Την εκτίμηση ότι η παρούσα κρίση, λόγω της πανδημίας, ενδέχεται να έχει σοβαρότερες και πιο μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία σε σχέση με αυτήν της τριετίας 2012 – 2014, εκφράζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Μιχάλης Σαρρής. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν προτείνει για αντιμετώπισή της «εύκολες λύσεις», με βραχυχρόνιο μόνο όφελος, όπως εκτιμά πως ήταν το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα, για το οποίο σημειώνει πως για να είχε κάποια οικονομική λογική θα έπρεπε να είχε συνοδευτεί από ένα αυστηρό πλαίσιο παρακολούθησης και συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αλλαγές ουσίας στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών καταγράφει μάλιστα στη συνέντευξή του στον «Οικονομικό Φιλελεύθερο» πως η Κύπρος προειδοποιήθηκε πολλάκις για το ΚΕΠ, χωρίς να λάβει μέτρα. Καταγράφει, επίσης, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η οικονομία και σημειώνει πως η βελτίωση των προοπτικών της θα πρέπει να αρχίσει από τα θρανία, με μια μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ώστε να προετοιμάζει τη νέα γενιά για τις ποιοτικές θέσεις εργασίας του παρόντος και του μέλλοντος.

Το ΚΕΠ όπως το ξέραμε ως πρόσφατα διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό αμέσως μετά το κούρεμα του 2013, σε μια προσπάθεια να προσελκυστούν επενδυτές από το εξωτερικό. Με μια απόσταση χρόνου πλέον, πιστεύετε πως θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει άλλο δρόμο τότε;

Κατά την τριετία 2012-2014 σημειώθηκε σημαντική μείωση του ΑΕΠ, περίπου 10%, και αύξηση της ανεργίας σε διψήφιους αριθμούς, με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα. Επιλέξαμε τη σχετικά εύκολη λύση της μαζικής κατασκευής ψηλών κτιρίων, με βραχυχρόνιο όφελος για το ρυθμό ανάπτυξης, τον τομέα των κατασκευών και ορισμένους τομείς των υπηρεσιών. Όμως, αυτή η επιλογή οδήγησε σε υπερβολική εξάρτηση από τις κατασκευές και σημαντικές παρενέργειες και στρεβλώσεις στην οικονομία. Παράλληλα, συνεπάγεται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και επακόλουθα προβλήματα που συνδέονται με την κατασκευή κτιρίων που δεν χρησιμοποιούνται και των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν έχουν κίνητρο να προβούν στις απαραίτητες συντηρήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η φαινομενικά εύκολη αυτή επιλογή αξιοποιήθηκε από Κύπριους επιχειρηματίες, αντί να κατευθύνουν τις δραστηριότητές τους στην προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων με πραγματική παρουσία στην οικονομία. Φυσικά, πρέπει να επισημανθεί ότι μια τέτοια μακρόπνοη πολιτική είναι πιο επίπονη και απαιτεί χρόνο να οδηγήσει σε χειροπιαστά αποτελέσματα, αλλά θα επιβραβευόταν με μόνιμα και διατηρήσιμα οφέλη, χωρίς το τεράστιο κόστος της δυσφήμισης της Κύπρου σε διεθνές επίπεδο.

Τι πήγε λάθος με το ΚΕΠ;

Κατά τη γνώμη μου, η πώληση διαβατηρίων, για να είχε κάποια οικονομική λογική, θα έπρεπε να είχε συνοδευτεί από ένα αυστηρό πλαίσιο υλοποίησης και παρακολούθησης και συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε τώρα ότι οι ασφαλιστικές δικλείδες σε όλα τα στάδια, γινόντουσαν όλο και λιγότερο αυστηρές, σε αντίθεση με τις δημόσιες διακηρύξεις για αυστηρότερο πλαίσιο. Από τη φύση της, η πώληση διαβατηρίων έναντι επένδυσης είναι προβληματική. Σίγουρα υπάρχει ένας αξιόλογος αριθμός προσώπων σε χώρες του εξωτερικού, με πολιτική αστάθεια, που ενδιαφέρονται για διαβατήρια, ιδιαίτερα χωρών μελών της ΕΕ. Έπρεπε, όμως, να γνωρίζουμε ότι σημαντικό ποσοστό πιθανών ενδιαφερομένων δραστηριοποιούνται εκτός ή στα όρια της νομιμότητας. Εκείνο που δεν είναι καθόλου προς τιμή μας είναι ότι υπήρξαν έγκαιρες, συχνές και έντονες προειδοποιήσεις από το εσωτερικό, αλλά και από φίλους μας στο εξωτερικό, περιλαμβανομένων και μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μπορούμε κατά την άποψή σας να συγκρίνουμε τη σημερινή κρίση λόγω της πανδημίας με την οικονομική κρίση που βιώσαμε το 2013;

