρών. Η δράση της ΕΟΚΑ έγινε ακόμη πιο επικίνδυνη για τα βρετανικά συμφέροντα όταν, εξαιτίας της κρίσης του Σουέζ, η Κύπρος μετατράπηκε σε στρατόπεδο και βάση εξόρμησης χιλιάδων στρατιωτών. Δείχνοντας τις διαθέσεις του απέναντι στους “τρομοκράτες” ο Χάρντινγκ προχώρησε, από τις 8 Αυγούστου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου, στον απαγχονισμό άλλων έξι αγωνιστών της ΕΟΚΑ, ηλικίας 22 έως 25 χρονών. 

Παρά τις εκτελέσεις, η ένοπλη δράση της οργάνωσης συνεχιζόταν με μεγάλα διαλείμματα εκεχειρίας (“με το όπλο παρά πόδα”), σε μια εμφανή προσπάθεια του Γρίβα-Διγενή να μη θέτει προσκόμματα στους διπλωματικούς ελιγμούς της ελληνικής πλευράς. Ήδη ο Γ. Γρίβας είχε στραφεί στην οργάνωση της ΠΕΚΑ (“Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος”), με σκοπό τον συντονισμό στρατιωτικού και πολιτικού αγώνα και την παλλαϊκή συμμετοχή του πληθυσμού σε μορφές πάλης εναντίον του κατακτητή, όπως η “παθητική αντίσταση”, η προσπάθεια καταπολέμησης της αποικιακής οικονομικής επιρροής με την άρνηση αγοράς βρετανικών προϊόντων, ο πόλεμος κατά της αγγλικής γλώσσας κ.ο.κ. Παράλληλα, ιδρύθηκε η ΑΝΕ (“Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ”) για να αξιοποιηθεί η μαχητικότητα των νέων, που είχε εκδηλωθεί στις μεγάλες μαθητικές διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με τις “δυνάμεις Ασφαλείας”. Σοβαρές απώλειες για την ΕΟΚΑ ήταν, τους πρώτους μήνες του 1957, η σύλληψη αριθμού ανταρτών και ο ηρωικός θάνατος των ηγετικών της στελεχών Μάρκου Δράκου και Γρηγόρη Αυξεντίου. Στις 14 Μαρτίου απαγχονίστηκε ο δεκαεννιάχρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης, που αποδείχθηκε ο τελευταίος στη σειρά των εκτελεσθέντων, αν και τα δικαστήρια εξέδιδαν συνεχώς θανατικές καταδίκες. Την ίδια εποχή (Μάρτιος – Μάιος 1957) οι κάτοικοι του ορεινού χωριού Μηλικούρι υπέστησαν πρωτοφανή τιμωρία, αφού τους επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός διάρκειας 54 ημερών, λόγω της αυξημένης ανταρτικής δράσης στην περιοχή Κύκκου. 

Στο διπλωματικό πεδίο, στις 19 Δεκεμβρίου 1956 ο υπουργός Αποικιών ανακοίνωσε το “σύνταγμα Ράντκλιφ” (Radcliffe). Η ελληνική Κυβέρνηση το είχε ήδη απορρίψει, επειδή δεν ικανοποιούσε το βασικό αίτημα της αυτοδιάθεσης και δεν παρείχε “ούτε σκιάν αυτοκυβερνήσεως”, ενώ η τουρκική Κυβέρνηση έσπευσε να δηλώσει την  αποδοχή του. Ο Λένοξ-Μπόιντ παρουσιάζοντας την πρόταση τόνισε ότι στην περίπτωση της Κύπρου η παροχή αυτοδιάθεσης θα έπρεπε να δίνει το δικαίωμα και στην “τουρκική κοινότητα” να εκφράσει –όπως οι Έλληνες– την άποψή της για το μέλλον της νήσου (“διπλή αυτοδιάθεση”). Οι βασικές πτυχές των νέων προτάσεων ήταν η δημιουργία Νομοθετικής Συνέλευσης με 24 Ελληνοκύπριους, έξι Τουρκοκύπριους και έξι διορισμένους βουλευτές και η ανάθεση των αρμοδιοτήτων της άμυνας, των εξωτερικών υποθέσεων και της εσωτερικής ασφάλειας στον Κυβερνήτη, ο οποίος θα επικύρωνε τους νόμους, θα διόριζε τον Πρωθυπουργό και τους άλλους επτά  υπουργούς, μετά από σύσταση του Πρωθυπουργού (προβλεπόταν και υπουργός για την τουρκική μειονότητα), και θα είχε τη δυνατότητα να εκδίδει διατάγματα με μεγαλύτερη ισχύ από τους νόμους της Βουλής.

