Τι κοινό μπορεί να έχουν ο Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου Σερ Τζον Χάρντινγκ, ο στρατιωτικός διοικητής Λευκωσίας Κλέμενς, ο Τούρκος συνταγματολόγος και πρώην πρωθυπουργός Νιχάτ Ερίμ και ο Έλληνας συνταγματολόγος Θεμιστοκλής Τσάτσος; Οι σύμβουλοι στις συνομιλίες για το Κυπριακό, Μιχαήλ Δεκλερής και Ορχάν Aλτικαστί, ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο Ραούφ Ντενκτάς, οι πρόεδροι Γλαύκος Κληρίδης, Τάσσος Παπαδόπουλος και Γιώργος Βασιλείου; Πρώην υπουργοί, δικαστικοί και δικηγόροι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, επιφανείς τραπεζικοί και επιχειρηματίες όπως οι Κίκης Λαζαρίδης, Νίκος και Ντίνος Σιακόλας και Ανδρέας Παπαέλληνας; Κι ακόμη ο Πολ Νιούμαν, ο Μίμης Δομάζος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, άλλοι δημοφιλείς ηθοποιοί, τραγουδιστές και καλλιτέχνες, celebrities, με άλλα λόγια, μιας άλλης εποχής;

Η απάντηση είναι ότι εμπιστεύθηκαν την περιποίηση της κόμης τους στα μαγικά χέρια τού ταλαντούχου κουρέα τού ιστορικού Λήδρα Πάλας και του International, Ανδρέα Κουννή. Ογδονταεπτάρης σήμερα ο αγαπητός Ανδρέας, μπορεί να έχει λίγα κινητικά προβλήματα, το μνημονικό του, όμως, είναι ξυράφι! Και ως καλός, παραδοσιακός μπαρμπέρης, είναι το φτιν της γης, κανονικό Ρέουτερ. Όλα τα ξέρει, όλα τα παρακολουθεί, όλα τα θυμάται. Και τα αφηγείται με άνεση, γλυκειά νοσταλγία, απεριόριστη εκτίμηση και σεβασμό για τους ανθρώπους που γνώρισε. Όλα πολύτιμες ψηφίδες μιας συναρπαστικής ζωής που γεύτηκε, χάρη στο πηγαίο ταλέντο του, τη μαστοριά του χεριού του και τη συγκυρία, που οδήγησε τον βηματισμό της ζωής του σε επάλληλη πορεία με προσωπικότητες που άφησαν ιστορικό αποτύπωμα. Κι ας το είχε παράπονο που δεν φοίτησε στο English School, όπου πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αρχές της δεκαετίας του 1950, επειδή ο αναπάντεχος χαμός του αδελφού του σήμανε για τον νεαρό Ανδρέα αλλαγή πορείας. Το ήθελε πολύ η αλήθεια είναι να σπουδάσει, δεν μετάνοιωσε, όμως, γιατί και σπουδαία επαγγελματική πορεία είχε και πολύ καλό εισόδημα να ζήσει άνετα την οικογένειά του και να προσφέρει στα παιδιά του ευκαιρία για ανώτερη μόρφωση και επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία. Λυπάται μόνο που στα γεγονότα του 1974, χάθηκε από το Λήδρα Πάλας το «Visitor’s Book» με τα σχόλια και τις υπογραφές των διασημοτήτων που τον εμπιστεύθηκαν.   

Από τη Βώνη στην Κυθρέα και στο Λήδρα Πάλας

Τον συνάντησα στο σπίτι του στον προσφυγικό συνοικισμό Αγίου Ελευθερίου, στα Λατσιά. Με καλωσόρισε με το μόνιμο, γλυκό του χαμόγελο. Και με βαζανάτα σύκα. Καθίσαμε σαν δυο καλοί φίλοι και τα είπαμε για πολλή ώρα. Τον άκουγα, κατέγραφα και απολάμβανα κάθε του λέξη. Η αφήγησή του ρέει σαν ήρεμο ποταμάκι:

«Γεννήθηκα στη Βώνη. Με τον γάμο μου μετακόμισα στη γειτονική Κυθρέα. Ήμουν καλός μαθητής και ήθελα να σπουδάσω, αλλά ο πρόωρος χαμός τού αδελφού μου άλλαξε τα σχέδια. Μετά το Δημοτικό, έπιασα δουλειά κουρέας στη Λευκωσία, στον μάστρο του αδελφού μου που πνίγηκε. Δίπλα μας είχε μία λέσχη, έρχουνταν πολλοί για να ξυριστούν. Ήμουν καλός στην τέχνη μου, στη δουλειά μου.

