Είναι με μεγάλη ανησυχία που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες, το θέμα που απασχολεί την κυπριακή Κυβέρνηση και τη Βουλή, αλλά και τα ΜΜΕ, για αποστολή πολεμικού υλικού από την Κύπρο στην Ουκρανία, για ενίσχυση των Ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ένα ζήτημα που δεν έπρεπε καν να μας απασχολήσει, αφενός διότι υπάρχει ρήτρα στην αγορά του Ρωσικού οπλισμού, με βάση την οποία χρειάζεται έγκριση από τη χώρα προέλευσης, για οποιαδήποτε παραχώρηση του εξοπλισμού σε τρίτους και αφετέρου για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω.
Η περίπτωση αυτή προέκυψε κατόπιν βολιδοσκόπησης ή και εξάσκησης πίεσης από μέρους των ΗΠΑ, προς την Κυπριακή Δημοκρατία, για παραχώρηση στην Ουκρανία Ρωσικών οπλικών συστημάτων, που κατέχει η Εθνική Φρουρά. Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα Αντιαεροπορικά συστήματα TOR/M1 και BUK-M1-2, στα άρματα μάχης Τ-80U, καθώς και στα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης BMP-3, αλλά και στα επιθετικά ελικόπτερα MI-35P.
Kατ’ αρχάς ξεκαθαρίζουμε ότι ως Σύνδεσμος Αποστράτων Αξιωματικών Κυπριακού Στρατού, καταδικάζουμε ανεπιφύλακτα τη Ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία, η οποία έχει προκαλέσει ανθρώπινες απώλειες, υλικές καταστροφές σε πολλές πόλεις της Ουκρανίας και προσφυγοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, γεγονότα που βίωσε και η δική μας Πατρίδα το 1974, και τασσόμαστε υπέρ της αλληλεγγύης και της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον Ουκρανικό λαό.
Η αποστολή όμως στρατιωτικού υλικού μας βρίσκει κάθετα αντίθετους διότι κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μας, θα αποβεί εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόσο από την πολιτική όσο και τη στρατιωτική πτυχή του θέματος.
Σε ό,τι αφορά στην πολιτική πτυχή, απλά θα αναφέρουμε ότι μόνο και μόνο συζητώντας το θέμα, η Κύπρος επωμίζεται κόστος, διότι μελετά το ενδεχόμενο να καταστεί μέρος της στρατιωτικής σύρραξης και κατά συνέπεια πολιτικός ή και στρατιωτικός στόχος μίας των αντιμαχόμενων δυνάμεων και μάλιστα της ισχυρότερης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επιπλέον ας αναλογισθούμε ότι τα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα αγοράσθηκαν από τη Ρωσία, όταν οι ΗΠΑ και γενικά οι χώρες του ΝΑΤΟ, επέβαλαν εμπάργκο τόσο στην Κύπρο όσο και στην Τουρκία μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, εξίσωσαν δηλαδή τον θύτη με το θύμα.
Ωστόσο, από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, στον θύτη, στη χώρα που εισέβαλε στην Κύπρο, κατέλαβε το 38% του εδάφους της, προσφυγοποίησε το 40% του Ελληνικού πληθυσμού του νησιού, διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις με χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους ουσιαστικά εναντίον μιας σχεδόν άοπλης χώρας, προέβη σε θηριωδίες εναντίον αμάχων και τελικά ανακήρυξε, στα κατεχόμενα εδάφη ψευδοκράτος, την Τουρκία, το εμπάργκο κράτησε μόνο 4 χρόνια και περατώθηκε το 1978, μετά από αναιτιολόγητη απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ. Την ίδια ώρα όμως εξακολουθεί, μέχρι και σήμερα, να απαγορεύεται η προμήθεια οποιουδήποτε στρατιωτικού υλικού στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, έστω και να συζητούμε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν τα όπλα αυτά, εναντίον εκείνων που μας τα διέθεσαν, όταν οι ΗΠΑ μας γύριζαν την πλάτη; Είναι αυτό ένδειξη αξιόπιστου κράτους από μέρους μας, που θέλει να έχει αρμονικές σχέσεις με όλα τα κράτη; Ενός κράτους που βασίσθηκε πολλές φορές στη συμπαράσταση της Ρωσίας τόσο σε πολιτικά όσα και οικονομικά θέματα; Ας μη ξεχνούμε ότι τα τελευταία χρόνια το τουριστικό ρεύμα από τη Ρωσία προς τη χώρα μας, αποτέλεσε ισχυρή οικονομική ένεση στην τουριστική μας βιομηχανία.