Στις 28 Μαρτίου 1957 απελευθερώθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι τρεις συνεξόριστοί του, ενώ χάριν του κλίματος ειρήνευσης η βρετανική Κυβέρνηση θυσίασε τον Χάρντινγκ (Οκτώβριος 1957). Αντικαταστάτης του διορίστηκε ο Χιου Φουτ (Hugh Foot), υπάλληλος καριέρας στο Υπουργείο Αποικιών, με προϋπηρεσία στην Κύπρο. Ο Φουτ έφτασε στο νησί κηρύσσοντας την αντίθεσή του στη βία και από τις πρώτες ημέρες διέταξε την απόλυση μεγάλου αριθμού πολιτικών κρατουμένων, συνάντησε όμως την απαίτηση της ΕΟΚΑ για την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ως μόνης διεξόδου για την ειλικρινή αναζήτηση λύσης του Κυπριακού.

Κατά τους πρώτους μήνες του 1958 οι μάχες με τους Βρετανούς είχαν πια αραιώσει, χωρίς όμως να σταματήσουν, γεγονός που αποδεικνύει το μέγεθος της παγκύπριας συμπαράστασης στον αγώνα της ΕΟΚΑ, αλλά και την αδυναμία των Βρετανών να διατηρήσουν την πολυδιαφημισμένη πολιτική του “κλάδου ελαίας” του Φουτ. Τέτοιες αψυχολόγητες ενέργειες αποικιοκρατικής βίας ήταν το λεγόμενο ανθρωπομάζωμα του Ιουλίου του 1958, με 2.000 περίπου συλληφθέντες Έλληνες και πενήντα Τούρκους, η ανατίναξη του σωματείου της “Ανόρθωσης”, στην Αμμόχωστο, στις 8 Ιουλίου του 1958, οι νύχτες τρόμου στα χωριά της επαρχίας Πάφου (Γιόλου, Μεσόγη, Κάθηκας κ.ά.), τον Σεπτέμβριο του 1958, για τις οποίες έγιναν καταγγελίες εναντίον Βρετανών στρατιωτών ακόμη και για βιασμούς ανυπεράσπιστων γυναικών, οι συγκρούσεις αποικιακών δυνάμεων με άοπλους κατοίκους στο Αυγόρου, που προκάλεσαν τον θάνατο της Λουκίας Παπαγεωργίου και του Παναγή Ζαχαρία (5 Ιουλίου 1958) και, τέλος, οι πρωτοφανείς ώρες φρίκης και βαρβαρότητας που έζησαν οι Αμμοχωστιανοί από τα βρετανικά αντίποινα εναντίον του ελληνικού πληθυσμού για τον φόνο της Αγγλίδας Κάτλιφ (Catherine Cutliffe), στις 3 Οκτωβρίου του 1958. 

