Ευωδία από μύρο άναψε το πράσινο φως στον μοναχό Νεκτάριο ώστε να μεταπηδήσει από εκκλησία του Λυθροδόντα, της οποίας προΐστατο, στο μοναστήρι του Οσίου Αββακούμ. Αυτό τουλάχιστον υπεστήριξε ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξη του, στην οποίαν παρουσίασε πράγματα και θαύματα, τα οποία, όπως ανέφερε, έζησε στην κοινότητα Φτερικουδίου.

Εκ των υστέρων, αντίπαλοι επικριτές του υποστηρίζουν ότι εγκατέλειψε την εκκλησία στην οποία υπηρετούσε ένεκα προστριβών με κατοίκους της κοινότητας αλλά ο ίδιος, ουδεμία σχετική αναφορά έκανε στη συνέντευξη του προς τον κ. Μίκη Κασάπη.

Ανάμεσα σε άλλα, ο εν αργία (πλέον) ηγούμενος Νεκτάριος, ανέφερε ότι άνθρωποι μετέβαιναν στη Μονή Οσίου Αββακούμ και το βράδι έμεναν στον τάφο του για να θεραπευτούν και έφευγαν θεραπευμένοι. Η πίστη, είπε, συγκινούσε τον άγιο και υλοποιούσε τα αιτήματά τους.

Εξηγώντας «πώς προσεγγίστηκε με σκοπό να μεταπηδήσει στο μοναστήρι, ο κ. Νεκτάριος ανέφερε:

Το 2020 ο πανιερότατος Μητροπολίτης Ταμασού Ησαΐας με κάλεσε ενώ ήμουν προϊστάμενος στο Λυθροδόντα. Είχα μεγάλη ομάδα νέων και με ακολουθούσαν και είχαμε μια όμορφη παρέα και με κάλεσε ο Μητροπολίτης μας και μου είπε ότι «εκοιμήθη ο μακαριστός πατήρ Πουμπουρής και δεν βρίσκω εύκολα ανθρώπους να πάνε σε μια κοινότητα των 40 κατοίκων αφήνοντας το βόλεμα τους. Αλλά  έχω κάτι υπόψιν μου, αν μου αρνηθείς εσύ».

Του είπα «εγώ είμαι στρατιώτης και ότι μου πείτε θα σκύψω το κεφάλι και θα πάω. Μόνο θέλω μία παράκληση να μείνετε στο πλευρό μου».

Με ρώτησε «θα μου απαντήσεις ένα ναι ή όχι»;

Είπα, «επειδή δεν έμαθα να παίρνω βεβιασμένες αποφάσεις, δώστε μου λίγο χρόνο».

 Ήταν 10 το πρωί και μου είπε χαριτολογώντας, «έχεις μέχρι τις 6 το απόγευμα» (για να δώσει απάντηση).

Πραγματικά είπα με τον πρώτο μου εξάδελφο και τον γιο της κουμπάρας μου που ήταν το προζύμι (της ομάδας του) ότι έχουμε αυτή την πρόσκληση. Είπαν, «ό,τι πεις εσύ».

Τους είπα να με πάρουν στον Όσιο Αββακούμ να προσκυνήσουμε. Εκεί είδα και κόσμο που εξομολογούσαν. Εκεί βρήκα τον νεωκόρο Ανδρέα Ευαγόρου που είναι καλή ψυχή. Μας άνοιξε την εκκλησία.

Προσκυνήσαμε τα λείψανα στο εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι του χωριού. Είπα στα παιδιά ότι πρέπει να πάρουμε πληροφορία (κάποιο σημάδι για το τι έπρεπε να πράξουν).

«Πάμε στο σπίτι και πέφτουμε στα γόνατα και στην προσευχή από τις 11 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα και ζητούσαμε από το Θεό να μας καθοδηγήσει και τον άγιο Αββακούμ τον οποίο δεν γνώριζα. Του ζήτησα να με πληροφορήσει για τη θέληση του. Μέχρι τις 6 μία ευωδία γέμισε το δωμάτιο. Δεν την αισθάνθηκα μόνο εγώ για να πει κάποιος πως είμαι αλαφροστοιχιώτης. Ρώτησαν (οι άλλοι) αν λιβάνισε η μάνα μου. Έντονη μυρωδιά μύρο. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και είπαμε θα πάμε».

Στη συνέχεια ανέφερε ότι τηλεφώνησε στον Μητροπολίτη και  τον ενημέρωσε ότι αποδέχεται να πάει στη Μονή με τη συνοδεία του και του ζήτησε να είναι το αποκούμπι τους.

Είπε, «γιέ μου θεώρησε πως είμαι δίπλα σας». Και πράγματι ήταν. Δέχθηκε βέλη και πολέμους και πομούσουρα και τον ρωτούσα, μήπως θέλει να απομακρυνθεί και μου έλεγε, «η ράσιη μου σηκώνει ακόμη» και πράγματι ήταν και είναι δίπλα μας ως φύλακας άγγελος.

Ο Μητροπολίτης ήρθε στις 40 του Πουμπουρή  (σαρανταήμερο μνημόσυνο του πρώην ιερέα) και είδε 500 άτομα στην εκκλησία. Εκεί ανακοίνωσε ότι αναβαθμίζει τον χώρο σε ησυχαστήριο και από 5 Σεπτεμβρίου αναβιβάστηκε σε Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ.

Ο Μητροπολίτης είπε «να κάνετε γνωστό τον Άγιο και είπαμε να βάλουμε κάμερα να τελούμε μία ταπεινή θεία λειτουργία να παρακολουθεί ο κόσμος. Και η αγάπη του κόσμου αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια».