Ο Α. Χατζηαντώνης, παραθέτει την άποψη του για τα τραγικά γεγονότα του ’74.

Αν επιχειρήσει ο κάθε ένας εξ ημών, ένα προσωπικό Who is who, σε σχέση με την πολιτική του τοποθέτηση και τα πιστεύω του, νομίζω θα διαπιστώσει πολλές μετεξελίξεις. 

Εγώ, κατάγομαι από οικογένεια κεντροδεξιών μακαριακών. 

Ο μ. πατέρας μου, λοχαγός ιατρός στην Εθνική Φρουρά, από το 1966 ίσαμε το 1982, υπηρέτησε επάξια τα στρατευμένα παιδιά της Κύπρου μας, με απίστευτη αγάπη και ευαισθησία. 

Εδώ, θα ήταν παράλειψη να σημειώσω ότι από το ’69 – ’70 και μετά, όταν άρχισε η διάβρωση από χουντικούς Ελλαδίτες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι καθημερινά, βρίσκεται εντός μίας σφηκοφωλιάς… 

Και όταν το βράδυ στο τραπέζι, συζητούσαμε, μας έλεγε: «Αυτοί δεν μιλάνε στους φαντάρους για τον Τούρκο. Καθημερινώς αναλίσκονται σε μια αντι-μακαριακή, αντι-κομμουνιστική προπαγάνδα!»

Και φτάνουμε στην κορύφωση του δράματος. Ένα περιστατικό, θυμάμαι, που συνέβη το βράδυ της 15ης Ιουλίου του ’74. Ήταν το βράδυ που τα άρματα Τ-34, της χουντοκρατούμενης Εθνικής Φρουράς, έβαλλαν κατά της Μητρόπολης Κερύνειας, όπου ήταν ο Μητροπολίτης Γρηγόριος. 

Είχε ήδη, από το πρωί, αρχίσει ο εμφύλιος. Κατ’ αρχάς, να αναφέρω, ότι είχε δοθεί εντολή να παραδώσουν άπαντες τα κυνηγετικά τους όπλα, στον αστυνομικό σταθμό της πόλης μας. 

Ο πατέρας, φιλήσυχος οικογενειάρχης, είχε τρία κυνηγετικά όπλα, τα οποία και παρέδωσε. Έκτοτε δεν τα ξαναείδε βέβαια. Το βράδυ λοιπόν της 15ης Ιουλίου, και ενώ ακούγαμε τις εκρήξεις από τις βολές των τανκς, και τους πυροβολισμούς από την περιοχή του λιμανιού της Κερύνειας, ακούστηκαν χτυπήματα στην εξώθυρα. 

Ήταν 7-8 νομιμόφρονες στρατιώτες, οι οποίοι γνωρίζοντας ότι ο πατέρας μου ήταν εναντίον του πραξικοπήματος, ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια. 

Η μητέρα μου, τους έδωσε κάτι να φάνε, τους δώσαμε νερό. Ήτανε ήδη, περασμένες 10.00 μ.μ. Στις εκκλήσεις τους να κρυφτούν στο υπόγειο της οικίας μας, ο πατέρας μου αρνήθηκε, γιατί φοβόταν. Έθετε πάντοτε, την ασφάλεια της οικογένειάς του πάνω από όλα. «Ακούστε παιδιά μου», τους λέει. 

«Απόψε θα παραμείνετε στην πίσω αυλή, στον καλαμιώνα, παρά τη δεξαμενή. Ξεκουραστείτε εκεί. Πάρτε και τα παγούρια με το νερό που σας έδωσα. Και λίγο πριν χαράξει, ακολουθήστε νοτιοανατολική πορεία.. Προς Πέλλα-Πάϊς…»

Έτσι και έγινε. Τα παιδιά τον αγκάλιασαν. Τον αποχαιρέτησαν, σχεδόν κλαίγοντας. Όταν σε λίγο, τους συνόδευε στην πίσω αυλή μας, τον άκουσα που τους είπε, ότι σε λίγες μέρες, η τουρκική σημαία θα κυματίζει στο κάστρο της Τζιερύνειας μας. 

Θα ήταν παράλειψη να σημειώσω ότι όντας ενάντιος σε κάθε εξουσία τότε, κρυφά από τον πατέρα μου, αγόραζα τις αντιμακαριακές εφημερίδες “Εθνική” και “Μάχη”. 

Φυσικά αργότερα, αντιλήφθηκα το λάθος μου. Νόμιζα ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ενεργούσε ως δικτάτωρ. 

Από τότε, άρχισα να μελετώ για να βρω την αλήθεια. Μελέτησα δεκάδες βιβλία.