Ως προς τις σχέσεις της ΕΟΚΑ με το ΑΚΕΛ, είναι γνωστό ότι οι σχέσεις της απελευθερωτικής οργάνωσης με την ηγεσία της κυπριακής Αριστεράς υπήρξαν από την αρχή κάθε άλλο παρά φιλικές. Στα φυλλάδια του ΕΜΑΚ (Εθνικόν Μέτωπον Απελευθερώσεως Κύπρου) που βρέθηκαν στην κατοχή του Σωκράτη Λοϊζίδη όταν συνελήφθη στις ακτές της Χλώρακας μαζί με τους άνδρες του ιστιοφόρου “Άγιος Γεώργιος”, τον Ιανουάριο 1955, γινόταν ρητή μνεία για την ανάγκη μη ανάμειξης “του ΑΚΕΛ και των οπαδών του” στον επαναστατικό αγώνα. Από την άλλη, την 1η Απριλίου 1955, μετά τις πρώτες εκρήξεις της ΕΟΚΑ, το ΑΚΕΛ και η ΠΕΟ έσπευσαν βεβιασμένα να αποκηρύξουν με βαρύτατες εκφράσεις την απελευθερωτική οργάνωση και τον ένοπλο αγώνα. Η αμφίπλευρη καχυποψία, τα όσα είχαν προηγηθεί στην Κύπρο κατά το 1946-1949 και ο φανατικός αντικομμουνισμός του στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ και των ηγετικών παραγόντων της Εθναρχίας καθιστούσαν αδύνατη κάθε συνεργασία σε επίσημο επίπεδο μεταξύ ΕΟΚΑ και ΑΚΕΛ, ιδίως μετά την καταδίκη της οργάνωσης από το κυπριακό κομμουνιστικό κόμμα, με αποτέλεσμα να αναζωπυρωθούν τα πάθη, που είχαν πρωτοανάψει σε παγκύπρια κλίμακα, στην περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου. Το κλίμα διατηρήθηκε εχθρικό με εκατέρωθεν κακοπιστία αλλά, αρχικά, χωρίς μεγάλες εντάσεις. Σε αυτό ακουσίως βοήθησαν και οι συλλήψεις 135 Ακελικών στελεχών από τους Βρετανούς και η κήρυξη του ΑΚΕΛ εκτός νόμου, τον Δεκέμβριο του 1955. Η κρίση αναζωπυρώθηκε μετά τη μαζική απόλυση των Αριστερών πολιτικών κρατουμένων, τον Απρίλιο 1957, και την επαναδραστηριοποίηση των οργανώσεων του ΑΚΕΛ, που είχε προβεί μεν σε αναθεώρηση της στάσης του απέναντι στην ΕΟΚΑ, αποσύροντας τους βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον της οργάνωσης, με δημόσια αυτοκριτική, επέμενε όμως ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν λανθασμένη ενέργεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί “επίσημα” και παραμένει εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό η απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαΐου του 1957, που αναθεωρεί τη στάση του κόμματος απέναντι στην ΕΟΚΑ, και ομολογεί “τα σοβαρά λάθη”, προσθέτοντας ότι “η ανακοίνωση του Π.Γ. τον Απρίλη του 1955 ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια, που πρόδινε σύγχυση και έλλειψη ψυχραιμίας” και ότι οι χαρακτηρισμοί εις βάρος των αγωνιστών της ΕΟΚΑ (“Ψευτοδιγενήδες”, “τραμπούκοι” κ.ά.) “ήταν προκλητικοί και σεχταριστικοί ενώ δεν εξυπηρετούσαν καθόλου την εθνική μας υπόθεση και την ενότητα του λαού”. 