Κάποιος Αλκιβιάδης που έρχετουν στο μαγαζί, μού είπε, θα σε πάρω στον γαμπρό μου, στο Λήδρα Πάλας. Ήταν το καλύτερο ξενοδοχείο της Κύπρου. Όλοι οι διάσημοι της εποχής, ξένοι δημοσιογράφοι και Εγγλέζοι στρατιωτικοί εκεί έμεναν. Ήμουν δεκαεπτά χρονών, είχεν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Ο μάστρος μου, ο Ανδρέας Περατίτης, με συμπάθησε αμέσως. Ήμασταν τέσσερεις κουρείς, σε μεγάλο χώρο, στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Εδούλεψα εκεί μέχρι το 1974 που έκλεισε το Λήδρα Πάλας. Ήταν πελάτες μου όλοι οι Εγγλέζοι με ανώτερες θέσεις. Κούρευα πολλούς Τούρκους, μέχρι τζαι τον Ντενκτάς, που ήταν βοηθός εισαγγελέας. Τον Μουνίρ Μπέη που ήταν στο συνταγματικό μαζί με τον Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη. Τον Αλή Ντανά, γιο του Μουφτή, τον ντόκτορα Ζιγιάτ, πολλούς».

Στο κυβερνείο με τον Χάρντινγκ

Ο στρατιωτικός διοικητής Λευκωσίας Κλέμενς, πελάτης του Ανδρέα, ήταν ο άνθρωπος που τον οδήγησε στο κυβερνείο, για να κουρέψει τον Χάρντινγκ. Καθώς ο αγώνας της ΕΟΚΑ φούντωνε και οι απόπειρες κατά της ζωής του κυβερνήτη εκδηλώθηκαν με διάφορες μορφές, τα μέτρα έγιναν πολύ αυστηρά. Τον μετέφερναν με στρατιωτικό λαντρόβερ, ερευνούσαν το βαλιτσάκι με τα ψαλίδια και τα άλλα σύνεργα, ενώ την ώρα που κούρευε τον Χάρντινγκ οπλισμένος στρατιώτης επέβλεπε τη διαδικασία. Δικαιολογημένη η απορία και φυσιολογική η επόμενη στιχομυθία μας:

-Καλά, αγαπητέ Ανδρέα, ερχόσουν σε επαφή με τον κυβερνήτη, με πολλούς Εγγλέζους, δεν σε πλησίασε η ΕΟΚΑ να γίνεις μέλος;

-Μα ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ. Δώσαμε τον όρκο μαζί με τον συνάδελφό μου Γιαννάκη Χριστοφόρου στον Παπάσταυρο. Τες νύκτες κάμναμε σκοπιά στην περιοχή της Αρχιεπισκοπής και του Παγκυπρίου Γυμνασίου, προσέχοντας τες γειτονιές από τους Τούρκους. Πήρα μέρος και στη μάχη της Σεβερείου μαζί με τους μαθητές, ρίχνοντας πέτρες στους Εγγλέζους

-Ήξεραν ότι στο ξενοδοχείο έρχονταν πολλοί Άγγλοι, δεν σας ζήτησαν να τους κατασκοπεύετε, να κάμετε κάτι πιο σοβαρό;

-Ναι. Η ΕΟΚΑ μάς έδωσε εντολή να εκτελέσουμε κάποιους αξιωματικούς, μέχρι τον Κλέμενς, και να φύγουμε στα βουνά. Τελικά μάς είπαν να μεν κάμουμε τίποτε, διότι φοβήθηκαν να μεν ανατινάξουν το ξενοδοχείο, όπως έγινε με την Ανόρθωση στο Βαρώσι.

Κληρίδης ο πιο παλιός πελάτης

Από τους γνωστούς Κύπριους πελάτες του αναφέρει πρώτον τον Γλαύκο Κληρίδη, από τη δεκαετία του 1950 στο Λήδρα Πάλας. Τον κούρευε και τον ξύριζε και στα χρόνια της προεδρίας του. Τον σκιαγραφεί όπως τον γνωρίσαμε κι εμείς, πάντα απλό, φιλικό, ανθρώπινο, με τα αστεία του. «Του έφερνα και ελαιόπιτες από την Κυθρέα, ήταν ένας λεβέντης», λέει. Μου αφηγήθηκε και το εξής: Όταν αποφάσισε το 1959 να ψηφίσει τον Μακάριο για την προεδρία αντί τον πατέρα του και τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι γιατί, τους απάντησε «υπεράνω όλων εστί η Πατρίς». Του απάντησε, όμως, ο αδελφός του Ξάνθος, που ήταν διαφορετικός, «Καλά, αυτοί που σου το είπαν, δεν σε δίδαξαν και την εντολή, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου;».

