– Και η δημοσιογραφία πώς προέκυψε; Τα αρχικά σχέδιά μου ήταν να πήγαινα στην Αμερική για να σπουδάσω μαθηματικά ή οικονομία. Όμως γνωρίστηκα τυχαία μ’ ένα παιδί που έγραφε ποιήματα όπως εγώ και είπαμε «δεν φτιάχνουμε ένα περιοδικό;». Και φτιάξαμε ένα περιοδικό με συνδρομές. Έκτοτε, ασχολούμουν συνέχεια με τα περιοδικά και τη δημοσιογραφία. Μετά βρέθηκα στο «Βήμα», έπειτα έκανα ραδιόφωνο. Στο «Βήμα» έκανα και τις μεγάλες συνεντεύξεις. Ξεκίνησα με ζευγάρια, η πρώτη ήταν με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη Δήμητρα Λιάνη.
– Οι γονείς σας συμφωνούσαν με τις επιλογές σας; Από 16 χρονών ήμουν μόνος μου, γιατί οι γονείς μου είχαν άλλα σχέδια για μένα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να έχεις ένα σχέδιο για το παιδί σου ή για τον σύντροφό σου…
– Ποιο ήταν το σχέδιο των γονιών σας; Ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσω μαθηματικά, να βγάζω χρήματα όπως αυτός – ήταν Πολιτικός Μηχανικός. Ήθελε να γίνω ένας άνθρωπος που να νιώθει περήφανος γι’ αυτόν. Εμένα δεν με ενδιέφερε να γίνω αυτό που ήθελε ο πατέρας μου, ήθελα να εκτεθώ στη μοίρα μου.
– Εσείς δεν είχατε παρόμοια αγωνία για τον γιο σας; Ο γιος μου είναι 23 χρονών και δεν έχω καμιά αγωνία για το τι θα κάνει στη ζωή του. Με ενδιαφέρει όταν τον συναντώ να έχει κάτι ενδιαφέρον να μου πει. Και σ’ αυτές τις συναντήσεις μου λέει πράγματα τα οποία δεν έχω σκεφτεί ποτέ. Μου γυρίζει το μυαλό ανάποδα…
– Κάνατε συνολικά κάπου 3.500 συνεντεύξεις με σημαντικές προσωπικότητες. Τι είναι αυτό που έκανε τις συνεντεύξεις σας να ξεχωρίζουν; Όταν ήμουν παιδί, ήθελα να γράψω βιβλία, όμως δεν μπορούσα. Μέσα από τις συνεντεύξεις, είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω ήρωες τους οποίους αντιμετώπιζα μυθιστορηματικά. Η διαφορετικότητα των συνεντεύξεών μου ήταν ότι εγώ δεν πήγαινα να μάθω, για παράδειγμα, πώς έκανε μια σκηνή στον «Ταξιτζή» ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Με ενδιέφερε ο τρόπος που μπορεί να σκεφτόταν ένας άνθρωπος που έχει ακουμπήσει τη φήμη και πώς αυτός ο άνθρωπος είχε βρει ένα δρόμο στη ζωή του. Δηλαδή, αν έγραφα μυθιστόρημα και είχα τη δυνατότητα να επινοήσω τους ήρωες, αυτά τα ερωτήματα θα διαχειριζόμουν. Αυτό είχε τεράστιο ενδιαφέρον και για τους ανθρώπους που συναντούσα. Αρκετοί μου ζητούσαν τις συνομιλίες μας και τις περιλάμβαναν στα βιβλία τους. Η Αμπράμοβιτς, για παράδειγμα, μου είπε πως ποτέ δεν έχει ξαναπεί αυτά που βγήκαν στη συνέντευξη.
– Θεωρείτε τα πρόσωπα που συναντήσατε μυθιστορηματικούς ήρωες; Ναι, για μένα ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ήταν ήρωες, πρόσωπα μυθιστορηματικά. Ο Σαραμάγκου είχε τον εσωτερικό κόσμο που περιέγραφε στα βιβλία του κι εμείς μέσα από αυτόν επικοινωνούμε με τον δικό μας κόσμο. Αυτό είναι τα βιβλία. Τι είναι αλήθεια ο Οδυσσέας του Τζόις, ο Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι; Ήρωες είναι όλοι αυτοί.
