Μονόδρομος είναι πλέον για την οικογένεια του Θανάση Νικολάου η καταχώρηση ιδιωτικών ποινικών διώξεων κατά επτά προσώπων που φέρονται να φέρουν ευθύνη για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος στη βάση του τελευταίου πορίσματος των ποινικών ανακριτών.
Μετά και το δεύτερο «όχι» από τη Νομική Υπηρεσία που δόθηκε μέσω εξασέλιδης επιστολής την οποία υπογράφει ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης, δεν μένουν άλλα περιθώρια παρά να κινηθεί από μόνη της η οικογένεια, στη βάση πάντα του πορίσματος Παππά και Αθανασίου. Παρά τα όσα καταγράφονται στην επιστολή Αγγελίδη που ανατρέπουν τη βάση για άσκηση ποινικής δίωξης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, η οικογένεια είναι αποφασισμένη να φτάσει την υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης, η οποία θα κληθεί ν’ αποφανθεί κατά πόσον διαπράχθηκαν γι’ αυτήν την πολύκροτη υπόθεση ποινικά αδικήματα και από ποιους.
Η Νομική Υπηρεσία που εξέταζε αίτημα του δικηγόρου της οικογένειας Νίκου Κληρίδη για άσκηση ποινικών διώξεων από τον Γενικό Εισαγγελέα και τον χειρισμό της υπόθεσης από ιδιώτες δικηγόρους, όχι μόνο δεν συμφώνησε, αλλά μέσα από τα επιχειρήματα που δόθηκαν ως απάντηση, εξανέμισαν ακόμη και αυτά που καταγράφονταν ως ευρήματα στο πόρισμα.
Η οικογένεια του Θανάση με τη συμβουλή των δικηγόρων της, δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να κινηθεί από μόνη της σ’ έναν δρόμο που δεν θα είναι καθόλου εύκολος. Κι’ αυτό γιατί, ναι μεν ισχύει η θέση της Νομικής Υπηρεσίας όπως είχε διαβιβαστεί στον πρώην δικηγόρο της Κρις Τριανταφυλλίδη με επιστολή ημ. 14/6/2023, ότι αν προχωρήσει με ιδιωτικές ποινικές διώξεις δεν θα τις αναστείλει όπως έχει δικαίωμα ο Γενικός Εισαγγελέας, αλλά η δέσμευση αφορούσε μόνο για τον ιατροδικαστή και τους τέσσερις αξιωματικούς της Αστυνομίας. Τώρα στο κάδρο των ευθυνών έχουν μπει και δύο στρατιωτικοί, οπόταν ουδείς γνωρίζει αν στην περίπτωση που ασκηθεί ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον τους και αυτοί υποβάλουν αίτημα αναστολής της, ποια στάση θα τηρήσει ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος δεν είχε δεσμευτεί για τους δύο αξιωματικούς της ΕΦ.
Όπως μας αναφέρθηκε, η επιστολή με τα επιχειρήματα της Νομικής Υπηρεσίας για να μην ασκήσει διώξεις θα μελετηθεί επισταμένα από τους νομικούς της οικογένειας οι οποίοι σε συνεννόηση μαζί της θ’ αποφασίσουν τα επόμενα βήματα. Η απόφαση αν και ειλημμένη για άσκηση ιδιωτικών ποινικών, εντούτοις το περιεχόμενο της επιστολής θα εξεταστεί εις βάθος ώστε για κάθε επιχείρημα να υπάρχει και αντεπιχείρημα.
Σημειώνεται ότι στην επιστολή Αγγελίδη, τονίζεται με ιδιαίτερα εμφαντικό τρόπο ότι «δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία που να στοιχειοθετεί το αδίκημα της εσκεμμένης παραμέλησης καθήκοντος», από οποιονδήποτε. Μάλιστα η αναφορά στην αλλαγή της μαρτυρίας δύο βασικών προσώπων 20 χρόνια μετά, δεν αφήνει για τη Νομική Υπηρεσία περιθώριο αν αυτή φτάσει στο Δικαστήριο, να γίνει αποδεκτή. Οι δύο αυτοί βασικοί μάρτυρες που είχαν καταθέσει αρχικά πως είδαν έναν νεαρό να τρέχει στη γέφυρα έχουν αλλάξει την μαρτυρία τους. Όπως τονίζει ο κ. Αγγελίδης, εγείρονται σοβαρά ζητήματα αξιοπιστίας, ιδίως λόγω της ουσιώδους διαφοροποίησης των θέσεων τους σε σχέση με τις προηγούμενες καταθέσεις τους, η οποία επήλθε μετά την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος πέραν των 20 ετών αλλά και την αποδιδόμενη αιτιολόγηση για την διαφοροποίηση τους. Επί του θέματος αυτού, αναφέρει, πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού (σ.σ. από τους ποινικούς ανακριτές) για την αποδοχή των εκ διαμέτρου αντίθετων αναφορών τους αλλά ούτε διερεύνηση έλαβε χώρα από τους ποινικούς ανακριτές αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται προς αιτιολόγηση της μεταβολής της στάσης των μαρτύρων. Επίσης, ούτε καν ασχολήθηκαν με την ισχυριζόμενη από τους μάρτυρες παραποίηση των καταθέσεων από τους αστυνομικούς, γεγονός που εντείνει περαιτέρω τις αμφιβολίες ως προς την πληρότητα και αξιοπιστία της ποινικής διερεύνησης γι’ αυτό το κατά τα άλλα σοβαρό ζήτημα. Με τη θέση αυτή, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι δύσκολα θα γίνει αποδεκτή στο Δικαστήριο η αλλαγή αυτή 20 χρόνια μετά.
