Μια συζήτηση με τον γνωστό εικαστικό, με αφορμή τη νέα δουλειά του στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος.
 
Το εργαστήριό του στην Αγλαντζιά σου δημιουργεί την αίσθηση ότι είσαι στο πλατό ενός στούντιο όπου γυρίζονται ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Τον συναντήσαμε εκεί, να επεξεργάζεται και να υλοποιεί τις ιδέες του, οι οποίες εστιάζουν σε αυτό που αφήνει ο χρόνος στα πράγματα. Τα έργα του Θεόδουλου Γρηγορίου προκύπτουν μέσα από ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ανάμεσα στον υλικό και τον άυλο κόσμο, τον τόπο του και την ιστορία, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτές τις μέρες κάτω από τον τίτλο «Νοητική Γεωγραφία» παρουσιάζει τη νέα του δουλειά.
 
– Ένας καθηγητής σας έχει γράψει ότι σκέφτεστε ως αρχιτέκτονας και εκφράζεστε ως ποιητής. Είναι αλήθεια; Στο λύκειο πήρα μια παιδεία αρχιτεκτονική που ήταν τότε σε καλό επίπεδο. Προετοιμαζόμασταν για να γίνουμε σχεδιαστές σε αρχιτεκτονικά γραφεία και μάθαμε να κάνουμε αρχιτεκτονικά σχέδια, προοπτικά και μακέτες, μπαίνοντας σε έναν πολυεπίπεδο και ενδιαφέροντα τρόπο σκέψης. Έχω επηρεαστεί από τότε στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον χώρο, στο πώς χρησιμοποιώ τα υλικά, τα μέσα και τη δομή τους, στον τρόπο που σκέφτομαι και αναπτύσσω τις ιδέες μου στον χώρο. 
 
– Τα αρχικά πλάνα σας δηλαδή ήταν να γίνετε αρχιτέκτονας; Ναι, αλλά στο τέλος νίκησε η τέχνη. 
 
– Τι καθόρισε τις επιλογές σας; Είχα παρατηρήσει ότι οι αρχιτέκτονες εκείνη την περίοδο δεν δημιουργούσαν ελεύθερα, κατά κάποιον τρόπο επιβαλλόταν ο πελάτης. Έτσι, οδηγήθηκα στην τέχνη. Κέρδισα μια υποτροφία από την Ουνέσκο για το Βουκουρέστι, όπου έλαβα μια πολύ σημαντική ακαδημαϊκή μόρφωση. Αυτό που θεωρώ σημαντικό για την παιδεία, είναι το επίπεδο των δασκάλων και το δημιουργικό περιβάλλον στη σχολή και στην πόλη. Ζώντας στο δικτατορικό καθεστώς Τσαουσέσκου, είχα έντονη επιθυμία να ταξιδέψω για να γνωρίσω τον ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι, έπαιρνα το τρένο και ταξίδευα με τα πενιχρά μου μέσα στη Φλωρεντία και στη Ρώμη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, για να γευτώ την τέχνη και την εποχή μου. 
 
– Μεγαλώσατε σε μια αγροτική οικογένεια. Ήταν δύσκολο να ακολουθήσετε την πορεία του καλλιτέχνη; Σήμερα έχουμε γίνει πολύ σοφιστικέ στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τέχνη. Υπάρχουν πράγματα, όμως, πολύ σημαντικά που περνούν από δίπλα μας. Σαν παιδί, δεν είχα τότε καμία γνώση για το τι έκαναν οι καλλιτέχνες της εποχής ή οι παλαιότεροι, αλλά είχα μια εμπειρική αγωγή με τη βυζαντινή τέχνη, τις εικόνες που χάζευα στην εκκλησία μικρός, και αναρωτιόμουν το ποια θεϊκή δύναμη τις έφτιαξε. Ο βυζαντινός ήχος μού ήταν πολύ οικείος, αφού ο πατέρας μου ήταν ψάλτης και με φλέβα λαϊκού λόγιου. Η μητέρα μου που ασχολείτο με την υφαντική -ύφαινε με μετάξι και έφτιαχνε κουβέρτες και παπλώματα- ήταν μια κρυφή πηγή παιδείας για μένα. Έζησα σε ένα αγροτικό περιβάλλον, χωρίς υπερβολές και κακογουστιά. Ήταν πολύ αγνή η συμπεριφορά και των δυο γονιών μου στο θέμα της αισθητικής και στον τρόπο ζωής τους, την οποία νομίζω πως μου μετέδωσαν. 
 