– Τι κρατάτε από αυτές τις συναντήσεις; Είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και για μένα. Και πιστεύω ότι είναι τυχεροί οι άνθρωποι που είχαν τέτοιες μεγάλες συναντήσεις στη ζωή τους. Κάθε συνάντηση με αυτούς τους ανθρώπους ήταν ένα μεγάλο ταξίδι. Γι’ αλλού πήγαινα και αλλού βρέθηκα.
– Έχουν αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεστε; Έθεσαν σε κίνηση τον μηχανισμό του πώς να σκέφτομαι, να ονειρεύομαι. Ο καθένας ακολουθεί μια διαδρομή, που μέσα από αυτήν απαντά στο φαινόμενο της ζωής. Τα μεγάλα ερωτήματα που καθορίζουν τη ζωή υπάρχουν στη δημοσιογραφία, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Στα ίδια ερωτήματα, απαντάμε με ένα διαφορετικό τρόπο. Μας απασχολεί ο θάνατος, μας απασχολεί το πώς βρίσκουμε τον δρόμο μας, το γιατί επιλέξαμε να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο κι όχι κάτι άλλο, πώς βρεθήκαμε σε κάποια σταυροδρόμια, ποιο είναι το δυνατό στοιχείο στη ζωή μας που μας οδηγεί να πάμε προς μια κατεύθυνση. Τι κατευθύνει τις σκέψεις μας; Πώς ξεπερνάς τα όρια σου;
– Βρήκατε απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα; Όχι, αλλά με απασχολούν πολύ. Πάντα στη ζωή μου άνοιγα έναν άλλο δρόμο, ο οποίος κάπου με πήγαινε. Πάντα υπήρχε μια άλλη λύση γύρω από τα πράγματα. Όλα τα βιντεοπαιχνίδια που παίζουν τα παιδιά μας έχουν ένα ενδιαφέρον. Σου δίνουν τη δυνατότητα να επιλέξεις ένα διαφορετικό δρόμο από αυτόν του δημιουργού του παιχνιδιού, να παίξεις δηλαδή αλλιώς το παιχνίδι. Αυτό είναι η ζωή.
– Το γεγονός ότι ακολουθούσατε συνεχώς νέους δρόμους, δεν σας οδήγησε και σε αδιέξοδα κάποτε; Μόνο σε αδιέξοδα βρισκόμουν. Αλλά δεν υπάρχουν μεγαλύτερες διέξοδοι από τα αδιέξοδα. Τις πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις τις κάνεις όταν ξέρεις ότι θα ηττηθείς. Όταν τα πράγματα προκύπτουν όπως τα φαντάζεσαι, δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Ησυχάζει η ψυχή σου και σιγά-σιγά, πεθαίνεις όρθιος. Μεγαλώνουμε με τον φόβο του αδιεξόδου, το «τι θα μου συμβεί τώρα». Ακόμα και μια εσωτερική ή μια εξωτερική απειλή, σου προκαλεί το ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι φοβούνται πολύ αυτό που θα συμβεί. Όμως αυτό που θα συμβεί, είναι αυτό που θα μας κάνει να σκεφτούμε. Εγώ είμαι ανοικτός σ’ αυτό.
– Το ότι οδηγηθήκατε σε αδιέξοδα είχε και κάποιο κόστος; Δεν υπάρχει άνθρωπος που απολαμβάνει τη ζωή, χωρίς να απολαμβάνει και τα πάνω και τα κάτω της. Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος απολαμβάνει τη φήμη και δεν έχει πάρει λάσπη.
– Εσείς έχετε δεχθεί λάσπη; Όταν ανεβαίνεις μια σκάλα και ξεχωρίζεις από τους πολλούς, δεν μπορείς να τα βάζεις με τους ανθρώπους που προσπαθούν να κοιτάξουν το βρακί σου από κάτω. Δεν μπορείς να τα βάζεις με τους ανθρώπους που λένε κακά πράγματα για σένα. Λέγανε ότι τις συνεντεύξεις τις έβγαζα από το μυαλό μου, αλλά όλοι τις διαβάζανε. Και λες, αφού γράφω τόσο ενδιαφέροντα πράγματα, γιατί να μη γράφω βιβλία και όχι συνεντεύξεις; Θυμάμαι κάποτε που στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβαλλόταν μια ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στην παρουσία του και όλος ο δεύτερος εξώστης με ανθρώπους του επαγγέλματος φώναζε «νύστα… νύστα…». Ένας από τους 10 μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών το έχει υποστεί κι αυτό.
