Ο Α. Χατζηαντώνης θυμάται δύο περιστατικά που συνέβησαν στην πόλη που γεννήθηκε, την Κερύνεια. 

Θυμάμαι, παρόλο που έχουν περάσει 48 ολόκληρα χρόνια από τότε, όταν αποφοιτούσαμε από την Στ’ τάξη του δημοτικού σχολείου, εκτός από τον τελικό βαθμό, ο διευθυντής δίπλα συνήθιζε να γράφει και ένα γενικό σχόλιο για τον μαθητή.
Ιούνιος, 1970. Τζερύνεια. Ακόμη ελληνική. Πριν τη μολύνουν τα βρομερά πόδια των βαρβάρων εξ Ανατολίας, οι κουβαλητοί! Θυμάμαι ακόμη, σχεδόν, τα πάντα. Αυτό θα ξέχναγα; Τελικό απολυτήριο. Α. Χατζηαντώνης, βαθμός: 9. Και από κάτω το σύντομο -πάντα 3-5 λέξεις- σχόλιο του μακαριστού, αείμνηστου δασκάλου μου, Ανδρέα Θεοδώρου: Φαίνεται ευσυνείδητος. Υπόσχεται αρκετά.
Σε έναν άλλο συμμαθητή μου, που μου είχε δείξει τον έλεγχό του, γεμάτος περηφάνια (θυμάσαι, Γρηγόρη;), έγραφε: 10. Είναι ευσυνείδητος, υπόσχεται πολλά! Αυτή η διαπίστωση με είχε πληγώσει λίγο, αλλά ίσως και να μου έκανε καλό στην υπόλοιπη ζωή μου.
Δεν είναι ωραίο να περιαυτολογείς, αλλά ναι, υπήρξα πολύ ευσυνείδητος στη ζωή μου. Δυστυχώς, σε τίποτε δεν με ωφέλησε αυτό, σε γενικές γραμμές.
Χα! Τι θυμήθηκα τώρα. Πρέπει να ήμουνα 7 – 8 ετών και η αδελφή μου η Χρύσω στα 16. Ένα βράδυ, ήμασταν έτοιμοι να πάμε για ύπνο, θα ήταν περί τις 10.00μ.μ. Τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση, το διαδίκτυο κ.λπ. Είχε πάει να πλυθεί και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει. Και τι σκαρφίστηκα, νομίζετε; Πήγα, πήρα πεντέξι πινέζες (pins) και τις έβαλα μεταξύ κάτω και πάνω σεντονιού. «Πλάκα, θα ’χει τώρα… Θα τρυπηθεί και θα βάλει τα κλάματα», είπα από μέσα μου. Μου φαινόταν πολύ αστείο, να βλέπω τα κορίτσια να κλαίνε. Ε, βέβαια, εγώ ίσως έκλαιγα πολύ περισσότερο απ’ αυτές, ειδικά στις χειμωνιάτικες νύχτες με αστραπές και κεραυνούς, αλλά τέλος πάντων. Κάνοντας τον αδιάφορο λοιπόν, την περίμενα (το δικό μου κρεβάτι ήταν ακριβώς δίπλα, αφού η Άντρη, η μεγάλη μας αδελφούλα, έλειπε για σπουδές Αγγλικής Φιλολογίας, στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και είχα καταλάβει το κρεβάτι της), για να απολαύσω το θέαμα!
Ε, δεν θα το πιστέψετε, φίλοι μου! Δεν πέρασε πολλή ώρα και άρχισα να νιώθω φοβερούς πόνους στο στομάχι. Ένα απίστευτο πράγμα! Τα χρειάστηκα! «Αμάν, με τιμωρεί ο Θεός. Έκανα μια κακή πράξη», λέγω από μέσα μου. Ευτυχώς, καθυστέρησε λίγο να έρθει στο υπνοδωμάτιο η Χρύσω, μίλαγε στην κουζίνα με τη μητέρα μας, νομίζω, και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να επανορθώσω! Τρέχω αμέσως και μαζεύω όλα τα pins, τις πινέζες, που ήσαν κρυμμένες στα σκεπάσματα, στο κρεβάτι της αδελφής μου. Ε, δεν θα το πιστέψετε! Δεν πέρασαν 1-2 λεπτά, και το σφίξιμο, ο πόνος στο στομάχι, ήταν σιοινίν τζαι εκόπηκεν, για να το πω στα κυπριακά. Μου πέρασε ευθύς, μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν εισέλθει στο δωμάτιο η Χρύσω! Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα μακαρίως, που λένε. I slept, like a baby. Με μια απίστευτη ηρεμία, αφού έφυγαν οι τύψεις από τη συνείδησή μου.