 
– Ποιες άλλες εμπειρίες διαμόρφωσαν τον τρόπο που σκέφτεστε ως καλλιτέχνης; Η επαφή μου με τη γη, τα κτερίσματα, τα πετρώματα, ήταν εμπειρίες σημαντικές. Για παράδειγμα, όταν ήμουν έξι χρονών επισκέφθηκα το μεταλλείο του χαλκού στο Μιτσερό, εκεί που είναι σήμερα η κόκκινη λίμνη. Οι μεταλλωρύχοι αποκαλούσαν την περιοχή «Αποκάλυψη», μια τρύπα στη γη που παρέπεμπε σε μεταφυσικές εικόνες. Όταν με πήγε ο γείτονάς μου ο φορτηγατζής να τη δω, έμεινα άφωνος. Έπειτα, θυμάμαι, πήγαμε στον Ξερό, όπου στην ακρογιαλιά υπήρχε μια γραμμή κόκκινη από τον οξειδωμένο σίδηρο. Ακόμα κρατώ την εικόνα στο μυαλό μου. Θυμάμαι επίσης ότι καθώς φυτεύαμε στα χωράφια, βρίσκαμε όστρακα και σπασμένα αρχαία αντικείμενα. Δίπλα στα χωράφια μας αργότερα εντοπίστηκε ένας αρχαιολογικός χώρος. Όλα αυτά για μένα συντηρούν ένα μυστήριο και ασυνείδητα υπαγορεύουν έναν τρόπο εσωτερικής λειτουργίας. Σήμερα δουλεύω πάνω στις διαδοχικές επιστρώσεις που αφήνει πίσω του ή φέρνει μαζί του, ο χρόνος. 
 
– Προσπαθείτε δηλαδή να δώσετε μορφή και εικόνα σ’ αυτές τις επιστρώσεις; Ναι, όμως το θέμα αυτό δεν το προσεγγίζω με νοσταλγία, αλλά υιοθετώ μνήμες και στοιχεία που θα με βοηθήσουν να δημιουργήσω μια γλώσσα δική μου, σημερινή. Εμπνέομαι από τους αρχαιολογικούς χώρους της Έγκωμης και της Χοιροκοιτίας, χωρίς η δουλειά μου να είναι αναπαράσταση του παρελθόντος. Επιδιώκω να προσδιορίσω συμπτώματα κοινά και διαχρονικά.
 
– Η συμμετοχή σας στην Μπιενάλε Βενετίας σάς άνοιξε κάποιους δρόμους; Το 1990 συμμετείχα στην Μπιενάλε της Βενετίας, έπειτα από πρόσκληση της διεθνούς επιτροπής, και παρουσίασα δουλειά μου στο «Aperto 90». Η διοργάνωση αυτή είναι ένα διαβατήριο για να παρουσιάσεις τη δουλειά σου και αλλού. Συγκεντρώνουν την προσοχή τους στη νέα γενιά και ανέδειξαν καλλιτέχνες που σήμερα είναι πολύ γνωστοί στη διεθνή σκηνή. Εκεί είδα για πρώτη φορά το όνομά μου στον διεθνή τύπο. Αυτή η συμμετοχή συνέβαλε στο να παρουσιάσω κατόπιν έργα μου στην Τουλούζη, σε μια έκθεση που είχε μεγάλη επιτυχία. Έπειτα με κάλεσαν διαδοχικά και σε άλλες σημαντικές εκθέσεις σε ευρωπαϊκά μουσεία. Μετά τη δεύτερη συμμετοχή μου στην Μπιενάλε το 1997, εκπροσωπώντας την Κύπρο, με προσκάλεσαν να εκθέσω στo Colmar της Αλσατίας. Έτσι άρχισε σιγά -σιγά να καθιερώνεται η παρουσία μου στον διεθνή χώρο. Ακολούθησαν σημαντικές ατομικές εκθέσεις και συμμετοχές σε ευρωπαϊκά μουσεία, όπως η Τretyakov και το Λούβρο. H Μπιενάλε Βενετίας είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της τέχνης. Είναι συναρπαστικό να τρέχεις στα 100 μέτρα του τελικού, έστω κι αν τρέχεις ξυπόλυτος και ο διπλανός σου με χρυσά παπούτσια.
 