Η κρίση του 2013 και η κρίση λόγω της πανδημίας έχουν πολύ διαφορετικά αίτια, συμπτώματα και επιπτώσεις. Η σημερινή κρίση έχει επηρεάσει ταυτόχρονα την προσφορά και τη ζήτηση στην οικονομία, δυσκολεύοντας ιδιαίτερα τη διαχείρισή της και απειλεί να έχει σοβαρότερες και πιο μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο σημαντικός τομέας του τουρισμού είναι πολύ αμφίβολο πότε και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να ανακάμψει. Όλοι οι παράγοντες στον τομέα αυτό, που περιλαμβάνουν αεροπορικές εταιρείες και ταξιδιωτικούς πράκτορες, έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές, από τις οποίες δεν πρόκειται να συνέλθουν ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Οι ταξιδιωτικές δε συνήθειες στις παραδοσιακές μας αγορές πολύ πιθανό να αλλάξουν ριζικά για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Γενικότερα, αν, όπως προβλέπεται, η σημερινή κρίση διαρκέσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ότι πιστεύαμε την περασμένη άνοιξη, πολλές κυπριακές επιχειρήσεις πιθανό να μην επιβιώσουν, με σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση και κοινωνική συνοχή».

Ποιοι κατά την άποψή σας παραμένουν οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την κυπριακή οικονομία σήμερα;

Έχω ήδη αναφερθεί στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας του τουρισμού και την αναγκαιότητα διενέργειας σημαντικών επενδύσεων και υιοθέτησης έξυπνων πολιτικών για προσαρμογή του προϊόντος μας στις νέες συνθήκες της αγοράς. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στα εργατικά εισοδήματα και τις επιχειρήσεις έχουμε ορθά επιλέξει να αυξήσουμε τις κρατικές δαπάνες. Αυτό οδηγεί στην αύξηση του δημόσιου χρέους, στο πρωτόγνωρο 120% του ΑΕΠ. Παρόλο που οι αγορές φαίνεται να είναι λιγότερο τιμωρητικές από το 2011-2013 και τα επιτόκια για το δανεισμό μας είναι χαμηλά και πολύ πιθανό να παραμείνουν χαμηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας για το επόμενο διάστημα, μας περιμένουν δύσκολες αποφάσεις. Αυτές αφορούν στην κατανομή των φορολογικών εσόδων του μέλλοντος μεταξύ εξυπηρέτησης του χρέους, συντάξεις και άλλες κοινωνικές δαπάνες και κρατικές επενδύσεις για την αντιμετώπιση των κλιματολογικών αλλαγών και την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων. Το ιδιωτικό χρέος, του οποίου η απειλή φαίνεται τόσο παραστατικά στο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων που παραμένει δέκα φορές ψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, επίσης απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Όπως έχω ήδη αναφέρει, σοβαρό κίνδυνο για την οικονομία αποτελεί η κακή μας φήμη για διαφθορά, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμεσα και έμπρακτα.

Χωρίς δαπάνες από το κράτος η κατάσταση στην οικονομία και την αγορά εργασίας θα ήταν σαφώς χειρότερες. Θεωρείτε πως η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να θυσιάζεται σε καιρούς κρίσης;

Σε περιόδους ύφεσης ο ρόλος των κυβερνητικών δαπανών αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Αυτό το γνωρίζουμε από την οικονομική θεωρία και από τα λάθη που έγιναν στην αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008-2013. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σημερινή κρίση, είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα από μόνη της, και ότι απαιτείται αναβαθμισμένος και ενεργότερος ρόλος του κράτους. Αυτή είναι η κατεύθυνση που δίδουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κάτω από το πρόγραμμα «Ευρώπη της Νέας Γενιάς» διευκολύνουν τον κρατικό δανεισμό για επενδύσεις σε τρεις άξονες: Κοινωνική συνοχή, κλιματική αλλαγή και ψηφιακή επανάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο από έξυπνες δαπάνες και σωστές επενδύσεις. Η αναγκαία διόρθωση στα δημοσιονομικά θα πρέπει να γίνει σταδιακά, όταν οι συνθήκες θα καταστούν κατάλληλες. Ακόμα και οι θιασώτες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών προειδοποιούν ενάντια πρόωρης διόρθωσης και συμβουλεύουν για επεξεργασία στρατηγικής για έξοδο από δημοσιονομικά ελλείμματα με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».

