Η Ευρώπη της ανάπτυξης και της ευημερίας σταδιακά απομακρύνεται από την Ευρώπη των πολιτών. Μετά από μια δεκαετία σχετικής σταθερότητας, το χάσμα ανάμεσα σε όσους κατέχουν πλούτο και σε εκείνους που αγωνίζονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες όλο και διευρύνεται. Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η συσσώρευση πλούτου, που εξελίσσεται με ρυθμούς ταχύτερους από την ανάπτυξη των εισοδημάτων, και η αδυναμία των κοινωνιών να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο αίσθημα οικονομικής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών της Ευρωζώνης κατέχει το 57,4% του πλούτου, ποσοστό που αυξήθηκε κατά σχεδόν δύο μονάδες από το 2020. Αντίστοιχα, το πλουσιότερο 5% κατέχει το 44,5% του πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% συγκεντρώνει λιγότερο από 5%. Η άνιση αυτή κατανομή επιβεβαιώνει μια τάση που επιταχύνθηκε μετά την πανδημία, καθώς η αύξηση των τιμών των ακινήτων, των μετοχών και των επενδυτικών προϊόντων λειτούργησε υπέρ των λίγων, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας εκτεθειμένο στον κίνδυνο.
Η Eurostat συμπληρώνει ότι η συνολική καθαρή περιουσία των ευρωπαϊκών νοικοκυριών αυξήθηκε την τελευταία πενταετία κατά περίπου 30%, όμως η αύξηση αυτή κατευθύνθηκε κυρίως στα υψηλά στρώματα. Για το 60% των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, τα περιουσιακά στοιχεία είτε παραμένουν στάσιμα είτε μειώθηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι η ιδιοκτησία ακινήτων αντιπροσωπεύει πλέον το 57% της μέσης καθαρής περιουσίας , μια ένδειξη ότι ο πλούτος στην Ευρώπη έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό «ακίνητος» και με ανισότητα κατανεμημένος.
Τα στοιχεία της Eurostat για το 2024-2025 καταγράφουν 93,3 εκατομμύρια πολίτες, δηλαδή 21% του συνολικού πληθυσμού της Ε.Ε., σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Παρά τη μικρή μείωση σε σχέση με το 2023, ο αριθμός παραμένει ανησυχητικά υψηλός, επιβεβαιώνοντας ότι η ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη κοινωνική βελτίωση.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η ανισότητα πλούτου στην Ευρώπη δεν είναι μόνο αποτέλεσμα εισοδηματικών διαφορών. Πρόκειται για ένα σύστημα που ενισχύεται από τις αποδόσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, που παραμένουν υψηλότερες από την αύξηση των μισθών, αλλά και το φορολογικό πλαίσιο που στις περισσότερες χώρες εξακολουθεί να επιβαρύνει περισσότερο την εργασία από ό,τι την κατοχή περιουσίας. Η ανισότητα δεν καταγράφεται μόνο στους δείκτες αλλά επηρεάζει την καθημερινότητα, με τους όρους διαβίωσης, στέγασης και πρόσβασης στις ευκαιρίες. Η ΕΚΤ τονίζει ότι η ανομοιόμορφη αύξηση των περιουσιακών στοιχείων δημιουργεί έναν νέο κύκλο αστάθειας. Όσο τα μεσαία στρώματα βλέπουν να μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη, τόσο περιορίζεται η κατανάλωση και η επενδυτική εμπιστοσύνη, παράγοντες κρίσιμοι για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Στόχος δεν είναι να «τιμωρηθεί» ο πλούτος, αλλά να μετακινηθεί το κέντρο βάρους από την επιδοματική αντιμετώπιση της φτώχειας στην ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου. Η μετατόπιση αυτή, εάν προχωρήσει, θα σηματοδοτήσει την πρώτη σοβαρή προσπάθεια της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει τις ανισότητες όχι ως κοινωνική παρέκκλιση, αλλά ως δομικό παράγοντα της οικονομίας.
Η Ευρώπη γνωρίζει το πρόβλημα, αλλά δυσκολεύεται να το αντιμετωπίσει. Ο ΟΟΣΑ προτείνει να αναθεωρηθεί η φορολογική πολιτική, ώστε να μεταφερθεί μεγαλύτερο βάρος στο συσσωρευμένο πλούτο και να ελαφρύνει η εργασία.
Πηγή: ot.gr