Στις 21 Ιανουαρίου 1958 μετά από επεισόδια που οδήγησαν στον φόνο δύο Αριστερών κατοίκων στη Λύση και στην Κώμα του Γιαλού, οργανώθηκαν διαδηλώσεις εναντίον της βίας από την ΠΕΟ, ενώ τον Μάιο η ένταση συνεχίστηκε με δύο νέες εκτελέσεις Αριστερών ως “προδοτών”, στο Λευκόνοικο και τη Γύψου. Σε προκήρυξή του ο Γρίβας – Διγενής αρνήθηκε ότι οι εκτελέσεις έγιναν εξαιτίας της κομματικής τοποθέτησης των θυμάτων και ισχυρίστηκε ότι η ΕΟΚΑ εκτελούσε μόνο προδότες, “αδιαφορούντες σε ποια παράταξη ή κόμμα και αν ανήκουν”. Και συμπλήρωσε ότι “Ο αγώνας μας δεν κάμνει διάκρισιν μεταξύ παρατάξεων και απόδειξις ότι κτυπάμε προδότας δεξιούς και αριστερούς”. Την ίδια περίοδο, κυκλοφόρησε στην Αθήνα, στις παραμονές των εκλογών του Μαΐου 1958, ειδική έκδοση της ΕΟΚΑ, με τίτλο “Η κομμουνιστική ηγεσία έναντι του κυπριακού αγώνος”. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται κατάλογος δεκάδων ονομάτων, με συγκεκριμένες κατηγορίες για “προδοτική συμπεριφορά”: Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν δημόσιες λεκτικές υπερβολές και αντιδράσεις μελών του ΑΚΕΛ εναντίον της ΕΟΚΑ, ενώ συχνή αιτία έντασης ήταν, σύμφωνα με πηγές της ΕΟΚΑ, η προσπάθεια ακελικών στελεχών να αφαιρέσουν τις προσωπίδες αγωνιστών που εμφανίζονταν στα χωριά. Για το ίδιο ζήτημα κυκλοφόρησαν πολλά παράνομα φυλλάδια της ΕΟΚΑ, κυρίως μετά τις εκτελέσεις των στελεχών της Αριστεράς το 1958 στην επαρχία Αμμοχώστου, ενώ ο Γ. Γρίβας-Διγενής κατηγορεί κατ’ επανάληψη στα Απομνημονεύματά του την ηγεσία του ΑΚΕΛ για “προδοτική στάση και συμπαιγνία με τις βρετανικές Αρχές”. Ενώ φαινόταν ότι η κρίση είχε εκτονωθεί, τον Αύγουστο του 1958 σημειώθηκαν νέες συγκρούσεις αριστερών και δεξιών κατοίκων στην Άχνα, και στις 26 Αυγούστου, στη Μηλιά Αμμοχώστου, η χειρότερη εμφύλια ελληνική σύρραξη είχε ως θύματα δύο νεκρές γυναίκες και τέσσερις σοβαρά τραυματίες.

Αντίστοιχα, οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις πήραν τρομακτικές διαστάσεις τον Ιούνιο του 1958 όταν, μετά από βόμβα στο Γραφείο Πληροφοριών του Τουρκικού Προξενείου (7-6-1958), ενέργεια που αντέγραφε σκηνοθετικά την έκρηξη στο Τουρκικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, του Σεπτεμβρίου 1955, πλήθος Τουρκοκυπρίων κατέστρεψε ελληνικές περιουσίες στην πρωτεύουσα. Η κορύφωση του δράματος ήρθε με τη δολοφονία οκτώ Ελλήνων από τον Κοντεμένο, από Τούρκους του χωριού Κιόνελι. Σύμφωνα με όσα καταγγέλθηκαν, οι βρετανικές δυνάμεις είχαν ουσιαστικά παραδώσει τα ανυπεράσπιστα θύματα στα χέρια των δολοφόνων τους (12-6-1958). Ακολούθησαν με μεγάλη καθυστέρηση αντίποινα της ΕΟΚΑ, καθώς ο αρχηγός της υπήρξε πολύ προσεκτικός, αποφεύγοντας όσο μπορούσε να ανοίξει ένα νέο μέτωπο. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου οι αλληλοσκοτωμοί συνεχίστηκαν καθημερινά με ενέδρες σε λεωφορεία που μετέφεραν αθώους και ανυποψίαστους επιβάτες και επιθέσεις σε ανυπεράσπιστους βοσκούς ή αγρότες, ενώ στη Λευκωσία πυρπολήθηκαν χώροι χριστιανικής λατρείας και καταστράφηκαν δεκάδες ελληνικά καταστήματα, υπό την ανοχή των βρετανικών Αρχών και των “δυνάμεων ασφαλείας”. Μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου είχε ανοίξει ένα βαθύ χάσμα αίματος και η εικόνα που μεταφερόταν στο εξωτερικό ήταν ότι η συμβίωσή τους ήταν αδύνατη, γεγονός που διευκόλυνε την υποβολή διαιρετικών προτάσεων για την πολιτική “λύση” του προβλήματος. 