– Σας στοίχισε που αποχωρήσατε από το «Βήμα» και σταματήσατε τις συνεντεύξεις με σημαντικά πρόσωπα; Είχα μια καθημερινότητα και μια δύναμη, ήμουν ο νούμερο δύο κάτω από τον Ψυχάρη στο «Βήμα». Είχα βγάλει 33 περιοδικά στον Όμιλο Λαμπράκη και έκανα τεράστια πράγματα. Όταν φεύγεις από μια οικογένεια που έκανες όλα αυτά, ψιλοστεναχωριέσαι. Όμως θυμάμαι ότι, όταν ήμουν παιδί, ο δάσκαλος στα μαθηματικά έλεγε «ο Θανάσης μέχρι το διάλειμμα να βρει μια άλλη λύση στο ίδιο πρόβλημα». Αυτό είναι το κύριο στοιχείο που με χαρακτηρίζει. Οτιδήποτε και να κάνω στη ζωή μου, πάντα σκέφτομαι και την άλλη λύση. Έτσι, μόλις μου προκύπτει ένα πρόβλημα, δεν μένω σ’ αυτό αλλά σκέφτομαι τι θα κάνω, πώς θα βγω από το αδιέξοδο.
– Μέσα από ένα τέτοιο αδιέξοδο οδηγηθήκατε στη ζωγραφική; Πάντα στη ζωή μου ζωγράφιζα – στις συσκέψεις, παντού. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα πάντα τετράδια στα οποία έγραφα και ζωγράφιζα. Ένα τέτοιο τετράδιο είδε ο Μόραλης και μου είπε πως τα σχέδιά μου είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Με σύστησε σ’ έναν επιμελητή στο Παρίσι, ο οποίος με ενθάρρυνε να προχωρήσω. Έπειτα άρχισα να κάνω μεγάλους καμβάδες, χωρίς να ξέρω τίποτα. Όταν έκανα μια συνέντευξη με τον Δάκη τον Ιωάννου, συναντηθήκαμε στο σπίτι μου. Είχε δει στο σαλόνι μου τα μεγάλα έργα και μου ζήτησε να τα αγοράσει. Αυτό με ενθάρρυνε. Όταν έφυγα από τη δημοσιογραφία, βρήκα διέξοδο στην τέχνη και πήρα μια άλλη πορεία.
– Ο τίτλος της έκθεσής σας στη Λευκωσία, «Η Ζωή Είναι Αλλού», είναι εμπνευσμένος από ένα βιβλίο του Μίλαν Κούντερα. Πώς συνδέεται με τα έργα σας; Ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ και λατρεύω τη δουλειά του είναι ο Ακριθάκης. Για μένα είναι «παρών» στη ζωή μου. Του είχα κάνει την τελευταία συνέντευξη προτού πεθάνει. Ο Ακριθάκης είχε δημιουργήσει τις βαλίτσες, μια δουλειά ενδιαφέρουσα. Εγώ έφτιαξα αυτές τις βαλίτσες, που είναι εμπνευσμένες από αυτόν, αλλά από ένα σημείο και μετά η δουλειά μου διαφοροποιείται. Δηλώνει ότι η ζωή είναι κάπου αλλού, δεν είναι αυτή που ζούμε. Δεν πιστεύω ότι αυτό που ζούμε κάθε μέρα και μας απασχολεί από το πρωί ως το βράδυ είναι η ζωή μας. Θα ’πρεπε να γίνουμε φυγάδες της καθημερινότητάς μας, για να συναντήσουμε τη ζωή μας. Η ζωή του καθενός μας ανασαίνει κάπου αλλού: Εκεί που νιώθουμε καλά.
