Η ρύθμιση της ανακουφιστικής φροντίδας προς τους ασθενείς καθώς και η παροχή στήριξης στους ίδιους και στις οικογένειες τους, πρέπει να προηγηθεί του νόμου της ευθανασίας στην Κύπρο. Ο ασθενής, δηλαδή, να μην επιζητά τον τερματισμό της ζωής του από απελπισία και επειδή δεν του προσφέρονται υπηρεσίες για έναν αξιοπρεπή και χωρίς βάσανο, θάνατο.

Αυτό ανέφερε στον «Φ» ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης, με αφορμή την πρόταση νόμου για τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής. Ανάλογες ήταν και οι θέσεις του επίτιμου προέδρου της ΟΣΑΚ, Μάριου Κουλούμα, υποστηρίζοντας πως η Πολιτεία έχει ακόμα να κάνει πολλά ως προς την ανακουφιστική φροντίδα, την κοινωνική πρόνοια, το δίκτυο στήριξης.

Είναι πολύ σημαντικό, αναφέρει ο κ. Κωνσταντινίδης, να προχωρήσει και η νομοθετική ρύθμιση για παροχή ανακουφιστικής φροντίδας προς όλους τους ασθενείς. «Δεν πρέπει να ισχύσει ο νόμος για ευθανασία, προτού ψηφιστεί νόμος για την ανακουφιστική φροντίδα. Υπό την έννοια ότι ο ανιάτως πάσχων πρέπει να έχει στη διάθεσή του ανακουφιστική φροντίδα, να έχει ενημερωθεί για τη διαθεσιμότητά της και να την έχει απορρίψει. Αναφέρεται και στην πρόταση νόμου ότι “βεβαιώνεται από τον θεράποντα ιατρό και/ή τον εντεταλμένο ιατρό ότι ο ανιάτως πάσχων έχει ενημερωθεί, δεόντως και αρμοδίως, αναφορικά με τις παρεχόμενες για την περίπτωσή του υπηρεσίες στήριξης και φροντίδας, όπως η ψυχολογική, η κοινωνική, η ανακουφιστική, η κατ’ οίκον υποστηρικτική και άλλες συναφείς”», είπε και πρόσθεσε ότι πρέπει να υπάρχουν επιλογές για τους ασθενείς και να μην τους οδηγεί η απελπισία για εκείνο που βιώνουν στο αίτημα για τερματισμό της ζωή τους.

Μέχρι σήμερα, εξηγεί ο καθηγητής, δεν υπάρχει στην Κύπρο καμία πρόνοια για τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής. «Ήταν ένα θέμα αρρύθμιστο». Ωστόσο, εξηγεί, ανέκαθεν και κατά κόρον συμβαίνει η λεγόμενη παθητική ευθανασία, ως μία ιατρική πρακτική. «Αυτό συμβαίνει όταν ο γιατρός δεν συνεχίζει εκείνα τα μέσα, τα οποία παρατείνουν τη ζωή του ασθενούς. Αυτή η μορφή ευθανασίας, συμβαίνει ούτως ή άλλως. Μάλιστα, κατά την περίοδο της πανδημίας λάμβανε χώρα ανά το παγκόσμιο ως μια ιατρική πρακτική. Εκεί όπου κρίνονταν ότι δεν έχει νόημα να παρατείνεται με τεχνικά μέσα η ζωή του ασθενούς, διέκοπταν την τεχνητή διατήρηση της ζωής. Πολλές φορές ακούσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας να συζητείται με ποια κριτήρια θα αποφασίζουν οι γιατροί το ποιος θα έχει προτεραιότητα στην εντατική ή ποιος θα ζήσει».

Η παθητική ευθανασία, υπογραμμίζει, δεν ρυθμίζεται στην πρόταση νόμου. Αυτό που ρυθμίζεται είναι ο ιατρικώς υποβοηθούμενος τερματισμός της ζωής με δύο τρόπους:

Την ενεργητική ευθανασία. Δηλαδή, τη χορήγηση φαρμάκου από γιατρό, μετά από τις επίμονες και συνειδητές εκκλήσεις/ αιτήματα ασθενούς που βρίσκεται σε ανίατο και μη αναστρέψιμο στάδιο, με προσδόκιμο ζωής λίγων μηνών και υποφέρει από αφόρητους πόνους.

Την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Όταν ο γιατρός αφήσει δίπλα από τον ασθενή το φάρμακο, το οποίο θα λάβει από μόνος του ο ασθενής για να επέλθει ο θάνατος.   

Στη διάρκεια του 2022, αναφέρει ο κ. Κωνσταντινίδης, το ΕΔΑΔ σε υπόθεση κατά του Βελγίου, απεφάνθη ότι ο ιατρικώς υποβοηθούμενος τερματισμός της ζωής, εφόσον γίνεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, είναι συμβατός με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δεν παραβιάζει το Δικαίωμα στη Ζώη. «Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα αν έρχεται σε σύγκρουση με πρόνοιες του Συντάγματός μας, όπως το Δικαίωμα στη Ζωή. Αντιθέτως, είναι απολύτως σύμφωνο με το δικαίωμα στην αυτονομία, που αποτελεί ουσιώδη πτυχή του ανθρώπινου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή», είπε.