– Μοιράζετε τη ζωή σας ανάμεσα στην Κύπρο και το Παρίσι. Οι στενοί δεσμοί σας με τη γαλλική πρωτεύουσα επηρέασαν τη δουλειά σας; Μετά τις σπουδές μου στο Βουκουρέστι, πήρα μια υποτροφία για το Παρίσι από τη γαλλική κυβέρνηση. Από τότε ρίζωσα εκεί -διατηρώ ένα εργαστήρι από το 1996- και μέχρι σήμερα πηγαινοέρχομαι. Αλλά δεν με επηρέασε μόνο το Παρίσι, επί 20 τουλάχιστον χρόνια έχω οργώσει όλη την Ευρώπη, είτε εκθέτοντας σε σημαντικά μουσεία είτε για να ενημερώνομαι για τις εξελίξεις στην τέχνη. Ήταν σημαντικό για μένα το ότι είχα την ευκαιρία να λάβω μέρος σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, όπως και το ότι γνώρισα και συνδέθηκα με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι Ολιβιέ Ντεμπρέ, Αλέν Μουσέν, Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Ζορζ Ρους, Ζαν Λε Γκακ κ.ά. 
 
– Το 2007 παρουσιάσατε έργα σας στο Λούβρο, στην αίθουσα με τις κυπριακές αρχαιότητες. Ήταν μια πρόκληση αυτός ο διάλογος με το παρελθόν; Ο Φιλίπ Νταζιάν, κριτικός τέχνης, σε ένα παλιότερο άρθρο του στη Le Monde για τη δουλειά μου, είχε τίτλο «σύγχρονη ελληνική αρχαιολογία». Ήταν μια ενδιαφέρουσα παρατήρησή του. Η αίθουσα με τις κυπριακές αρχαιότητες στο Λούβρο αφορούσε τη νεολιθική περίοδο και την περίοδο του χαλκού. Αυτές οι περίοδοι ήταν οι βασικές μου πηγές αναφοράς, έτσι ανέπτυξα έναν διάλογο με αυτά τα αντικείμενα. Στη δουλειά μου χρησιμοποιώ την κυτταρoειδή δόμηση, δηλαδή πρωτογενείς φόρμες όπως είναι η σφαίρα ή ο κύβος, ανοικτές στον χρόνο, στη μετάλλαξή τους παραπέμπουν σε συμπτώματα του τώρα. Αυτή η επαναληπτική σύνθεση ταυτίζεται πολύ με τη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Όταν μετέφερα ηλεκτρονικά στο δυαδικό σύστημα την κυπροσυλλαβική γραφή, συνειδητοποίησα ότι η δομή της ήταν παρόμοια με τη δομή του αρχαιολογικού χώρου της Έγκωμης. Έτσι, προσπάθησα να παραλληλίσω τη δόμηση του εικονικού χώρου με αυτήν του ιστορικού. 
 
 
– Οι σύγχρονες τεχνολογίες πότε εισχωρούν στη δουλειά σας; Το 1989 χρησιμοποίησα σε μια έκθεση παλιές ασπρόμαυρες οθόνες οι οποίες εξέπεμπαν κάτι σαν τον τελευταίο βρόγχο μιας εποχής. Έπειτα τις χρησιμοποίησα στην Μπιενάλε Βενετίας, στο Aperto. Στη συνέχεια, η τεχνολογία εισχωρεί στη δουλειά μου ανάλογα με την εξέλιξη της. Στη φιλοσοφία βρήκα κάποια στοιχεία που είχαν πολύ ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται στη γνωστή σπηλιά του Πλάτωνα, η έξοδος προς το φως γίνεται μέσω της γνώσης. Η γνώση όμως είναι ένα στοιχείο το οποίο αναπλάθεται στο διηνεκές. Άρα, μπαίνουν καινούργιες πληροφορίες και δομές στο μυαλό μας, καινούργια τεχνικά εργαλεία όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Είμαστε εν μέσω μιας έντονης δυναμικής, της μετάλλαξης του ηλεκτρονικού πεδίου. Αυτό το πράγμα με ενδιαφέρει, αλλά εγώ υιοθετώ μια πρωτόγονη τεχνολογία γιατί δεν γεννήθηκα στα εργαστήρια της Sony, ούτε στη Silicon Valley. Τις εμπειρίες μου τις συνδέω με τις ρίζες μου, για να δω τι φύλλα και τι κλαδιά θ’ αναπτυχθούν. 
 
– Η τέχνη τι έχει να προσφέρει στο πεδίο της γνώσης; Έχει να προσφέρει πολλά. Άλλωστε, και στα εργαστήρια της Sony φιλοξενούν συχνά καμιά πενηνταριά καλλιτέχνες οι οποίοι πειραματίζονται. Τους ενδιαφέρει να δουν τις αδυναμίες της τεχνολογίας στη δημιουργικότητα. Άρα, μέσα από αυτά τα πειράματα, τα αιτήματα των καλλιτεχνών βρίσκουν τεχνικές θεραπείες. Έτσι, οι μηχανές άρχισαν ήδη να αισθάνονται…
 
Και το συναίσθημα τι ρόλο παίζει σε ένα έργο τέχνης; Ο νους μπορεί να χτίζει πράγματα, αλλά το έργο πρέπει να προκαλεί κραδασμούς, ώστε να ενεργοποιεί το συναίσθημα και το πνεύμα. Προσωπικά, δεν είμαι από τους υπερεννοιολογικούς καλλιτέχνες, για τους οποίους η περιγραφή είναι πιο σημαντική από το αντικείμενο. Με ενδιαφέρει το έργο να ενεργοποιεί το μάτι και το πνεύμα, και αν δεν τα καταφέρει, σημαίνει ότι δεν μπόρεσε να πείσει. Ο λόγος δίπλα από το εικαστικό αντικείμενο μού μοιάζει με δεκανίκι.
 
– Παρουσιάσατε στην Κωνσταντινούπολη έργα σας με αναφορές στην Πράσινη Γραμμή και την Κερύνεια. Είναι από τα πιο πολιτικά σας έργα; Αυτά τα έργα είναι αθόρυβες πολιτικές πράξεις. Το πρώτο έργο μου του 1995, στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, είναι σημαντικό επειδή έγινε σε μια περίοδο που οι Τούρκοι σημάδευαν φαντάρους στα φυλάκια. Ήταν μια έκθεση ειρηνιστική μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων καλλιτεχνών, σε επιμέλεια της Έφης Στρούζα και της Μπεράλ Μαντρά, σε μια προσπάθεια να δείξουν ότι το Αιγαίο μας ενώνει. Εκείνη την περίοδο όμως δεν έδιναν βίζα σε Κύπριους για να ταξιδέψουν στην Τουρκία. Έτσι, άρχισα να γράφω ένα γράμμα άρνησης συμμετοχής στην Τουρκάλα επιμελήτρια: «Πήρα το μήνυμά σας από το Βερολίνο. Συνειρμοί από την άλλοτε μοιρασμένη πόλη. Το διάβαζα ενώ βρισκόμουν σε απόσταση αναπνοής από το δικό μας τείχος…». Σιγά-σιγά το γράμμα έγινε ποιητικό, και κατέληξα να το κάνω έργο. Το έκανα σε λινοτυπική μηχανή με υλικό το χυτό μολύβι, το οποίο χρησιμοποιείται επίσης στις σφαίρες. Έγραψα ότι «…αυτά που διαπερνούν τα σύνορα και το πετσί μας, είναι ο ήχος πλάγιος δεύτερος…». Δηλαδή ο ήχος ο λαϊκός, ο βυζαντινός αλλά και του χότζα. Κι έτσι, ο ήχος του αμανέ του χότζα και ο ήχος του Ακάθιστου Ύμνου σε παράξενο, χαμηλόφωνο μιξάζ, συνόδευε τον θεατή στην αίθουσα την ώρα που διάβαζε το γράμμα. 
 
– Και πώς υλοποιήθηκε το έργο, αφού δεν μπορέσατε να ταξιδέψετε στην Κωνσταντινούπολη; Την εγκατάσταση την υλοποίησαν οι Τούρκοι καλλιτέχνες. Το 2007 παρουσίασα πάλι δουλειά μου στην Αγία Ειρήνη, στο Τοπ Καπί, με τίτλο «Ορίζοντας ή ακροαστικά φυλάκια». Είναι εννιά τσιμεντένιοι κύβοι με θυρίδες όπως αυτές του πολυβολείου, μέσα από τις οποίες βλέπεις σε οθόνες το κύμα (μνήμες της θάλασσας της Κερύνειας). Αυτό το έργο, που ανήκει σήμερα στην κρατική συλλογή, παρουσιάστηκε και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1997. 
 