Εάν η ΗΠΑ, που κόπτονται για τα δικαιώματα του ουκρανικού λαού και πρωτοστατούν στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, δεν το κάνουν για ιδιοτελείς σκοπούς αλλά με βάση το διεθνές δίκαιο, γιατί δεν επιδεικνύουν την ανάλογη στάση και έναντι της Τουρκίας και δεν πιέζουν για εφαρμογή εκ μέρους της των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για την Κύπρο και δεν καταδικάζουν ανεπιφύλακτα και ΕΜΠΡΑΚΤΑ, τις δραστηριότητές της στην Αμμόχωστο και στην Κυπριακή ΑΟΖ;
Σχετικά με τη στρατιωτική πτυχή, η άποψή μας είναι ότι μια μικρή χώρα που είναι υπό κατοχή δεν έχει την πολυτέλεια να παραχωρήσει οπλισμό σε οποιαδήποτε άλλη χώρα και για οποιοδήποτε λόγο.
Τα οπλικά αυτά συστήματα αγοράσθηκαν, έναντι εκατομμυρίων από το υστέρημα του κυπριακού λαού, για ενίσχυση της αποτρεπτικής αμυντικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς, έναντι ενός αδίστακτου κράτους εισβολέα.
Το να ισχυρίζονται κάποιοι ότι θα αντικατασταθούν με άλλα ανάλογα οπλικά συστήματα δεν είναι και τόσο απλό θέμα. Για την πλήρη αξιοποίηση των συστημάτων, όταν εξασφαλισθούν, είναι αναγκαία η εντατική και χρονοβόρα εκπαίδευση του προσωπικού που είναι ταυτόχρονα και πολυδάπανη, αν αναλογισθούμε το κόστος αγοράς πυρομαχικών και άλλων εκπαιδευτικών μέσων.
Ελέγχθηκε ότι πιθανόν τα ρωσικά οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς, να αντιμετωπίζουν προβλήματα συντήρησης ή και να έχουν ημερομηνία λήξεως. Μα αν αυτό ισχύει, μας κάνει να ανησυχούμε ακόμα περισσότερο. Γιατί, τότε, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν ενήργησαν έγκαιρα, ώστε να μην φθάσουμε σε αυτό το σημείο, αντικαθιστώντας ή αναβαθμίζοντάς τα;
Θα θέλαμε να χαιρετίσουμε τη δήλωση του ΥΠΑΜ, κ. Χαράλαμπου Πετρίδη, μετά από συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών της Βουλής, στις 5 Μαΐου 2022, ότι: «Ξεκάθαρα δηλώνω πως δεν θα παραχωρηθούν οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς και πως το Υπουργείο δεν πρόκειται να μειώσει με οποιονδήποτε τρόπο τις αποτρεπτικές, αμυντικές δυνατότητες της χώρας, που βρίσκεται υπό κατοχή».
Τονίζουμε, καταλήγοντας, πως η Κύπρος θα έπρεπε με τις ενέργειές της να προάγει συνθήκες για εξεύρεση ειρηνικής λύσης του προβλήματος και όχι να συντηρεί την εμπόλεμη κατάσταση, η δε στάση μας ενώπιον των δύο αντιπάλων πρέπει να είναι αν όχι ουδέτερη τουλάχιστον διακριτική.
Ευελπιστούμε ότι θα γίνουν δεύτερες σκέψεις, οι οποίες θα συνάδουν με την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
*Το ΔΣ του Συνδέσμου Αποστράτων Αξιωματικών Κυπριακού Στρατού.