Μιλάμε για δικαιώματα, υπογράμμισε. «Κανένας ασθενής δεν θα υποχρεωθεί σε τέτοια πρακτική. Παράλληλα, όμως και κανένας γιατρός δεν θα υποχρεωθεί να προσφέρει αυτήν την υπηρεσία. Κανένας γιατρός δεν θα υποχρεωθεί να κάνει κάτι ενάντια στη συνείδησή του ή στη θρησκευτική του ελευθερία, εάν αυτό προσκρούει στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Στην ουσία, το κράτος έρχεται να ρυθμίσει τις πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, τα εχέγγυα και τις διασφαλίσεις κάτω από τα οποία ένας ασθενής που επίμονα ζητά να επισπευστεί ο βέβαιος, επικείμενος θάνατός του, που επέρχεται με επώδυνο τρόπο, σωματικά ή/και ψυχικά, μπορεί να υποβληθεί σε ιατρικώς υποβοηθούμε τοντερματισμό της ζωής του».

Η πρόταση νόμου, στη βάση και της σχετικής απόφασης του ΕΔΑΔ και άλλων δικαστηρίων, «προβλέπει ο ασθενής να αποφασίζει αν θέλει να προχωρήσει σε ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής του, με την ελεύθερη, ενημερωμένη, ρητή, αδιαμφισβήτητη συναίνεσή του». Από τις υπηρεσίες αυτές, συνεπώς, εξαιρούνται οι ανήλικοι και άτομα που δεν έχουν την ικανότητα να παίρνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους. «Θα πρέπει ο ίδιος ασθενής να το ζητήσει και να το επιθυμεί, στη βάση των πολλών και αυστηρών προϋποθέσεων που προβλέπονται και κατόπιν ελέγχου».

Εξαιρούνται από τέτοιες υπηρεσίες, ξεκαθαρίζει, όσοι είναι ψυχικά ασθενείς κατά την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του Περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου. Επίσης, εξαιρούνται όσοι κρίνονται ανίκανοι δυνάμει των διατάξεων του Περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμο. «Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση νόμου είναι κάτι καλό και χρήσιμο για πολλούς συνανθρώπους μας».

Να προηγηθεί η στήριξη και φροντίδα, λένε οι ασθενείς

«Η Πολιτεία έχει να κάνει πολλά ακόμα στο θέμα της ανακουφιστικής φροντίδας, στο θέμα της κοινωνικής πρόνοιας, του δικτύου στήριξης των ασθενών και των οικογενειών τους. Πιστεύω ότι δεν είναι πρωταρχικό να προχωρήσουμε με τη νομοθεσία του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής. Μάλλον, αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να προχωρήσουμε με τη ρύθμιση αυτών των κενών, τα οποία είναι πολύ σοβαρά», ανέφερε στον «Φ» ο επίτιμος πρόεδρος της ΟΣΑΚ, Μάριος Κουλούμας, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι το δικαίωμα στην ευθανασία πρέπει να εξεταστεί, τηρουμένων πολύ αυστηρών διαδικασιών και δικλείδων ασφαλείας.

«Πολλοί ασθενείς μας φτάνουν σε απελπιστικές καταστάσεις, επειδή υπάρχει απουσία σωστής ανακουφιστικής φροντίδας και πρόσβασης. Δηλαδή, μιας πολύθεματικής φροντίδας που θα έχει ένας άνθρωπος στο τέλος της ζωής του, ώστε να έχει έναν αξιοπρεπή και χωρίς βάσανο, θάνατο. Υπάρχει απουσία του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής στήριξης. Θα έπρεπε αυτά να διορθώσουμε και σε αυτά να δώσουμε προτεραιότητα και αφού υλοποιηθούν, τότε να συζητήσουμε για την ευθανασία», υπογράμμισε.

«Έχουμε δει τραγωδίες στην Κύπρο, λόγω της απουσίας ανακουφιστικής φροντίδας», είπε και πρόσθεσε: «Αν έχεις έναν ασθενή σε τελικό στάδιο που δεν έχει ανακουφιστική στήριξη, δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο, δεν έχει χρήματα, δεν λαμβάνει φροντίδα, θα σου πει ότι θέλει να πεθάνει».

Ο κ. Κουλούμας θεωρεί ότι αν υπάρξει στήριξη και φροντίδα, τότε θα είναι πολλοί λιγότεροι οι ασθενείς που ενδιαφέρονται για τον τερματισμό της ζωής τους. Σήμερα, είπε, υπάρχουν ασθενείς που φεύγουν στο εξωτερικό για να υποβληθούν σε ευθανασία. «Δεν μπορείς όταν έχει τόσες πολλές ελλείψεις και κενά και να νομοθετείς την ευθανασία. Πρέπει πρώτα να ψηφιστεί η ανακουφιστική φροντίδα».