Ποιες οι εκτιμήσεις σας για την πορεία της οικονομίας του χρόνου; Συμμερίζεστε τις προβλέψεις για ανάκαμψη;

Μια αντικειμενική αξιολόγηση, με βάση τη σημασία των τομέων που έχουν επηρεαστεί και την πιθανή διάρκεια της σημερινής κρίσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζημιά για την κυπριακή οικονομία θα είναι σημαντική. Σύμφωνα με το ευνοϊκό σενάριο για αρνητική ανάπτυξη 6% το 2020 και μερική αναπλήρωση κατά 4,5% 2021, υπολογίζεται ότι θα υπάρξει απώλεια εισοδημάτων ισοδύναμη με περίπου 6% του ΑΕΠ δηλ. κοντά στο 1 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με τις τάσεις πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι ζούμε σε μια εποχή ασυνήθιστα μεγάλης αβεβαιότητας και ότι οι κίνδυνοι ακόμη μεγαλύτερων απωλειών είναι μεγάλοι.

Τα ΜΕΔ και η χαμένη ευκαιρία του 2013 για «κακή τράπεζα»

Το 2013 ήρθε στην επιφάνεια το πολύ μεγάλο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Σήμερα, ακόμα συζητάμε για την ανάγκη άμβλυνσης του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Εφτά χρόνια δεν ήταν αρκετός χρόνος για αντιμετώπιση του προβλήματος;

Η πραγματικότητα είναι ότι έχει γίνει αξιόλογη πρόοδος στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η μετακίνηση σημαντικού ποσοστού εκτός τραπεζικού τομέα αποτελεί θετικό παράγοντα, παρόλο που δεν αποτελεί τελική λύση. Το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ που αποσκοπούσε στην αποτελεσματική προστασία της πρώτης κατοικίας είχε περιορισμένη επιτυχία, πιθανότατα διότι μερίδα των επηρεαζόμενων δανειοληπτών θεώρησε ότι δεν θα είχε συνέπειες εάν συνέχιζε να μην αποπληρώνει τα δάνεια του και άλλη μερίδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια της παρά την ουσιαστική διευκόλυνση που προσέφερε το σχέδιο. Παρά τις πωλήσεις δανείων και των αναδιαρθρώσεων, το πρόβλημα παραμένει. Η ευκαιρία για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» για συγκέντρωση σε ένα οργανισμό όλων των ΜΕΔ δεν αξιοποιήθηκε το 2013, ενδεχόμενα λόγω πιέσεων από μεγάλους χρεώστες. Ένας από τους λόγους για τη μη δημιουργία «κακής τράπεζας» φαίνεται να ήταν και οι σοβαρές αμφιβολίες σε ότι αφορά την αναγκαία διαφάνεια και ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης που απαιτείται για την επιτυχία της, όπως π.χ. στην Ιρλανδία. Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισαν να εξετάζουν με θετικό φακό το θέμα της δημιουργίας «κακών τραπεζών», χωρίς να υπάρξει στην παρούσα φάση τελική κατάληξη. Στην περίπτωση της Κύπρου, εάν επιλέξουμε αυτή την οδό, θα πρέπει να απαιτήσουμε από τις τράπεζες μια πραγματική και σε βάθος εξυγίανση της εταιρικής τους διακυβέρνησης, σταθερή προσήλωση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια και βελτίωση στη ποιότητα των υπηρεσιών τους και ταχύτητα των αποφάσεων. Η Κεντρική Τράπεζα έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει ώστε μια ενδεχόμενη σύσταση μιας κακής τράπεζας να μην αποδειχθεί βραχυπρόθεσμη λύση.

Πώς κρίνετε το τραπεζικό περιβάλλον σήμερα και ποιες οι προκλήσεις που έχει πλέον να αντιμετωπίσει;

Το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής κερδοφορίας και υψηλών κινδύνων, λόγω κυρίως χαμηλών επιτοκίων και περιορισμένων ευκαιριών για επικερδή δανεισμό. Πέραν τούτου, έχουμε ήδη αναφέρει το σοβαρό και συνεχιζόμενο πρόβλημα των ΜΕΔ και το οποίο περιορίζει ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα των τραπεζών. Άλλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν περιλαμβάνουν υιοθέτηση σε μεγαλύτερο βαθμό της σύγχρονης τεχνολογίας, μείωση του εργατικού κόστους και βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω ενός συστήματος αξιολόγησης και επιβράβευσης αποτελεσματικής εργασίας. Έντονος ανταγωνισμός σε κόστος και ταχύτητα από άλλους φορείς πληρωμών ίσως επιταχύνει αυτές τις εξελίξεις. Τέλος, επειδή ένα μέρος από τα δάνεια που έχουν παγοποιηθεί λόγω πανδημίας πιθανό να παρουσιάσουν προβλήματα, θα χρειαστεί στρατηγικός σχεδιασμός για αναγκαίες προβλέψεις και διατήρησης της κεφαλαιουχικής επάρκειας των τραπεζών.