Τότε που είμαστε παιδιά δεν είχαμε παιγνίδια… πού να βρεθούν τα παιχνίδια; Υπήρχαν μερικά, όπως μπάλες, τρενάκια, αυτοκινητάκια, αεροπλανάκια, αλλά ποιος μπορούσε να τα αγοράσει, ήταν πανάκριβα και μόνο στις βιτρίνες των καταστημάτων τα βλέπαμε. Τα παιχνίδια που παίζαμε τα κατασκευάζαμε μόνοι μας. Μια μικρή μπάλα που παίζαμε ήταν κατασκευασμένη από λωρίδες εσωτερικού λάστιχου ποδηλάτου που ήταν το μεταφορικό μέσο των μεγάλων, και κάποτε το πιάναμε κρυφά και ποδηλατούσαμε από τα πατίδια γιατί δεν φτάναμε να κάτσουμε στη σέλα. Αυτή η μπάλα ήταν η καλή μας όταν παίζαμε κανονικό ματς με άλλη γειτονιά. Η πρόχειρη για προπόνηση ήταν καμωμένη από μια παλιά κάλτσα γεμάτη ρουχαλάκια. Για πόρτες δύο μεγάλες πέτρες και πάντα μαλώναμε και αμφισβητούσαμε αν ήταν τέρμα…
Τα πιο εύκολα παιχνίδια ήταν τα χάρτινα, που τα κατασκευάζαμε με παλιές εφημερίδες, γιατί τότε δεν υπήρχαν άλλα χαρτιά. Κάναμε χάρτινα καραβάκια, τα ρίχναμε στη δεξαμενή ή τη θάλασσα που ήταν κοντά στο σπίτι μας κι αρμενίζαμε για ξένες χώρες, που δεν ξέραμε ούτε το όνομά τους και τους βγάζαμε δικό μας όνομα…
Κόβαμε χάρτινα χελιδόνια, με σπαθωτά φτερά και ψαλιδωτή ουρά και τα κρεμούσαμε στην ανθισμένη αμυγδαλιά, για να φέρουν γρήγορα την άνοιξη και να φύγει ο χειμώνας με τις βροχές και τα κρύα που δεν τον αγαπούσαμε…
Κάναμε χάρτινα περιστέρια και τα κρεμούσαμε στην ελιά για να φέρουν την ειρήνη, στα δύσκολα εκείνα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, που τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, ή πέθαναν από τα βασανιστήρια, την πείνα, τις αρρώστιες. Φτιάχναμε χάρτινους ήλιους και τους κρεμούσαμε σ’ έναν ψηλό στύλο για να μας φέγγουν και να αργήσει να νυχτώσει…
Τα όπλα μας ήταν ξύλινα σπαθιά και ντουφέκια που τα κατασκευάζαμε από παλιές σανίδες που τις πελεκούσαμε με το μαχαίρι, στο κεφάλι φορούσαμε χάρτινο καπέλο για κράνος.
Το πιο συναρπαστικό παιχνίδι ήταν ο χαρταετός, που τον κατασκευάζαμε με λεπτά καλάμια, εφημερίδα και κόλλα από αλεύρι. Το μυστικό της κατασκευής ήταν τα ζύγια και η ουρά. Κάναμε διαγωνισμό ποιανού θα πάει ψηλότερα… κάποτε ο χαρταετός χανόταν στα σύννεφα, ή ήταν ένα μικρό σημαδάκι στον γαλάζιο ουρανό… κι όταν πήγαινε να βρέξει τον κατεβάζαμε γρήγορα-γρήγορα για να μη βραχεί. Πόσες φορές κοβόταν ο σπάγκος που ήταν από μαλλί, και χανόταν ο χαρταετός, ή κοβόταν η ουρά του κι ύστερα από πολλές τούμπες τσακιζόταν μακριά. Τότε μας έπιανε η απογοήτευση, μα δεν τα βάζαμε κάτω, ξανά από την αρχή…
Τώρα τα παιδιά έχουν του κόσμου τα παιχνίδια, αλλά δεν παίζουν πια… δεν τα χαίρονται… όταν σχολάσουν αρχίζουν τα φροντιστήρια, ακόμα και πριν να μάθουν να διαβάζουν, και πολλές φορές είναι αχρείαστα. Όταν τελειώσουν είναι πια βράδυ, κουρασμένα νυσταγμένα, εξουθενωμένα θα διαβάσουν τα μαθήματα του σχολείου για την άλλη μέρα κι αν μείνει λίγος χρόνος, απομονώνονται παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, καμιά επικοινωνία με τους γονείς, αυτά είναι τα αποτελέσματα της εξέλιξης της τεχνολογίας. Πολλοί γονείς νομίζουν πως με αυτό βρίσκουν την ησυχία τους, είναι μεγάλο λάθος όμως, όταν δεν υπάρχει επικοινωνία στην οικογένεια. Έτσι περνά ο καιρός, τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς να νιώσουν τη χαρά της παιδικής ηλικίας. Και μια μέρα θα δουν τα παιδιά τους μεγάλα πια, χωρίς να τα έχουν χαρεί όταν ήταν στην παιδική τους ηλικία, αλλά όταν το καταλάβουν θα είναι πολύ αργά.
Τα παιδικά χρόνια δεν γυρίζουν πίσω…