Μια ενδιαφέρουσα… πραγματική ιστορία από τον Αντώνη Χατζηαντώνη.

Σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι στο δάσος, ζούσε η Κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της. Ήταν ένα απομονωμένο σπίτι και οι μόνοι γείτονες ήταν κάποια φτωχή ξαδέλφη της κοπελίτσας, που τη στήριζε οικονομικά, κάποιοι φιλάνθρωποι που ζούσαν στο διπλανό χωριό και λίγο πιο έξω  έμενε ένας ξυλοκόπος.
Κάπου εκεί κοντά, βρισκόταν και το σπίτι ενός μεγάλου και κακού λύκου. Όλα ήταν ήρεμα και ειρηνικά, μέχρι που μια μέρα ο λύκος χτύπησε την εξώθυρα και ζήτησε να μιλήσει με την Κοκκινοσκουφίτσα. Εκείνη, αθώα όπως ήταν, του άνοιξε και πήγαν στο μικρό σαλόνι. 
«Θα έρθω κατ’ ευθείαν στο θέμα», είπε ο λύκος. «Όπως, ξέρεις, εγώ συμπαθώ τη γιαγιά σου. Είναι γριά και ανήμπορη… Αλλά εσύ δεν της φέρεσαι καλά… Γνωρίζω ότι την παραμελείς και κάποιες μέρες ούτε καν την ταΐζεις. Έτσι, αποφάσισα να καταλάβω το πίσω δωμάτιο του σπιτιού σας για να τη φροντίζω εγώ, έτσι ψυχοπονιάρης και ευαίσθητος που είμαι. Θα εγγυηθώ την ασφάλειά της».
Η μικρούλα δοκίμασε να αντιδράσει, να μιλήσει, αλλά ήταν αργά. Φώναξε με όση δύναμη είχε: «Βοήθεια, ξαδέλφη… Κινδυνεύω απ’ τον κακό λύκο..!». Εκείνη όμως δεν ανταποκρίθηκε. Είχε τα δικά της προβλήματα. Ο λύκος, λοιπόν, κλείδωσε το κοριτσάκι σε ένα δωμάτιο και την άφηνε να βγαίνει  λίγες ώρες κάθε μέρα, για να μαζεύει φρούτα από τα δέντρα του πυκνού δάσους.
Στην αυλή, η γιαγιά είχε και ένα μικρό κοτέτσι, με μερικές κότες, για να έχουνε και κανένα αβγό να τρώνε με την εγγονή της. Εδώ και καιρό, το καλόβλεπε ο λύκος. Λέγει, λοιπόν, στην Κοκκινοσκουφίτσα: «Εσείς, μπορείτε να τρέφεστε με μούρα, φράουλες και χόρτα του δάσους. Αφού είμαστε συγκάτοικοι τώρα, δικαιούμαι τις μισές κότες. Θα παίρνω και όσα αβγά θέλω, για να φτιάχνω και καμιά σούπα αβγολέμονο, που μου αρέσει πολύ. Φυσικά, όποτε γουστάρω, θα τρώγω και κανένα κοτόπουλο».
Τι να πει η καημένη η κορούλα; Ήταν αδύναμη, χωρίς καμιά υποστήριξη από οποιονδήποτε. Όμως, θύμωσε με την απίστευτη θρασύτητα του λύκου και του είπε: «Θα σε καταγγείλω, στον κοινοτάρχη και στον αστυνόμο του χωριού. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να κρατάς το μισό μας σπίτι, ούτε και θα σου επιτρέψω να τρως τις κότες μας».
Ο λύκος γέλασε δυνατά! «Χα, χααα! Ας γελάσω! Αυτή η περιοχή, μαζί με το σπιτάκι και το κοτέτσι σου, αποτελεί τη δική μου πράσινη πατρίδα! Ανήκε στους γερόλυκους προγόνους μου και σκοπεύω να την επανακτήσω. Να την πάρω πίσω. Εσύ και η γριά είστε παρείσακτες εδώ πέρα και σύντομα θα σας εκδιώξω».
Ένα απόγευμα, η Κοκκινοσκουφίτσα διέλαθε της προσοχής του «δεσμοφύλακά» της και κάνοντας τάχα πως ήθελε να μαζέψει μήλα, από ένα περιβόλι στις παρυφές του χωριού, για να φτιάξει μηλόπιτα για τη γιαγιά της, πήγε και βρήκε τον αστυνόμο και τον κοινοτάρχη. «Ο κακός λύκος εισέβαλε και μου κρατά το μισό μου σπιτάκι. Και διεκδικεί και τις μισές από τις κοτούλες μας. Σας παρακαλώ, κάντε κάτι, βοηθήστε με». Προσθέτοντας: «Αν με βοηθήσετε να διώξω τον λύκο, σας υπόσχομαι να σας φέρνω αβγά, αλλά και καμιά κότα, ως αντάλλαγμα για τη στήριξή σας».
Ο κοινοτάρχης άναψε το τσιμπούκι του, ήπιε μια γουλιά από το κονιάκ του και απάντησε: «Καλά, θα δούμε. Αφού διεκδικεί το μισό σπίτι, νομίζω πρέπει πρώτα να επιλύσετε μαζί του τη νομική αυτή διαφορά και θα δούμε τι θα πράξουμε μετά. Αλλά προέχει αρχικά να προχωρήσεις σε μια ειρηνική επαναπροσέγγιση με τον γείτονά σου. Να αρχίσεις να τον βλέπεις σαν… αδελφό σου! Αυτό θα συμβάλει θετικά στην επίλυση των διαφορών σας».
Η καημένη η Κοκκινοσκουφίτσα έφυγε σχεδόν κλαίγοντας από το αρχοντικό του γέρου-κοινοτάρχη. Ήξερε ότι κανένας δεν επρόκειτο να τη βοηθήσει.
Και το τέλος της ιστορίας μας ποιο ήταν, νομίζετε; Πραγματικά τραγικό. Ο αστυνόμος και ο κοινοτάρχης δεν έπραξαν τίποτε, διότι τα βρήκανε με τον λύκο, αναπτύσσοντας μάλιστα και φιλικές σχέσεις μαζί του. Τον κάλεσαν και στην οικία τους και τον δέχθηκαν ως συνεταίρο και στις δουλειές τους. Έτσι, μια μέρα, ο κακός λύκος, χωρίς κανείς να μπορεί να τον εμποδίσει, βρήκε μια αφορμή, όρμησε και κατασπάραξε και τη μικρούλα, αλλά και τη γερόντισσα γιαγιά της!