Το βάρος της απόδειξης στην παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος
Το πλέον ωστόσο βασικό επιχείρημα που θα πρέπει να ανατρέψουν οι δικηγόροι της οικογένειας, αφορά στο βάρος της απόδειξης του αδικήματος της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος. Σε όλους τους εμπλεκόμενους, επτά συνολικά, αποδίδεται αυτό το αδίκημα, πλην του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού, που του καταλογίζουν οι ποινικοί ανακριτές και άλλα αδικήματα. Όπως εξηγεί ο κ. Αγγελίδης, οι παραλείψεις που διαπιστώθηκαν από το ΕΔΑΔ τεκμηριώνουν αντικειμενικά ότι έγιναν λάθη κατά την αρχική διερεύνηση της υπόθεσης, τα οποία, όπως προκύπτει από το συλλεχθέν μαρτυρικό υλικό, οφείλονται σε λόγους, όπως, για παράδειγμα, στην υποτίμηση της σοβαρότητας της υπόθεσης, και όχι στην εσκεμμένη παραμέληση. «Το ζητούμενο εν προκειμένω, δεν είναι η αριθμητική παράθεση παραλείψεων διενέργειας πράξεων εκ μέρους των ανακριτών, στρατιωτικών και/ή του ιατροδικαστή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Εκείνο που πρέπει να στοιχειοθετηθεί είναι εάν οι παραλείψεις ήταν εσκεμμένες (wilful) και επί σκοπού (deliberate) για τη μη ενδεδειγμένη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Τίποτα από το μαρτυρικό υλικό δεν καταδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, ότι οι αστυνομικοί, στρατιωτικοί ή ο ιατροδικαστής ενήργησαν ή παρέλειψαν να ενεργήσουν με πρόθεση συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων», τονίζει ο Β.Γ. Εισαγγελέας.
Στην επιστολή δεν έμεινε εκτός συζήτησης και το πόρισμα Βαρωσιώτου. Η Νομική Υπηρεσία εκφράζει τη διαφωνία της ότι «για σκοπούς προώθησης ποινικής υπόθεσης δυνάμεθα να στηριχθούμε στο πόρισμα της θανατικής ανάκρισης της κ. Βαρωσιώτου». Ο κ. Αγγελίδης επικαλείται την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, ένα πόρισμα το οποίο πάσχει ως προς την νομιμότητα του, ακόμη και στην περίπτωση που τυπικά εξακολουθεί να ισχύει, στερείται αποδεικτικής αξίας και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί.
Την βγάζει καθαρή και ο Σταυριανός
Εκτενή αναφορά γίνεται στην επιστολή Αγγελίδη και στον ιατροδικαστή Πανίκο Σταυριανό. Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας περί γνώσης του ιατροδικαστή για ύπαρξη δολοφονίας ως επίσης και πρόθεσης του ιατροδικαστή για συγκάλυψη δραστών με σκοπό να παράσχει σ’ αυτούς τη δυνατότητα να διαφύγουν της τιμωρίας, ούτως ώστε να καταστεί συνεργός, κάτι που παραδέχονται οι δύο τελευταίοι ποινικοί ανακριτές Παππάς – Αθανασίου στο πόρισμά τους.
Με αυτή την κατάληξη, προσθέτει ο κ. Αγγελίδης, θεωρούμε ότι επιβεβαιώνεται η αιτιολόγηση της απόφασης μας και για τα λοιπά αδικήματα που γίνεται αναφορά ότι ενδεχόμενα να διέπραξε ο κ. Σταυριανός. Αυτή η αναφορά στο πόρισμα των κ.κ. Παπά και Αθανασίου, λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία εφόσον τα αποδιδόμενα στον κ. Σταυριανό αδικήματα, στηρίζονται αποκλειστικά στη παραδοχή ότι η αιτία θανάτου οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια και κατά συνέπεια, η εισήγησή περί τέλεσης αδικημάτων ψευδορκίας, έκδοσης πλαστού πιστοποιητικού και άλλων συναφών αδικημάτων, προκύπτει, έχοντας ως δεδομένο και μη αμφισβητούμενο γεγονός, αφενός την ύπαρξη εγκληματικής πράξης και, αφετέρου, ότι ο ιατροδικαστής είχε γνώση περί αυτής. «Ως εκ τούτου, διερωτόμαστε πώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σύνολο του μαρτυρικού υλικού αποκαλύπτει σοβαρό ενδεχόμενο διάπραξης, μεταξύ άλλων, των αδικημάτων (2), (4), (5) στη σελίδα 140 του πορίσματος τους αφού και οι ίδιοι αναφέρουν ότι δεν υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης και/ή γνώσης ως συνεργός».