 
– Είσαστε σε μια διαμάχη με την Ελεγκτική Υπηρεσία για ένα γλυπτό σας που είναι τοποθετημένο έξω από το κτήριό της. Τι γίνεται με αυτή την υπόθεση; Είναι το έργο «Κλεψύδρα», το οποίο επελέγη μετά από διαγωνισμό του 1%. Η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν θέλει να ανάβουν οι φωτεινοί αριθμοί από νέον που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του έργου. Ο κ. Οδυσσέας Μιχαηλίδης, υποστήριξε με επιστολή στον δικηγόρο μου ότι δεν είναι νομικά υποχρεωμένοι να ανάβουν τα φώτα του έργου. Αυτό είναι παράνομο, επειδή γίνεται παραποίηση πνευματικής εργασίας. Έγινε ένας νόμιμος διαγωνισμός, και μάλιστα πρόεδρος της επιτροπής που επέλεξε το έργο ήταν η κυρία Γιωρκάτζη, η οποία κατόπιν αποφάνθηκε ότι το φως και τα χρώματα προκαλούν. Διερωτώμαι, ποια μυαλά προκαλεί το έργο;
 
– Αυτό πιστεύετε πως έχει να κάνει με μια έλλειψη παιδείας; Και βέβαια είναι θέμα παιδείας. Και καλώ τον κ. Μιχαηλίδη να αντιληφθεί ότι οι αριθμοί μπορεί να σώζουν προσωρινά, αλλά ο πολιτισμός αιώνια. Η υπηρεσία του έχει την ευθύνη της συντήρησης του έργου. Οι πολιτικοί και οι άνθρωποι της εξουσίας αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό απαξιωτικά. Αν πάτε, για παράδειγμα, στο θέατρο, θα δείτε πάντα τις δυο μπροστινές σειρές άδειες: Είναι οι θέσεις που κρατήθηκαν για την εξουσία. Είναι σαν μια περφόρμανς που επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ στα θέατρα.
 
– Είναι μια μικρή ένδειξη του γιατί η τέχνη στην Κύπρο είναι στο περιθώριο; Δείχνει πολλά πράγματα. Δείχνει το επίπεδο του πολιτισμού μας. 
 
– Σε άλλες χώρες της Ευρώπης η δουλειά του καλλιτέχνη αναγνωρίζεται ως επάγγελμα, ενώ στην Κύπρο όχι. Τι γίνεται με το λεγόμενο στάτους του καλλιτέχνη; Δουλέψαμε πολύ γι’ αυτό το θέμα, σε 11 χρόνια είδαμε 4-5 υπουργούς Παιδείας. Δεν υπάρχει νομική υπόσταση του επαγγέλματος και οι καλλιτέχνες στην Κύπρο δεν μπορούν να έχουν κοινωνικές ασφαλίσεις και ιατρική περίθαλψη, εκτός αν δηλώσουν άλλο επάγγελμα. Το νομοσχέδιο είναι έτοιμο στο υπουργείο Παιδείας εδώ και τέσσερα χρόνια, αλλά το κράτος κωλυσιεργεί. Το στάτους του καλλιτέχνη το προωθούμε μαζί με άλλα σωματεία με αντικείμενο τον χορό, τη μουσική, τον κινηματογράφο κ.ά., αφού κανένα καλλιτεχνικό επάγγελμα δεν καλύπτεται. Αδιαφορούν πλήρως για τις ανάγκες των καλλιτεχνών, νομίζουν ότι ζούμε με τον αέρα. Όταν έκανα μια διάλεξη στη Γαλλία, γι’ αυτή τη μία ώρα μού κατέβαλαν κοινωνικές ασφαλίσεις, ιατρική περίθαλψη και αμοιβή.
 
– Αλήθεια, εσείς νιώθετε τυχερός που δεν χρειάστηκε να κάνετε άλλη δουλειά και καταφέρνετε να ζείτε από την τέχνη; Δεν έχω ασχοληθεί με τίποτε άλλο εκτός από την τέχνη, ζω από αυτήν και αυτό είναι ένα μεγάλο δώρο από τη ζωή. 

* Η έκθεση του Θεόδουλου Γρηγορίου «Νοητική Γεωγραφία» εγκαινιάζεται στις 9/11 στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος, στις 20:00, από τον δήμαρχο Λευκωσίας Κωνσταντίνο Γιωρκάτζη. Θα διαρκέσει ως τις 8/12. Τηλ. 22 766117.

 
maria.panayiotou@phileleftheros.com