Με μια σημαντική απόφασή του, το Εφετείο ξεκαθάρισε πως η αθώωση ενός καταδικασθέντα χωρίς να αποδειχθεί ευθύνη του κράτους για τη φυλάκισή του, δεν δημιουργεί επιπρόσθετη ανάγκη για αποζημιώσεις.

Όπως αποφάνθηκε ομόφωνα το Εφετείο με τριμελή σύνθεση, «η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντα έγινε βάσει καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο και, μέχρι την ανατροπή της, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη». Το Ανώτατο εξέταζε έφεση του πρώην Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ανδρέα Νικολάου στον οποίο είχε επιρριφθεί ευθύνη για την τραγωδία στο Μαρί και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση μαζί με άλλους δύο αξιωματικούς της Υπηρεσίας.

Το 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από προσφυγή του κ. Νικολάου, ανέτρεψε την καταδίκη του και τον αθώωσε πλήρως. Ωστόσο, η αποζημίωση που του επιδικάστηκε βάσει του ειδικού Νόμου 144(Ι)/2001, περιορίστηκε σε απώλεια εισοδήματος και δεν περιλάμβανε ηθική βλάβη ή άλλες αξιώσεις. Συγκεκριμένα του επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους €96.737,59 που ισοδυναμούσε με απώλεια μισθών και ωφελήματα που δεν έλαβε όσο ήταν κρατούμενος, προσαυξημένα κατά 25%, όπως ορίζει η Νομοθεσία.

Την ημέρα που αθωώθηκε κατ’ έφεση στις 19 Δεκεμβρίου 2014, επέστρεψε και στα καθήκοντά του λαμβάνοντας τους μισθούς και τα ωφελήματα που δικαιούνταν από εκεί και πέρα. Οτιδήποτε άλλο, όπως ψυχικός πόνος, πλήγμα στην υπόληψη του, έξοδα παλαιότερων δικαστικών διαδικασιών, ιατρικά έξοδα, απορρίφθηκαν, επειδή δεν τεκμηριώθηκε παράνομη πράξη του Κράτους που να τα θεμελιώνει.

Ο ίδιος προσέφυγε στο Εφετείο προσβάλλοντας την απόφαση αυτή, διεκδικώντας περαιτέρω αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, επαγγελματική απαξίωση και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιπλέον, έθεσε θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(2) του σχετικού νόμου του 114(1)/2001, το οποίο θέτει ανώτατο όριο στις αποζημιώσεις.

Το Εφετείο έκρινε ότι η κράτηση του Ανδρέα Νικολάου ήταν νόμιμη μέχρι την ανατροπή της καταδίκης του και ότι η αθώωσή του δεν συνεπάγεται αυτομάτως παραβίαση δικαιωμάτων ή παράνομη στέρηση ελευθερίας. Επιπλέον, έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε καμία κακόβουλη ή αυθαίρετη μεταχείριση από το κράτος. Οι επιπλέον αποζημιώσεις που ζητούσε, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, δεν μπορούσαν να επιδικαστούν, καθώς δεν προέκυψε σχετική ευθύνη του κράτους.

Μάλιστα οι τρεις δικαστές Δ. Κιτσίος, Μ. Αμπίζας και Μ. Τουμαζή δεν έκριναν αναγκαίο, να εξετάσουν τη αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 5(2) όπως ζητούσε ο εφεσίοντας, καθώς η επίδικη αποζημίωση επιδικάστηκε εντός του πλαισίου που ορίζει ο νόμος.

«Η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντα έγινε βάσει καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο και, μέχρι την ανατροπή της, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη», αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, η οποία αφήνει σαφές περιθώριο για τη λειτουργία του Νόμου 144(Ι)/2001 εντός συνταγματικών ορίων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το νομικό πλαίσιο παραμένει επαρκές και η ατομική δικαιοσύνη δεν απαιτεί αποζημιώσεις πέραν αυτών που προβλέπει ρητά ο νόμος.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αν κάποιος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση και αργότερα αθωώθηκε στην έφεση ή η ποινή του μετατράπηκε σε μη στερητική της ελευθερίας, δικαιούται οικονομική αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη επειδή έχασε τη δουλειά και το εισόδημά του, όσο ήταν στο κελί. Το ποσό της αποζημίωσης έχει όριο, καθώς καθορίζεται από την πραγματική απώλεια εισοδήματος, αυξημένη κατά 25%. Για τις περιπτώσεις όπου κρίνεται παράνομη η κράτηση ή κακόβουλη δίωξη, απαιτείται ξεχωριστή διαδικασία και απόδειξη συγκεκριμένης παράνομης πράξης του Κράτους η οποία προκάλεσε συγκεκριμένη και μετρήσιμη ζημιά.

Με την απόφαση τους οι δικαστές επιδίκασαν €4.000 δικαστικά έξοδα εναντίον του κ. Νικολάου και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας.