Πέρυσι ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου βρέθηκαν σε κρίση, προσπαθώντας να ανακτήσουν την καλή τους φήμη, που είχε πληγεί από σκάνδαλα. Οι ΗΠΑ δέχθηκαν ιδιαίτερα μεγάλο πλήγμα και υπάρχουν εταιρείες που ακόμη δεν έχουν καταφέρει να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του αμερικανικού πληθυσμού.
“Στις ΗΠΑ είναι η Ημέρα της Κρίσης για όλες τις εταιρείες στο “δικαστήριο” της κοινής γνώμης και δεν υπάρχει μέρος για να κρυφτεί κανείς” λέει ο Stephen Hahn-Griffiths, του Reputation Institute (RI). Από το 2007, η RI εκδίδει τη μελέτη US RepTrak 100, μια ετήσια μελέτη για την εταιρική φήμη στην Αμερική. Η κατάταξη αυτής της χρονιάς δείχνει μια αύξηση 0,8 μονάδων κατά μέσο όρο στη φήμη των εταιρειών της λίστας USRT100, σε αντίθεση με το 2018, οπότε είχε καταγράψει μια μείωση κατά μέσο όρο 3 μονάδων.
“Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, λιγότεροι από τους μισούς Αμερικανούς εμπιστεύονται τις εταιρείες —αυτό εξηγεί γιατί η φήμη των επιχειρήσεων συνολικά δεν ανέκαμψε και τόσο” λέει ο Brad Hecht της RI. “Οι εταιρείες δεν έχουν κάνει αρκετά για να χτίσουν τη εμπιστοσύνη, δείχνοντας ότι ακόμη και αν δεν υπάρχει εποπτεία αυτές θα κάνουν το σωστό. Αυτή είναι διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες”.
Αυτό που δεν διαφέρει καθόλου από χώρα σε χώρα είναι αυτό που χρειάζεται για το χτίσιμο της φήμης, το οποίο αφορά την ισορροπία εταιρικής υπευθυνότητας και καινοτομίας. “Πρέπει να έχεις μια ολιστική στρατηγική” λέει ο Hecht. “Μόνο οι εταιρείες που θα το κάνουν αυτό θα συνεχίσουν να χτίζουν τη φήμη τους”. Λέγοντας τα παραπάνω, αναφέρεται σε εταιρείες όπως η Whirlpool, που ανέβηκε 30 θέσεις, για να φτάσει στην τρίτη θέση της λίστας, —εν μέρει εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο επένδυσε τόσο στις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ όσο και στις πελατοκεντρικές έξυπνες συσκευές— ή στην Barnes & Noble, η οποία παρά το ότι έπεσε από την 4η στην 6η θέση, έχει χτίσει μια συναισθηματική σύνδεση με τους καταναλωτές, αξιοποιώντας τη νοσταλγία του βιβλιοπωλείου.
Καμία επιχείρηση όμως δεν τα πήγε τόσο καλά όσο η Netflix, η οποία ανέβηκε 22 θέσεις και έφτασε στην πρώτη θέση για πρώτη φορά. Αν και η εταιρεία δεν έχει μείνει εκτός των περιστασιακών αμφιβολιών, η Netflix έχει τις περισσότερες φορές τοποθετήσει τον εαυτό της στη σωστή πλευρά του σκανδάλου. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο η Netflix χειρίστηκε το κίνημα #MeToo. Μετά τους ισχυρισμούς για σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος του Κέβιν Σπέισι, η εταιρεία βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι: Θα μπορούσε να συνεχίσει να προβάλλει ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της σε μία από τις μεγαλύτερες σειρές της ή θα μπορούσε να κάνει το σωστό. Η Netflix επέλεξε το τελευταίο και αυτό έκανε όλη τη διαφορά. “Η αντίληψη για το προϊόν αυξήθηκε και η συναισθηματική σύνδεση με μια εταιρεία που πήρε τη σωστή ηθικά απόφαση ενισχύθηκε” λέει ο Hecht. “Είναι το τέλειο παράδειγμα ισορροπίας ανάμεσα στην εταιρική υπευθυνότητα και στην καινοτομία του προϊόντος”.
Μιλώντας για την καινοτομία, η Netflix δεν έχει σταματήσει να ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό της. Εξελισσόμενη από υπηρεσία ενοικίασης DVD σε παροχή υπηρεσιών streaming και σε δημιουργό περιεχομένου, η Netflix παρήγαγε πάνω από 800 νέες ταινίες και σειρές μόνο το 2018, δίνοντας τους συνδρομητές της πολλούς λόγους για να την επιλέξουν έναντι των κύριων ανταγωνιστών της, Amazon Prime και Hulu. “Πάντα ήταν μοναδική” λέει ο Hecht.
Ενώ η Netflix έχει πάει πάρα πολύ καλά, οι περισσότερες άλλες εταιρείες του κλάδου της τεχνολογίας δίνουν δύσκολη μάχη, ακόμη και αυτές που κάποτε θεωρούνταν οι αγαπημένες του συγκεκριμένου χώρου. Η Amazon, μετά από πέντε συνεχόμενα χρόνια στο τοπ 10, έπεσε στην 54η θέση, εν μέρει λόγω της αδυναμίας της να πείσει τους καταναλωτές ότι είναι ένας καλός “εταιρικός πολίτης”. Όπως λέει ο Hecht, η “Amazon έπεσε λόγω του πώς έγινε αντιληπτή ως εταιρεία: αυτό αφορά τους χώρους εργασίας, τη διακυβέρνηση και την ηγεσία, κυρίως του Τζεφ Μπέζος.” Ο CEO της Amazon έχει βρεθεί στα πρωτοσέλιδα τελευταία, αλλά για ένα “δράμα” που αφορά τα tabloid, και όχι για κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για την εταιρεία του. Στις ειδήσεις για τους λάθος λόγους ήταν και η Google. Μετά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τις καταγγελίες για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τις διαρροές προσωπικών δεδομένων στο Google+ που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της πλατφόρμας, καθώς και τα πρόστιμα για παραβίαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ, το πιο πρόσφατο τον Μάρτιο φέτος ύψους 1,7 δισ. δολ. η Google, που κάποτε θεωρούνταν μία από τις εταιρείες με την καλύτερη φήμη στις ΗΠΑ, υποχώρησε πάνω από 60 θέσεις και βγήκε από τις 100 πρώτες εταιρείες της λίστας.
Και μετά είναι το Facebook. Έχοντας ξεκινήσει την “πτώση” του χρόνια πριν -κάτι που επιταχύνθηκε πρόσφατα από τις αποκαλύψεις σχετικά με τις πρακτικές ασφαλείας των password, που μπορεί να έθεσαν σε κίνδυνο εκατομμύρια χρήστες, τις τακτικές εξόρυξης δεδομένων που έκαναν το αμερικανικό υπουργείο Ανάπτυξης και Στέγασης να μηνύσει το Facebook για διακρίσεις και φυσικά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica— το γεγονός ότι το μέσο κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι καν κοντά στο τοπ 100 της λίστας δεν είναι τόσο παράξενο. Αυτό που πάντως προκαλεί έκπληξη είναι το πόσο χαμηλά έχει πέσει. Από τις 390 επιλέξιμες για τη φετινή λίστα επιχειρήσεις, μόνο μία είχε χειρότερη φήμη από το Facebook: Ο Οργανισμός του Τραμπ. “Δεν είναι μια καλή ιστορία αυτή για το Facebook” λέει ο Hecht.
Στην πραγματικότητα, μια τέλεια ιστορία εταιρικής υπευθυνότητας και καινοτομίας ίσως είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι εταιρείες αυτές για να ανακτήσουν τη φήμη τους. “Αν δεν το κάνεις αυτό, αν δεν πάρεις τον έλεγχο του αφηγήματός σου, είσαι στο έλεος των άλλων” σημειώνει ο Hecht. “Οι εταιρείες με την καλύτερη φήμη είναι αυτές που έχουν κάνει καλή δουλειά στην επικοινωνιακή διαχείριση”.
Η πλήρης λίστα με τις εταιρείες των ΗΠΑ με την καλύτερη φήμη
1 Netflix
2 The Hershey Company
3 Whirlpool
4 Rolex
5 McCormick & Company
6 Barnes & Noble
7 Hasbro
8 Costco Wholesale
9 Nintendo
10 Lego
11 Navy Federal Credit Union
12 Bass Pro Shop
13 Canon
14 Bose
15 The Walt Disney Company
16 Borden Dairy Company
17 Mattel
18 Under Armour
19 Snap-on
20 Nikon
21 Hanes Brands
22 Harley-Davidson
23 Kellogg’s
24 Texas Instruments
25 Colgate-Palmolive
26 Campbell Soup Company
27 Menards
28 Stanley Black & Decker
29 General Mills
30 UPS
31 Microsoft
32 Carter’s
33 LG Electronics
34 Visa
35 Ace Hardware
36 Lowe’s
37 Columbia Sportswear Company
38 Fitbit
39 Cracker Barrel
40 Fossil Group
41 Rolls-Royce Motor Cars
42 AMC Theatres
43 USAA
44 AutoZone
45 Kroger
46 Albertsons
47 Publix
48 Caterpillar
49 Fruit of the Loom
50 Cartier
51 Chick-fil-A
52 Samsung
53 Kraft Heinz Company
54 Amazon
55 Tractor Supply Company
56 New Balance
57 OshKosh
58 Intel
59 Levi Strauss & Co.
60 Nike
61 Sherwin-Williams
62 Hilton Hotels & Resorts
63 FedEx
64 Dole Food Company
65 LongHorn Steakhouse
66 Dell
67 HP Inc.
68 Bayer
69 Xerox
70 Dunkin’
71 Marriot International
72 The Clorox Company
73 Michaels
74 Adobe
75 The Coca-Cola Company
76 TripAdvisor
77 Benjamin Moore & Co.
78 Lands’ End
79 Del Monte Foods, Inc.
80 Bosch
81 Aldi
82 CVS Pharmacy
83 Hyatt
84 Garmin
85 Michelin
86 Red Lobster
87 iHeartMedia
88 La-Z-Boy
89 Samsonite
90 Goodyear Tire and Rubber Company
91 Cinemark
92 Panera Bread
93 Ralph Lauren
94 Conair
95 Bed Bath & Beyond
96 IBM
97 Shutterfly
98 Spotify
99 MetLife
100 L.L.Bean
Μεθοδολογία
Για την κατάρτιση της λίστας, η RI έκανε έρευνα σε πάνω από 167.000 ανθρώπους από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του 2019. Οι υπό εξέταση εταιρείες έχουν έσοδα άνω του 1 δισ. δολ και αναγνωρισιμότητα του brand τους σε τουλάχιστον 30% του γενικού πληθυσμού των ΗΠΑ.
Πηγή: Forbes