Στις 19 Ιουνίου 1958, ενώ μαίνονταν οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις, ανακοινώθηκε στο βρετανικό Κοινοβούλιο το “σχέδιο Μακμίλαν – Φουτ”, που είχε ήδη απορριφθεί από τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Το σχέδιο βασιζόταν στον “συνεταιρισμό” των τριών Κυβερνήσεων στη διακυβέρνηση του νησιού, με Βρετανό Κυβερνήτη και εκπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας στη διοίκηση, τη δημιουργία Υπουργικού Συμβουλίου με έξι Κύπριους υπουργούς (τέσσερις Έλληνες και δύο Τούρκους) και δύο κοινοτικών Βουλών. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο οι Κύπριοι θα μπορούσαν να διατηρούν εκτός από τη βρετανική υπηκοότητα και την ελληνική ή τουρκική. Ήταν μια πρόταση που “έλυνε” το πρόβλημα μέσα στα “συμμαχικά πλαίσια”, για αυτό και η Κυβέρνηση των ΗΠΑ συνέστησε την αποδοχή της, παρότι για την ελληνική πλευρά αποτελούσε το προοίμιο της διχοτόμησης. Στις 14 Αυγούστου 1958 ανακοινώθηκε το οριστικό “σχέδιο Μακμίλαν”, με μερικές τροποποιήσεις των αρχικών προτάσεων. Σύμφωνα με τους Βρετανούς το σχέδιο θα εφαρμοζόταν από την 1η Οκτωβρίου 1958. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απέρριψε αμέσως τις νέες προτάσεις, όπως και η ελληνική Κυβέρνηση. Αντίθετα, αυτήν τη φορά, η Κυβέρνηση της Τουρκίας απάντησε καταφατικά, νομιμοποιώντας τα βρετανικά σχέδια.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1958 η ελληνική πλευρά φαινόταν να έχει καταληφθεί από πανικό. Το “σχέδιο Μακμίλαν” ήταν υπό εφαρμογή, με τη συμμετοχή εκπροσώπου της Τουρκίας (του Τούρκου Πρόξενου στη Λευκωσία) στη διοίκηση του νησιού, ενώ ο αρχηγός της ΕΟΚΑ είχε αναγκαστεί να διατάξει επανάληψη της δράσης της οργάνωσης, αφού στο διάστημα 23 Αυγούστου – 2 Σεπτεμβρίου είχαν σκοτωθεί οκτώ  άνδρες του σε τρεις μάχες με τον βρετανικό στρατό. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1958 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απηύθυνε έκκληση για τη ματαίωση της καθόδου Τούρκου Αρμοστή στην Κύπρο και στις 22 Σεπτεμβρίου δημοσιεύθηκε η πολύκροτη συνέντευξή του στην Μπάρμπαρα Κασλ (Barbara Castle), βουλευτή του Εργατικού Κόμματος, όπου δήλωνε πρόθυμος να δεχθεί λύση ανεξαρτησίας του νησιού, με την εγγύηση του ΟΗΕ, ύστερα από ορισμένη περίοδο αυτοκυβέρνησης, τον αποκλεισμό της ένωσης με την Ελλάδα, εκτός από αντίθετη απόφαση του διεθνούς οργανισμού, και την παροχή εγγυήσεων στους Τούρκους της Κύπρου. 

Με επιστολή του ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προς τον Γ. Γρίβα (23-9-1958) ανέλυσε τους λόγους που τον οδήγησαν στη δήλωση περί ανεξαρτησίας, αφού το βρετανικό σχέδιο έφερνε τη διχοτόμηση της Κύπρου, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση ήταν ανήμπορη να αντιδράσει λόγω των συμμαχικών της υποχρεώσεων. Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ στην απάντησή του (29-9-1958) εξέφρασε την οργή του για την εγκατάλειψη του κυπριακού αγώνα από την ελληνική Κυβέρνηση. Μια άλλη διάσταση στο ζήτημα δημιούργησαν οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, που χαρακτήρισε απαράδεκτη την αποδοχή της ανεξαρτησίας, δημοσιοποιώντας έτσι το βαθύ χάσμα που χώριζε τους δύο Κύπριους ιεράρχες ως προς τις αντιλήψεις τους στο Κυπριακό, τουλάχιστον από την εποχή της κοινής συμβίωσής τους στις Σεϋχέλλες. Αντίθετα, η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ (29-9-1958) αποδέχθηκε τη νέα γραμμή, “με την πεποίθηση ότι αυτή ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα”. Κατά τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1958 η ΕΟΚΑ κλιμάκωσε τη δράση της με ορισμένα εντυπωσιακά πλήγματα και τη συμμετοχή των 18 ανταρτικών της ομάδων στις επιχειρήσεις. Ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της οργάνωσης, καθώς στα μέσα Νοεμβρίου, και αφού θρήνησε ένα ακόμη επίλεκτο στέλεχός της, τον Κυριάκο Μάτση, τομεάρχη Κερύνειας, που σκοτώθηκε στο Δίκωμο αρνούμενος να παραδοθεί (19-11-1958), η ΕΟΚΑ περιόρισε ξανά τη δράση της εν όψει της συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ.

