Η Κύπρος σημείωσε αισθητή πτώση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2025, καθώς υποχώρησε κατά 12 θέσεις, καταλαμβάνοντας πλέον την 77η θέση μεταξύ 180 χωρών, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF).

Η έκθεση αναδεικνύει αυξανόμενες ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου στην Κύπρο, κυρίως λόγω πρόσφατων νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, οι οποίες, εάν εφαρμοστούν, ενδέχεται να περιορίσουν τη λειτουργία των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης.

Παράλληλα, στο βόρειο μέρος του νησιού, η εντεινόμενη επιρροή της Τουρκίας και η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων σε χέρια λίγων επιχειρηματιών δημιουργούν ένα περιβάλλον που υπονομεύει περαιτέρω την ελευθερία και την πολυφωνία στην ενημέρωση.

Σύμφωνα με τον δείκτη που δημοσίευσε σήμερα η διεθνής μη κερδοσκοπική οργάνωση «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» (RSF), η Κύπρος υποχώρησε 12 θέσεις και κατατάσσεται στην 77η θέση μεταξύ 180 χωρών το 2025. Το 2024 βρισκόταν στην 65η θέση.


Στην ανάλυση της ανά χώρα, η RSF κατέγραψε για την Κύπρο τη σημαντική επιρροή της κυβέρνησης, της Εκκλησίας και των επιχειρηματικών συμφερόντων στα μέσα ενημέρωσης ως τους παράγοντες που «υπονομεύουν τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και ωθούν τους δημοσιογράφους στην αυτολογοκρισία». Κατέγραψε επίσης τις ανησυχιες για την ύπαρξη «άμεσων παρεμβάσεων στις συντακτικές αποφάσεις μέσω άτυπων σχέσεων ανάμεσα σε πολιτικούς και ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, αλλά και μέσω της αυξανόμενης συγκέντρωσης των ΜΜΕ και της έλλειψης διαφάνειας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους».

Όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, η RSF διαπίστωσε ότι «οι μηχανισμοί ή οι διαδικασίες για την προστασία των δημοσιογράφων και αποτροπή της πολιτικής παρέμβασης είναι περιορισμένες».

Η τεράστια πτώση στην κατάταξη που καταγράφεται οφείλεται ωστόσο στις πρόσφατες προσπάθειες της κυβέρνησης να εισαγάγει νομοθεσία που θα παρεμποδίζει την ελευθερία του Τύπου.

Η κυπριακή κυβέρνηση, πέρυσι, ετοίμασε μια νομοθετική τροπολογία που θα εξέθετε τους δημοσιογράφους στον κίνδυνο ποινικής δίωξης και φυλάκισης, εάν η εργασία τους κρινότανί ως «ψευδής είδηση» από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος διορίζεται από τον πρόεδρο.

Οι ανησυχίες για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης εντείνονται καθώς το CIReN αποκάλυψε τον περασμένο μήνα ότι η κυπριακή κυβέρνηση επιχείρησε να νομιμοποιήσει την παρακολούθηση των δημοσιογράφων μέσω ενός νέου νομοσχεδίου, με στόχο την αποκάλυψη των πηγών τους.

Το νομοσχέδιο εάν εγκριθεί, θα επιτρέπει σε αξιωματούχους, όπως “ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και οποιοσδήποτε άλλος ανακριτής ή εξουσιοδοτημένος αξιωματούχος», να ζητούν από τον Γενικό Εισαγγελέα δικαστική εντολή που θα υποχρεώνει τους δημοσιογράφους να αποκαλύψουν τις πηγές τους. Το νομοσχέδιο εξουσιοδοτεί επίσης τον Γενικό Εισαγγελέα να ζητήσει δικαστική εντολή που να επιβάλλει την παρακολούθηση, ακόμη και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, σε βάρος των δημοσιογράφων, των συναδέλφων και στενών επαφών τους με σκοπό τον εντοπισμό των πηγών τους.

Αν και η κυβέρνηση αναφέρει ότι το νομοσχέδιο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της υποχρέωσης των κρατών μελών της ΕΕ να εφαρμόσουν την Ευρωπαϊκή Πράξη για την Δημοσιογραφική Ελευθερία (EMFA), υπάρχουν εκτεταμένες ανησυχίες μεταξύ των δημοσιογράφων και άλλων ενδιαφερόμενων φορέων ότι το νομοσχέδιο υπονομεύει τις ίδιες τις αρχές που η EMFA στοχεύει να διαφυλάξει.

Όσον αφορά το οικονομικό περιβάλλον, η RSF υπογράμμισε ότι η περιορισμένη αγορά διαφήμισης έχει καταστήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όλο και πιο ευάλωτα στην επιρροή εμπορικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα την «αυξημένη επιρροή του ιδιωτικού τομέα στο συντακτικό περιεχόμενο».

Η RSF υπογράμμισε επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο του κυπριακού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα ΡΙΚ διορίζεται από την κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες – ένα σοβαρό έλλειμμα στην πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, το οποίο περιγράφεται και στις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου.

Μεταξύ άλλων ανησυχιών που απαριθμούνται από την RSF είναι οι λεκτικές επιθέσεις σε δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης από πολιτικούς, οι αγωγές για αστική δυσφήμιση και οι ισχυρισμοί για κρατική παρακολούθηση και παραβίαση των συσκευών και των ηλεκτρονικών αρχείων του δημοσιογράφου Μακάριου Δρουσιώτη, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για την κρατική διαφθορά.

Η μακροχρόνια πολιτική διένεξη στην Κύπρο έχει επίσης σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα με την RSF “υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση καθήκοντος και αφοσίωσης στην κυβέρνηση για το Κυπριακό. Οι δημοσιογράφοι που αμφισβητούν την επίσημη γραμμή συχνά χαρακτηρίζονται «προδότες»”.

ciren.cy