Τα όσα λέγονται, τσουβαλιάζοντας όλους τους προσωπικούς γιατρούς του ΓεΣΥ πρέπει να σταματήσουν και «όσοι λένε ότι οι προσωπικοί γιατροί δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ασθενών τους, να μας πουν ποιοι είναι αυτοί οι γιατροί, να τους αναφέρουν στον ΟΑΥ και να αλλάξουν και οι ίδιο γιατρό για να βρουν αυτόν που τους ταιριάζει».

Χωρίς περιστροφές η αντιπρόεδρος της επιστημονικής εταιρείας προσωπικών και οικογενειακών γιατρών Μαίρη Αβρααμίδου, απάντησε σε συνέντευξη της στον «Φ» σε όλα όσα κατά καιρούς ακούγονται για τους προσωπικούς γιατρούς του ΓεΣΥ και αφορούν τόσο την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν όσο και τις γνώσεις και τα προσόντα τους.

«Είναι όλα θέμα νοοτροπίας στο ΓεΣΥ. Αυτό το βλέπουμε οι προσωπικοί γιατροί συνεχώς στην καθημερινότητα μας. Εμένα μου έτυχε να διαγραφούν δικαιούχοι από τον κατάλογο μου επειδή τους ζήτησα να έρθουν στο ιατρείο μου να τους εξετάσω αλλά εκείνοι επέμεναν ότι έπρεπε να τους εκδώσω, χωρίς να κάνω τη δουλειά μου σωστά, παραπεμπτικό προς γιατρό ειδικότητας την οποία οι ίδιοι αποφάσισαν ότι χρειάζονται. Αυτό δεν έχει συμβεί μόνο σε εμένα. Το έχω ακούσει και από άλλους συναδέλφους».

Αν πρέπει να αναλύσουμε όλα τα δεδομένα, είπε η κ. Αβρααμίδου «να το κάνουμε. Αλλά να το κάνουμε σωστά».

«Κάποιοι λένε ότι οι προσωπικοί γιατροί δεν εξετάζουν τους δικαιούχους τους και απλώς ασκούν την ιατρική από το τηλέφωνο. Κάποιοι λένε ότι οι προσωπικοί γιατροί δεν απαντούν το τηλέφωνο, δεν τους καλεί στο ιατρείο του κλπ. Εγώ καλώ όποιον πολίτη έχει πρόβλημα με τον προσωπικό του γιατρό, να τον αναφέρει στον ΟΑΥ. Να πει ότι ο τάδε προσωπικός γιατρός δεν ανταποκρίνεται, δεν εξυπηρετεί, δεν δέχεται επισκέψεις στο ιατρείο του, δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Να κάνει την αναφορά και ταυτόχρονα να αλλάξει προσωπικό γιατρό. Κανένας δεν υποχρεώνει κανέναν να είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο ενός προσωπικού γιατρού ο οποίος δεν τον εξυπηρετεί. Τον προσωπικό μας γιατρό τον επιλέγουμε εμείς», είπε.

«Δεν γίνεται όμως να βάζουμε και τους 600 προσωπικούς γιατρούς στο ίδιο καλάθι και να λέμε ότι κανένας δεν ασκεί σωστά την ιατρική. Πρέπει να δούμε που είναι το πρόβλημα. Αν έχουμε 30, 40 ή 50 από τους 600 προσωπικούς γιατρούς, οι οποίοι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, να τους εντοπίσουμε. Οι περισσότεροι προσωπικοί γιατροί του ΓεΣΥ είμαστε καθημερινά στα ιατρεία μας και βλέπουμε τους ασθενείς μας».

Όπως δεν πρέπει να μπαίνουν στο ίδιο καλάθι όλοι οι γιατροί, «έτσι δεν πρέπει να μπαίνουν στο ίδιο καλάθι ούτε και όλοι οι δικαιούχοι του ΓεΣΥ», είπε η κ. Αβρααμίδου και εξήγησε, «μια μεγάλη μερίδα πολιτών έχουν πλέον εξοικειωθεί με το σύστημα αλλά και με τον θεσμό του προσωπικού γιατρού. Δεν παίρνουν, για παράδειγμα, τον προσωπικό τους γιατρό μόλις βήξουν μόλις παρουσιάσουν ένα πονόλαιμο. Δεν ζητούν παραπομπή σε πνευμονολόγο επειδή κρυολόγησαν και έχουν βήχα. Δεν κάνουν μόνοι τους διάγνωση και δεν απαιτούν παραπεμπτικό προς ειδικό γιατρό τη στιγμή που βρίσκονται ήδη στο ιατρείο του ειδικού γιατρού. Παίρνουν τον προσωπικό τους γιατρό και ζητούν ραντεβού όταν υπάρχει πραγματικά ανάγκη. Αναγνωρίζουν τις γνώσεις του προσωπικού τους γιατρού και ακολουθούν τις υποδείξεις του. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν και εκείνοι που μας το λένε, ότι επέλεξαν ένα προσωπικό γιατρό, γράφτηκαν στον κατάλογο του απλά και μόνο για να τους συνταγογραφεί από το τηλέφωνο χωρίς να τους εξετάσει. Μου έτυχε να μου πουν μάλιστα ότι δεν θέλουν να τους βλέπει ο προσωπικός τους γιατρός και πως όταν χρειαστούν γιατρό πάνε σε γιατρό εκτός ΓεΣΥ και εξυπηρετούνται».

Για τα όσα κατά καιρούς λέγονται, για γιατρούς χωρίς προσόντα οι οποίοι είναι ενταγμένοι ως προσωπικοί γιατροί στο ΓεΣΥ, η κ. Αβρααμίδου επίσης έδωσε απαντήσεις.

«Αυτό λέγεται για τους λίγους εκείνους προσωπικούς γιατρούς οι οποίοι δεν έχουν ειδικότητα. Πρόκειται για γιατρούς οι οποίοι εργάζονταν, κυρίως στα εξωτερικά ιατρεία του δημόσιου τομέα, ασκούσαν κανονικά την ιατρική, εξυπηρέτησαν χιλιάδες ασθενείς. Δεν ήταν δυνατό με την εφαρμογή του ΓεΣΥ να τους πούμε να πάνε στο καλό διότι δεν μπορούν να προσφέρουν πλέον υπηρεσίες. Πέραν αυτού, γιατροί χωρίς ειδικότητα προσφέρουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε πολλά συστήματα υγείας στην Ευρώπη. Παράλληλα, ευρωπαϊκή οδηγία, την οποία η Κύπρος ακολούθησε με την ένταξη της στην Ε.Ε το 2004 επίσης προβλέπει για τους γιατρούς χωρίς ειδικότητα. 

Αν κάποιοι ανησυχούν για την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν οι προσωπικοί γιατροί, «μια από τις απαντήσεις που τους δίνουμε είναι η διαρκής εκπαίδευση. Στα ποιοτικά κριτήρια που καλούνται να εφαρμόζουν πλέον οι προσωπικοί γιατροί του ΓεΣΥ περιλαμβάνονται και κριτήρια τα οποία αφορούν την διαρκή εκπαίδευση τους και η ανταπόκριση των συναδέλφων σε αυτά τα κριτήρια είναι πολύ μεγάλη. Συμμετέχουν σε συνέδρια, συμμετέχουν σε μεταξύ τους παρουσιάσεις περιστατικών τα οποία χρήζουν συζήτησης. Αυτό το διάστημα βρίσκεται επίσης σε εξέλιξη η διαδικασία εκπαίδευσης για την εφαρμογή των 20 κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών παραπομπής που έχουν ετοιμαστεί από τον ΟΑΥ και τις επιστημονικές εταιρείες των γιατρών».

Νοοτροπίες ασθενών και γιατρών

Με στόχο να αντιμετωπιστούν οι λίστες αναμονής των ειδικών γιατρών, «έγινε, μεταξύ άλλων, ο διαχωρισμός των παραπεμπτικών σε «επείγοντα» και «ρουτίνας». Εγώ προσωπικά δεν βλέπω να έγινε κάποια σημαντική αλλαγή. Οι πολίτες, εξακολουθούν να ζητούν, με το παραμικρό πρόβλημα που θα παρουσιάσουν, παραπεμπτικό για ειδικό γιατρό. Όσο κι αν τους διαβεβαιώνουμε οι προσωπικοί γιατροί ότι το πρόβλημα τους μπορούμε να το διαχειριστούμε εμείς με απόλυτη ασφάλεια. Αμέσως μόλις βήξει κάποιος, θέλει παραπεμπτικό για πνευμονολόγο, για παράδειγμα. Ή όταν έχει πόνο στην κοιλιά θέλει αυτομάτως παραπεμπτικό για γαστρεντερολόγο. Χωρίς να τον δει το προσωπικός του γιατρός και να τον αξιολογήσει. Οι προσωπικοί γιατροί, έχουμε τα προσόντα για να διαχειριστούμε αυτά τα προβλήματα. Αλίμονο να μην τα είχαμε δηλαδή».

Επίσης, «βλέπουμε ότι κάποιοι συνάδελφοι από διάφορες ειδικότητες δέχονται έναν ασθενή στο ιατρείο τους και αμέσως του προγραμματίζουν ραντεβού σε τρείς εβδομάδες ή τρεις μήνες. Είναι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δικαιούχοι μας, μας ρωτούν εάν υπάρχει λόγος να πάνε στο δεύτερο ραντεβού διότι και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να είναι αχρείαστο. Όταν ένας ασθενής πάει στον ειδικό γιατρό, ο οποίος θα δώσει τις οδηγίες του, ο προσωπικός γιατρός μπορεί να παρακολουθεί τον ασθενή και μπορεί να αντιληφθεί το πότε ένας άνθρωπος χρειάζεται να επισκεφθεί ξανά τον ειδικό γιατρό. Επίσης, ένας χρόνιος ασθενής, όταν δοθούν οι οδηγίες από τον ειδικό γιατρό μπορεί να παρακολουθείται από τον προσωπικό του γιατρό και δεν χρειάζεται, εάν δεν προκύψει κάποιο πρόβλημα να έχει εκ των προτέρων προγραμματισμένα τα επόμενα ραντεβού. Αυτό προκαλεί αχρείαστη κινητικότητα και συμφόρηση στο ΓεΣΥ. Είμαστε η μοναδική χώρα που έχουμε τόσο ψηλό ποσοστό παραπεμπτικών σε ειδικούς γιατρούς. Σε άλλες χώρες είναι γύρω στο 12 -13% εμείς είμαστε στο 45%. Σημαίνει κάτι δεν λειτουργεί σωστά».

«Στις 9 το βράδυ ο προσωπικός γιατρός δεν μπορεί να κάνει διερεύνηση»

«Πολλοί, μεταξύ αυτών και κάποιοι αξιωματούχοι, κατά καιρούς λένε ότι οι προσωπικοί γιατροί δεν απαντούν το κινητό τους τηλέφωνο το βράδυ. Ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα το βράδυ δεν μπορεί να τύχει διαχείρισης από τον προσωπικό γιατρό. Στις 9 το βράδυ ο προσωπικός γιατρός δεν μπορεί να κάνει διερεύνηση. Δεν μπορεί να στείλει τον ασθενή εκείνη την ώρα για εργαστηριακές ή άλλες εξετάσεις. Που να τον στείλει; Εάν ένα πρόβλημα είναι σοβαρό, τότε ο ασθενής πρέπει να πάει στο ΤΑΕΠ. Εάν το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό ο γιατρός θα δει τον ασθενή του την επόμενη ημέρα στο ιατρείο του».

Από την άλλη, είπε η κ. Αβρααμίδου, «έχουμε τους ασθενείς που συνεχώς μας παίρνουν, ακόμα και στο κινητό μας, για να μας ρωτήσουν εάν έληξε η συνταγή τους ή το παραπεμπτικό τους.

Οι πολίτες πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν το λογισμικό του ΓεΣΥ. Πρέπει να κάνουν τη σύνδεση με το ηλεκτρονικό τους αρχείο στο λογισμικό και να βλέπουν αυτά τα πράγματα. Ο γιατρός την ώρα που είναι στο ιατρείο του βλέπει άλλους ασθενείς. Δεν γίνεται να ασχολείται με αυτά τα πράγματα συνεχώς και να τον κατηγορούν στη συνέχεια ότι δεν απαντά τα τηλέφωνα».