Στις 5 Δεκεμβρίου 1958 η Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ενέκρινε ένα σύντομο ψήφισμα, που εξέφραζε την πεποίθηση ότι οι ενδιαφερόμενοι θα προσπαθούσαν για τη δίκαιη επίλυση του ζητήματος. Την επομένη, 6 Δεκεμβρίου 1958, ύστερα από μια απροσδόκητη προσέγγισή τους, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φ. Ζορλού συναντήθηκε και συνομίλησε στη Νέα Υόρκη με τον Έλληνα ομόλογό του, Ευάγγελο Αβέρωφ. Στη συζήτησή τους οι δύο υπουργοί, μονομάχοι πριν από μερικές ώρες στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, έκαναν μια πρώτη ανεπίσημη εξέταση της αποδοχής της λύσης της δεσμευμένης ανεξαρτησίας της Κύπρου. 

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχθηκε στο Λονδίνο στις 17 – 19 Φεβρουαρίου 1959, όπου οι εμπλεκόμενοι στο πρόβλημα υπέγραψαν και επικύρωσαν τη συμφωνία για την κυπριακή ανεξαρτησία. Είχε  προηγηθεί η ελληνοτουρκική συμφωνία στη Ζυρίχη, στις 11 Φεβρουαρίου 1959. Η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου έφερε την απελευθέρωση από τον βρετανικό αποικιοκρατικό ζυγό και οδήγησε στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν το τέλος του κυπριακού ενωτικού αγώνα, του μακροβιότερου και μαζικότερου αλυτρωτικού κινήματος της νεοελληνικής ιστορίας. Η ΕΟΚΑ είχε μείνει στρατιωτικά αήττητη, καθώς 30.000 Βρετανοί στρατιώτες, καθηλωμένοι στην Κύπρο, δεν είχαν καταφέρει να διαλύσουν μιαν οργάνωση με μόνο μερικές δεκάδες ανταρτών, που είχαν όμως παλλαϊκή υποστήριξη. Βέβαια, σύμφωνα με τα κείμενα των Συμφωνιών, ο κύριος σκοπός του απελευθερωτικού αγώνα, η ένωση με την Ελλάδα, είχε απομακρυνθεί περισσότερο, αν όχι οριστικά. Στην Αθήνα υπήρχε ικανοποίηση για τις Συμφωνίες, χωρίς όμως να λείπουν οι φωνές διαμαρτυρίας. “Ηγωνίσθησαν οι Κύπριοι, ενίκησε η Τουρκία”, υποστήριζαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που κατέθεσαν πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Καραμανλή για την πολιτική της στο Κυπριακό. 

Σε μια πρώτη αντίδραση, στην τελευταία του προκήρυξη ως αρχηγός της ΕΟΚΑ (9 Μαρτίου 1959) ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής τόνισε ότι όποιος δεν αποδεχόταν τις συμφωνίες θα δίχαζε τον λαό, έστω και αν δεν ήταν πλήρως ικανοποιητικές: “Το κατ’ εμέ είναι προτιμοτέρα η λύσις αύτη, έστω και εάν δεν είναι εκείνη που αναμέναμεν και η οποία θα ικανοποίει τους πόθους μας, παρά ο εθνικός διχασμός, γιατί σ’ ένα τέτοιον διχασμόν θα τα χάσωμεν όλα.” (από την προκήρυξη αφαιρέθηκαν την τελευταία στιγμή, κατόπιν παράκλησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αρνητικές αναφορές για τον συμβιβασμό των Συμφωνιών). Για όσα καταστροφικά ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια για τον κυπριακό Ελληνισμό, η τελευταία φράση θα αποδεικνυόταν εκπληκτικά προφητική. 

Του Πέτρου Παπαπολυβίου

(Αναπλ. καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου)