Από τη μια το ΔΗΚΟ επιδιώκει όπως το ετήσιο τέλος που καταβάλλουν οι εταιρείες στο κράτος καθοριστεί σε ύψος ανάλογο του μεγέθους τους και από την άλλη προσπαθεί να το βάλει στον πάγο για δύο χρόνια, λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και της συνέχισης της πανδημίας του κορωνοϊού.

Χθες, ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου κατάθεσε στην Ολομέλεια πρόταση νόμου, με την οποία προτείνεται τροποποίηση του νόμου περί Εταιρειών, με σκοπό να απαλειφθεί η υποχρέωση καταβολής του ετήσιου τέλους εταιρειών, ύψους €350, από όλες τις επιχειρήσεις και να αντικατασταθεί -το 2023- με δικαιότερη ρύθμιση, με βάση το μέγεθος των επιχειρήσεων. Με την πρόταση επιδιώκεται δικαιότερη καταβολή του τέλους εταιρειών. Όπως αναφέρει ο εισηγητής, επιδιώκεται όπως οι εταιρείες που εμπίπτουν στην κατηγορία των εταιρειών μικρού μεγέθους να έχουν υποχρέωση καταβολής ετήσιου τέλους €100. Παράλληλα, για τις εταιρείες που εμπίπτουν στη κατηγορία μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, το τέλος θα συνεχίσει να είναι €350. Στην περίπτωση εταιρειών που ανήκουν σε συγκρότημα εταιρειών, το σύνολο των καταβλητέων από τις συγκεκριμένες εταιρείες τελών δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό το €20 χιλ., το οποίο κατανέμεται μεταξύ τους και σε ισόποσα μέρη. Αξίζει να αναφερθεί πως το σχετικό τέλος θα πρέπει να καταβάλλεται από τις εταιρείες μέχρι το τέλος Ιουνίου κάθε χρόνο.

Την ίδια ώρα, προτείνεται όπως όλες οι εταιρείες απαλλαγούν από την καταβολή του ετήσιου τέλους για το 2021 και 2022, λόγω των δυσμενών, όπως υποστηρίζει ο βουλευτής του ΔΗΚΟ, οικονομικών επιπτώσεων στην οικονομία, από την πανδημία και από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ετήσιο τέλος εταιρειών καταβάλλεται από το 2012, στο πλαίσιο των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο το κράτος να εισπράττει ποσό περίπου €45 εκατ. Τον περασμένο Δεκέμβριο, κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εμπορίου της πρότασης νόμου του ΕΛΑΜ, της ΕΔΕΚ, του ΔΗΚΟ και των Οικολόγων, με την οποία προτείνεται κατάργηση του τέλους των εταιρειών, το Υπουργείο Οικονομικών είχε διαφωνήσει με την κατάργηση, λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων από την πανδημία και τη συμπερίληψη σχετικών κονδυλίων στον κρατικό προϋπολογισμό. Εξάλλου, η Νομική Υπηρεσία είχε δεσμευθεί πως θα προωθούσε στη Βουλή γνωμάτευση για τη συνταγματικότητα της πρότασης, καθώς τα κονδύλια που θα εισπραχθούν φέτος είχαν ήδη προϋπολογισθεί για το 2022.