Αν μπορούσε να εξηγηθεί με τη λογική γιατί η Ελένη Ράντου είναι τόσο πολύ αγαπητή στον κόσμο, τότε το ταλέντο θα ήταν μαθηματικά.

Το καμαρίνι της στο «Θέατρο Διάνα» δεν διαφέρει από εκείνα των μουσικών συναδέλφων της που την συνοδεύουν σε αυτό τον εξαιρετικό θεατρικό μονόλογό της – λιτό, με ελάχιστα αντικείμενα, δυο ανθοδέσμες, μια χτένα, μία κάρτα σφηνωμένη στην άκρη του μεγάλου καθρέφτη που γράφει «σ’ αγαπώ» μ’ ένα μικρό κόκκινο λουλουδάκι στο πλάι κι ένα σπιράλ τετράδιο αφημένο στην άκρη του μικρού τραπεζιού μαζί με τη τσάντα της· η Ελένη και η αέναη «κανονικότητά» της.

Η παράστασή της «Το πάρτυ της ζωής μου» είναι φέτος άλλη μία θριαμβευτική επιτυχία της με sold out εισιτήρια για τον επόμενο μήνα (όχι μέρες!) – είναι, ίσως, η μόνη ηθοποιός σήμερα στην Ελλάδα που τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια δεν έχει κάνει ποτέ της αποτυχία στο θέατρο. Ακόμη και τώρα, στα καθίσματα του «Διάνα» της Ιπποκράτους ίδιες εικόνες όπως και παλιά: Των σηκωμένων θεατών που χειροκροτούν παρατεταμένα και την αναγκάζουν να επανέρχεται πολλές φορές από τα παρασκήνια στη σκηνή για να υποκλιθεί και να κλάψει μαζί τους ως προσωπική της εξιλέωση – όπως τότε, στη «νύχτας ραδιο…φόνων», στον «κατάδικό μου», στον «Έλβις». Ευχαριστεί το κοινό και κλαίει. Και να προσπαθεί να κρύψει το πόσο ευάλωτη είναι, δεν μπορεί.

Πιάνει με το τσιμπιδάκι τα μαλλιά της και βουτάμε. «Αν λείπει από τη ζωή σου το κλάμα και το γέλιο, πρέπει να είσαι φοβερά δυστυχής», μου λέει. «Πόση πίκρα μπορεί να κουβαλάει ένας άνθρωπος που έχει απαγορεύσει στον εαυτό του να κλαίει; Που σημαίνει να πρέπει συνέχεια να σφίγγει τα δόντια, να κρύβει την ευαίσθητή του μεριά. Είναι ευτυχία το να μπορείς να δείχνεις ότι έχεις πράγματα που, αν τα χάσεις, πονάνε…». «Άλλαξε κάτι σε σένα τα τελευταία χρόνια;». «Αυτό που βλέπει κανείς αυτό είμαι. Έχω πιαστεί πολλές φορές βλάκας εμπιστευόμενη και γι’ αυτό δεν το κάνω εύκολα πια. Αρνιόμουν να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να λειτουργεί κακοπροαίρετα, κομπλεξικά ή συμπλεγματικά. Έλεγα “η αλήθεια είναι μία” – αυτή ήταν η μεγάλη μου ανωριμότητα. Όταν όμως βίωσα κάποιες εμπειρίες, κατάλαβα ότι ο καθένας σκέφτεται ανάλογα με έναν κύκλο ζωής που έχει κάνει. Γιατί με τον κάθε ένα, την ώρα που του μιλάς, είναι σα να συνδιαλέγεσαι με ένα τεράστιο παρελθόν: Με τη μαμά του, τον μπαμπά του, τον τρόπο που μεγάλωσε, τις συνήθειες του, τη γειτονιά του».

Η φωτογραφία είναι από μία παλαιότερη συνέντευξη που είχαμε κάνει μαζί, έξω από την Αθήνα. Λίγο πριν πάμε με εκείνην, τον Βασίλη και την κόρη της, σε ένα ταβερνάκι, κοντά στο Λαύριο, για να φάμε ψαρομεζέδες, σαλάτα, χόρτα και να πιούμε κρασί – με τη θάλασσα να σκάει στα πόδια μας. Νομίζω πως εκείνες οι τρεις ώρες ήταν από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου· αν ονομάζεται κάτι «ευτυχία», την έζησα εκείνο το βράδυ με την Ελένη και την οικογένειά της.