Από το 1964 πελάτης του ήταν και ο μετέπειτα πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου, τον οποίο περιποιόταν μέχρι πρόσφατα. Αναφέρει επίσης τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και τον Τάσο Παπαδόπουλο. Με μία δόση δικαιολογημένης αυταρέσκειας, ο Ανδρέας Κουννής αναφέρει ότι επί προεδρίας Σπύρου Κυπριανού, από τους έντεκα υπουργούς, οι οκτώ ήταν πελάτες του! Μέχρι πατριάρχη κούρεψα, συμπληρώνει, όταν ήλθαν οι αρχιερείς στην Κύπρο για τη μείζονα και υπερτελή σύνοδο, που καθαίρεσε τους μητροπολίτες Γεννάδιο, Κυπριανό και Άνθιμο.

Γιατί σε προτιμούσαν όλοι αυτοί, τον ρωτώ. Διότι ήμουν καλός τεχνίτης, η απάντησή του, και προσθέτει ότι ο πολυτάξιδος Ντίνος Σιακόλας τού έλεγε ότι, όταν πήγαινε στο εξωτερικό να τον κτενίσουν, σχολίαζαν: «Είναι σπουδαίος ο κουρέας σου».

Μνήμες, ιστορίες και ένα μήνυμα ενότητας

Κλείσαμε τη συνομιλία μας σε διαφορετική νότα. Αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον διάσημο, πολυβραβευμένο ηθοποιό Πολ Νιούμαν, ο οποίος βρέθηκε στην Κύπρο και έμενε στο Λήδρα Πάλας, για την ταινία «Έξοδος» που πραγματεύεται τη φυγάδευση Εβραίων από καταυλισμούς που είχαν στηθεί στην Κύπρο προς την Παλαιστίνη. Εβραϊκή καταγωγή από τον πατέρα του είχε και ο Νιούμαν. Ήταν καταδεκτικός και ευγενικός όταν ερχόταν στο κουρείο, θυμάται ο Ανδρέας.

Το ιστορικό ξενοδοχείο της Λευκωσίας με την εμβληματική αρχιτεκτονική, στη διάρκεια της λειτουργίας του (1949-1974) φιλοξένησε πολλές διασημότητες, όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο Σοβιετικός κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν και η Αμερικανίδα ηθοποιός Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Αλλά και πολλούς πολιτικούς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Ο Ανδρέας Κουννής περιποιήθηκε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ενώ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία επισκεπτόταν το πλαϊνό γυναικείο κομμωτήριο του ξενοδοχείου, υπήρξε και ένα μικροεπεισόδιο, καθώς…ξέχασε να επιστρέψει τα μπικουτί του κομμωτηρίου και ο μάστρος τού Ανδρέα δεν της χαρίστηκε. Απαίτησε να του επιστραφούν, αφού προηγήθηκε και σχετική…λογομαχία. Και το Αλικάκι εγκατέλειψε δυσαρεστημένη την Κύπρο.

Ανεξάντλητη η αφήγηση του Ανδρέα Κουννή, του κουρέα διασημοτήτων. Ζωντανεύει ψήγματα ιστορίας από το φημισμένο Λήδρα Πάλας. Ήρθαμε και στο σήμερα. Σκοτείνιασε το πρόσωπό του, έφυγε το χαμόγελο. Μίλησε για λάθη, στάθηκε στη διχόνοια και τις συγκρούσεις μεταξύ μας. Είπε, «άκου φίλε Παύλο, αν δεν ήταν ο κυπριακός λαός μονιασμένος, να υποστηρίξει τους αγωνιστές, δεν θα στεκόταν η οργάνωση. Εν ο λαός που το πέτυχε. Μετά οι αγωνιστές διχάστηκαν. Τζαι τωρά, αν δεν μονιάσουμε, δεν έχουμε ελπίδα». Τι να του πω; Τον ευχαρίστησα από καρδιάς και τον αποχαιρέτησα. 

*Δημοσιογράφος

pcpavlou@gmail.com