«Τον Νοέµβριο του 1973 ήµουνα στο δεύτερο έτος, στους Χηµικούς Μηχανικούς. Από τις αρχές του µήνα γίνονταν οι συνελεύσεις των διαφόρων σχολών µέσα σ’ ένα κλίµα αναβρασµού. Τότε ξεκίνησαν να έρχονται και φοιτητές από άλλες σχολές. Μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσµος κι αποφασίστηκε η κατάληψη. Αυθόρµητα. Από την πεποίθησή µας ότι αυτό που επιχειρούσαµε ήταν ένας αγώνας αντίστασης. Αµέσως δηµιουργήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή που καθόρισε τα συνθήµατα, οργάνωσε τη σίτιση και την περιφρούρηση. Στη σχολή των Χηµικών ειδικά, µε τα αντιδραστήρια που υπήρχαν, έπρεπε ν’ αποκλείσουµε το ενδεχόµενο των βανδαλισµών. Το δικό µου το καθήκον ήταν στην περιφρούρηση.
Περάσαμε την πρώτη νύχτα μέσα στο Πολυτεχνείο. Το πρωί, μόλις χάραξε και βγήκε ο ήλιος, αισθανθήκαμε μιαν ανάταση. Από τα μεγάφωνα που είχαν τοποθετηθεί γύρω από το κτήριο ακούγονταν συνθήματα. Αμέσως νιώσαμε ότι κάτι διαφορετικό γινότανε. Δεν ήμασταν μόνο οι φοιτητές πια, είχαν έρθει και μαθητές και εργαζόμενοι. Αλλά και έξω, η συμπαράσταση του κόσμου ήταν συγκινητική. Αυτό πιστεύω ενεργοποίησε τα τανκς, όταν η χούντα κατάλαβε πώς η εξέγερση πήρε παλλαϊκό χαρακτήρα.
Τη δεύτερη ημέρα αποφάσισα να πάω στο σπίτι για να αλλάξω ρούχα. Έμενα λίγο πιο πάνω, στην οδό Οικονόμου. Ανεβαίνοντας στην πλατεία Εξαρχείων, τότε μόνο συνειδητοποίησα τον αληθινό αντίκτυπο. Όλα τα ραδιόφωνα ήταν συντονισμένα με τον ραδιοσταθμό «των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Περπατούσα και άκουγα να έρχεται από παντού εκείνη η χαρακτηριστική φωνή της Μαρίας Δαμανάκη… «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!». Κι έπαιζε θυμάμαι το απαγορευμένο τραγούδι «Σώπα, όπου να ‘ναι, θα σημάνουν οι καμπάνες». Έβλεπα στα πρόσωπά τους την ευφορία, ότι πλησιάζει επιτέλους η ανάσταση. Ήτανε σαν γιορτή. Ακόμα και ο καιρός, αν και Φθινόπωρο, ήτανε σύμμαχός μας. Μύριζε άνοιξη…
Μέσα στο Πολυτεχνείο η κατάσταση βεβαίως κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Μας έριχναν δακρυγόνα, γι’ αυτό κάποιοι έβαζαν βαζελίνη στα μάτια τους για να προστατευτούν. Ξέραμε ότι μπορεί να είχε άσχημο τέλος αυτή η ιστορία, όμως δεν μας απασχολούσε. Το νιώθαμε ως ιστορικό καθήκον. Γιατί δεν ήμασταν μόνοι, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μαζική. Μετά από τις εκκλήσεις του ραδιοσταθμού, ανοίξαμε την πόρτα των Χημικών στην Τοσίτσα και μας έφερναν τα φάρμακα στο πρόχειρο ιατρείο που δημιουργήθηκε. Έτσι μαζεύτηκε ένα βουνό από φάρμακα.
Όταν μπήκε το τανκ και ακούστηκε από τον ραδιοσταθμό εκείνη η συγκλονιστική απαγγελία του Ύμνου προς την Ελευθερία, εγώ ήμουνα μέσα στο κτήριο. Κάποια στιγμή ήρθε η Τώνια Μοροπούλου και μας είπε να βγούμε έξω διότι μπήκαν η Αστυνομία και ο Στρατός. Εμένα, για να με προστατεύσουν, με κρατούσαν δυο συνάδελφοι, ο Βαγγέλης και ο Μάκης. Όπως φεύγαμε, είδα ένα φορείο να μεταφέρει μια κοπέλα τραυματισμένη στο πόδι κι άκουσα τους στρατιώτες να της φωνάζουν «να πάτε στη Βουλγαρία να τα κάνετε αυτά». Βγήκαμε έξω και καθώς περπατούσαμε, δίπλα μας άνοιγαν οι πόρτες των πολυκατοικιών για να μπουν οι φοιτητές. Τον Βαγγέλη τον χάσαμε. Μετά μάθαμε ότι τον συνέλαβαν.
Την επόμενη ημέρα επέστρεψα στο Πολυτεχνείο. Όλα θύμιζαν φυσική καταστροφή. Αυτό το θλιβερό τοπίο θα είδε και ο Καμπανέλης όταν έγραψε το «Ορέστη απ’ τον Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη…». Οι στίχοι του με αγγίζουν βαθιά γιατί τους βίωσα όταν ήρθε ο πατέρας του συμφοιτητή μου του Γιώργου και τον αναζητούσε. Ήξερε ότι έμενα κοντά στη σχολή και υπολόγιζε ότι θα τον έβρισκε στο σπίτι μου. Την ίδια αγωνία αναγνώρισα και στο πρόσωπο του αδελφού του Βαγγέλη. Αλλά και στα μάτια της θείας μου όταν έψαχνε τον γιο της με τη φωτογραφία του το 1974. Ήταν ο ίδιος πόνος.
Μέσα από εκείνες τις δραματικές στιγμές που έζησε η γενιά μου, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί αυτός ο αγώνας με βοήθησε να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Να έχω κοινωνικές ευαισθησίες και ψηλά το αίσθημα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Να αντιλαμβάνομαι το χρέος. Ήμουν εκεί γιατί αισθανόμουν ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Έτσι έπρεπε να γίνει. Όμως δεν ένιωθα ότι έκανα κάτι ηρωικό. Αυτό που λένε ότι κανείς δεν γεννιέται ήρωας ισχύει απόλυτα. Υπό τις συνθήκες μπορείς να κάνεις πράγματα που άμα τα βλέπεις απ’ έξω τα προσλαμβάνεις ως «ηρωικά». Εγώ κρατώ ότι ο καθένας μας είχε τη συμβολή του. Είναι πολύ πιο δύσκολο σε συνθήκες ομαλές να σηκώσεις ανάστημα. Όταν όμως σε παρασύρουν τα γεγονότα, θα το κάνεις».
*Η Ελένη Αντωνίου Τσιελεπή αποφοίτησε το 1977. Στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό της και δούλεψε στο Πολυτεχνείο μέχρι το 1984. Φέτος αφυπηρέτησε ως διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης. Αυτή είναι η πρώτη της δημόσια αφήγηση για την εξέγερση που σημάδεψε τη ζωή της.