«“Αθωότητα” σημαίνει να πιστεύεις ότι όλα μπορούν να γίνουν, ότι όλα θα πάνε καλά, ότι μπορείς εύκολα να διαχωρίσεις το καλό απ’ το κακό, ότι θα κερδίζει πάντα το φως και όχι το σκοτάδι. Αυτές τις απόψεις δεν τις έχω πια. Μπορεί να κερδίζει πολλές φορές και το σκοτάδι», μου λέει συνειδητοποιημένα. «Συμφιλιώθηκες μ’ αυτό;». «Μου ήταν δύσκολο. Γιατί, από τη φύση μου, πίστευα πολύ στο φως! Είδα, όμως, και το σκοτάδι. Και μου πήρε πολύ χρόνο για να συμφιλιωθώ μαζί του. Ακόμη το προσπαθώ». «Πού είναι το σκοτάδι;». «Μέσα μας. Αλλά στο ξυπνάνε μερικοί άνθρωποι – μια προδοσία, μια αίσθηση αδυναμίας σου, μια αίσθηση ανικανότητάς σου, μια ανημποριά σου. Όλα αυτά είναι δικά σου απλώς, καμιά φορά, η συγκυρία, η συνθήκη, σε κάνει να το καθρεφτίζεις σε άλλους. Στην πραγματικότητα είναι δικό σου θέμα. Υπάρχουν άνθρωποι που σε οδηγούν στα σκοτάδια σου και άνθρωποι που σε οδηγούν στο φως σου. Μέχρι να καταλάβω ότι πρέπει να ακολουθώ ανθρώπους που με οδηγούν στο φως, λούστηκα αρκετό σκοτάδι. Ξέρεις, νόμιζα ότι φτάνει το δικό μου φως για να φωτίσει τα πάντα! Αλλά δεν φτάνει… Αυτή η συνειδητοποίηση είναι από μόνη της μια ενηλικίωση. Μια έλλειψη αθωότητας. Δεν πιστεύω πια -όπως πίστευα- στην καλή φύση των ανθρώπων, ότι αν είσαι καλός με τον χειρότερο άνθρωπο θα του βγάλεις τον καλύτερό του εαυτό, γιατί κανένας δεν έχει τέτοιες “μαγικές” ικανότητες. Κατάλαβα ότι είναι πολύ υπερφίαλο να πιστεύεις κάτι τέτοιο».

Η Ελένη έχει ένα κοινό πιστό πια μέσα στα χρόνια – έχω την αίσθηση πως και ένα «α» να λέει μόνο επάνω στη σκηνή, αυτή το θέατρο θα το γεμίσει· έχει την αλήθεια που σοκάρει, που λες «δεν μπορεί πια τόση γύμνια», που θυμίζει κάτι από εσένα και τα ψήγματα της ψυχής σου που είχες κάπου βαθιά αποθέσει για να μην φαίνονται, αλλά η Ελένη ανασύρει απενοχοποιημένα απ’ τον πάτο. «Η μεγαλύτερη προδοσία είναι το να πιστεύεις πως έχεις αγαπηθεί απ’ τον άλλον, αλλά τελικά να μην συνέβη ποτέ αυτό, Ελένη;». «Όχι. Η μεγαλύτερη προδοσία είναι να έχεις κάνει μία συμφωνία με κάποιον και να μην την τηρεί». «Τι είδους συμφωνία;».

«Πως κάποια πράγματα τα αγαπάμε και οι δύο. Αλλά μετά να ανακαλύπτεις πως δεν είπαμε αλήθεια. Η μεγαλύτερη προδοσία είναι το ψέμα». «Εσύ, υπήρξες ποτέ απόλυτα μόνη;». «Ένα κομμάτι του εαυτού μας πάντα είναι απόλυτα μόνο. Πάντα! Δεν νιώθω ότι είμαι πάντοτε στο 100% “μαζί”. Ένα κομμάτι μου -και το σέβομαι αυτό το κομμάτι- είναι πάντα μόνο του. Ελάχιστες φορές έχω νιώσει ότι όλα μου τα κομμάτια είναι μαζί με κάποιον». «Μετανιώνεις ακόμη και για “σ’ αγαπώ” που είπες;». «Ποτέ. Τι σημασία έχει τι κάνει ο άλλος; Σημασία έχει τι κάνω εγώ. Ό,τι και να πατσαβούριασε είναι δικό του πρόβλημα. Γιατί είναι μια επανάσταση το να μπορείς να αγαπάς. Είσαι πολύ μάγκας αν μπορείς να αγαπάς!».

[email protected]

Ελεύθερα, 19.3.2023