– Εσείς έχετε πάει σ’ αυτό το «κάπου αλλού»; Ξέρω ότι εκεί πρέπει να πάω. Οι δυσκολίες υπάρχουν. Εάν είσαι σε μια μπανιέρα λύσεων, είναι πολύ δύσκολο να βγεις να κολυμπήσεις στη θάλασσα. Έχει μεγάλη σημασία να χαίρεσαι τη ζωή όπως ένα παιδί. Τώρα καταλαβαίνω σε βάθος τη φράση του Πικάσο, «θα ήθελα μεγαλώνοντας να ζωγραφίζω όλο και πιο κοντά στη ζωγραφική ενός παιδιού». Είναι μεγαλειώδης η παιδική ζωγραφική. Γι’ αυτό είναι σπουδαίος ο Μπασκιά, ο οποίος κατάφερε να κάνει μια ζωγραφική αθώα, χωρίς καμιά πρόθεση.
– Αν μπορούσατε σήμερα να ξανασυναντήσετε κάποιο από τα πρόσωπα με τα οποία μιλήσατε, ποιους θα επιλέγατε; Είναι ατέλειωτη η συζήτησή μου με τον Μιτεράν, τον Σιμόν Πέρες, τον Παπανδρέου. Ήταν εξαιρετικοί στη συζήτηση, παρά τα ελαττώματά τους. Θα ήθελα να συναντήσω τον Τρούμαν Καπότε, τον Ζοζέ Σαραμάγκου -με τον οποίο θα μπορούσα να συζητήσω πράγματα που με απασχολούν προσωπικά- τη Λουίζ Μπουρζουά, τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ. Η σκέψη της Μπουρζουά είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μου είχε πει ότι η μόνη επαναστατική πράξη στην εποχή μας είναι η απόφαση. Σε μια νέα συνάντηση με αυτούς τους ανθρώπους, πάλι θα είχα πράγματα να τους ρωτήσω, επειδή έχω αλλάξει εγώ.
– Και αν κάνατε τώρα συνεντεύξεις, ποιους έχετε την περιέργεια να γνωρίσετε από κοντά; Ο Πούτιν, γιατί έχει ενδιαφέρον να ανακαλύψω τον ψυχισμό του, τι έχει μέσα στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος που γοητεύει ένα λαό. Θα ήθελα να τον παρακολουθούσα στη ζωή του προτού γίνει πρόεδρος. Θα ήθελα να μιλήσω με τον Νορβηγό συγγραφέα Τζο Νέσμπο, με τον Λιονέλ Μέσι, τον ποδοσφαιριστή. Με ενδιαφέρει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο καλαθοσφαιριστής. Όμως, αν έκανα τώρα συνεντεύξεις, θα έφτιαχνα ένα περιοδικό χωρίς ούτε έναν επώνυμο. Θα μιλούσα με ανώνυμους, για να δείξω ότι ενδιαφέρον έχει και ένας άνθρωπος άγνωστος εκεί έξω.
– Είστε ευτυχισμένος με τη ζωή σας; Είμαι ευτυχισμένος που πήρα ένα δρόμο πολύ ουσιαστικό στη ζωή μου. Δεν είναι ότι δεν έχω στεναχώριες και προβλήματα. Έχω ζήσει μεγάλες καταστροφές. Ό,τι μου συνέβη, μου έμαθε πράγματα. Είναι πολύ σημαντικό να ησυχάσεις απέναντι στο θάνατο. Με απασχολεί πολύ το ότι σε λίγο δεν θα υπάρχω. Δεν θα ξανάρθω ποτέ. Τι ήρθα να κάνω εγώ; Θεωρώ ότι το να γνωρίζεις την κατάληξή σου δεν έχει ενδιαφέρον, ενώ το αντίθετο σε κρατά ζωντανό. Η άγνοια σε κρατά σε μια αγωνία και σε σπρώχνει να προσπαθείς να υπερβείς τα όρια σου. Είναι πολύ σημαντικό να κλείνεις στην «αποθήκη» το εγώ σου. Και σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου δεν προσπαθώ να έχω πράγματα, προσπαθώ να δίνω. Δεν θέλω να έχω χρήματα, ικανότητες, ευκολίες. Μόνο να δίνω θέλω τώρα πια. Έχω περάσει πολύ καλά στη ζωή μου και αυτό είναι μια μεγάλη περιουσία για μένα.
* Η έκθεση του Θανάση Λάλα «Η Ζωή Είναι Αλλού», στην Alpha C.K, Gallery θα διαρκέσει ως τις 13/11, τηλ. 22751325.