Ο Φώτης Νικολάου αντιμετωπίζει με κάθε νέα χορογραφική δουλειά το ίδιο άγχος, τα ίδια ερωτήματα και τις ίδιες αμφιβολίες με την πρώτη.
Η κυπριακή πολιτιστική επικαιρότητα «έχασε» τον Φώτη Νικολάου πολύ νωρίς, πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες, όταν άνοιξε τα φτερά του για να σπουδάσει και να δοκιμαστεί με τους κορυφαίους στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη. Ποτέ όμως δεν έριξε μαύρη πέτρα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάφερνε να βάζει τα λιθαράκια του στη θεαματική εξέλιξη που έχει γνωρίσει ο σύγχρονος χορός στο νησί την τελευταία 15ετία. Κι όσο περνούν τα χρόνια η παρουσία του εδώ είναι όλο και πυκνότερη. Αυτή την περίοδο χορογραφεί και ερμηνεύει στη νέα παραγωγή «Τάματα» στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος ενίσχυσης Τερψιχόρη 2018. Ακόμη, ετοιμάζεται πυρετωδώς για τις Δράσεις Β’ Τριμήνου στις Αποθήκες του ΘΟΚ των οποίων έχει αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια με τον Θανάση Γεωργίου. Παράλληλα, εμπλέκεται σ’ ένα φιλόδοξο πολυθέαμα που υπολογίζεται να παρουσιάζεται για τα επόμενα 3-5 χρόνια στο Auditorium della Conciliazione της Ρώμης, με θέμα τον Μιχαήλ Άγγελο και τη δημιουργία της Καπέλα Σιξτίνα. Πρόκειται για μια παραγωγή της διεθνούς φήμης καλλιτεχνικής εταιρείας Balich Worldwide Shows, για την οποία ο Φώτης, που ανέλαβε τη χορογραφική και κινησιολογική επιμέλεια, καλείται κάθε 4- 5 μήνες να πηγαίνει στην ιταλική πρωτεύουσα για έλεγχο και ανανέωση του υλικού.
– Πώς ξεκινάει μια χορογραφική ιδέα και πού καταλήγει λίγες στιγμές πριν ανάψουν τα φώτα; Ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ξεκίνησε. Καθημερινά παρατηρώ και καταγράφω ιδέες και εικόνες που για κάποιο λόγο μού ερεθίζουν το μυαλό και τη σκέψη. Βλέπω ταινίες, διαβάζω ποίηση και συλλέγω στιγμές και λόγια που με γοητεύουν. Η ίδια η ζωή, η καθημερινότητα ή τα αναπάντεχα που έρχονται ανοίγουν κόσμους τους οποίους κρατώ, αρχειοθετώ και σιγά- σιγά όλες αυτές οι μνήμες και τα ερεθίσματα έρχονται και αναζητούν διέξοδο. Τότε αρχίζω να πλάθω και να σκηνοθετώ εικόνες που σχεδόν από μόνες τους μου δείχνουν το δρόμο. Η εξέλιξή του όμως αλλάζει ακόμη περισσότερο όταν οι ιδέες συναντούν τους υπόλοιπους ερμηνευτές, οι οποίοι με τη σειρά τους προσθέτουν άλλο ένα επίπεδο αντίληψης πάνω στη δική μου αρχική ιδέα. Έτσι το έργο «μου» αρχίζει να γίνεται έργο «μας» όπου χάνονται τα όρια και παλεύουμε όλοι ως σύμμαχοι για έναν σκοπό.
– Αντιμετωπίζεις κάθε νέα δουλειά ως ένα καλλιτεχνικό πείραμα; Κάθε φορά είναι σαν να ξεκινάω και να δοκιμάζομαι για πρώτη φορά. Το ίδιο άγχος, τα ίδια ερωτήματα και αμφιβολίες. Άρα, πάντα ξεκινάω σαν πρωτάρης έτοιμος να πειραματιστεί. Ναι, ή αίσθηση και η διάθεση είναι πάντα πειραματική και με φοβερή διάθεση για ρίσκο ακόμα και για αποτυχία. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι μέρος του πειραματισμού και της διαδικασίας που μας βοηθούν να εξελιχθούμε καλλιτεχνικά. Παρ’ όλη τη διάθεση για πειραματισμό, όμως, πάντα καταλήγουμε να κινούμαστε μέσα στα πλαίσια και όρια της προσωπικής μας ταυτότητας. Έχοντας δοκιμαστεί και δοκιμάσει διάφορες φόρμες, τάσεις και αισθητικές πιστεύω ότι καταλήγουμε στη προσωπική μας εκφραστική γραμμή και ύφος το οποίο αγαπάμε, μάς αφορά και μπορούμε να το δουλέψουμε. Εκεί μέσα πειραματιζόμαστε. Σκάβουμε και εμβαθύνουμε μέσα στο δικό μας «σπίτι», όχι στο «σπίτι» του γείτονα, προσπαθώντας πάντα να βρούμε τη καρδιά του έργου, τον πυρήνα της αναζήτησής μας.
– Γιατί αποφεύγεις τα απευθείας μηνύματα προς το κοινό; Επιλέγω την απευθείας έκθεση στο κοινό, σωματική και συναισθηματική, η οποία πιστεύω ότι μπορεί να μεταφέρει πολλαπλά μηνύματα και κυρίως μηνύματα που μπορούν να διαβαστούν με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τον θεατή, την εμπειρία του, τη φύση του και κυρίως τη στιγμή της ζωής του που η παράσταση τον συναντά. Το ξεκάθαρο και απόλυτο μήνυμα με τρομάζει. Αρχικά με τρομάζει στη ζωή, αφού δεν πιστεύω στις δογματικές και απόλυτες απόψεις άρα ακόμη περισσότερο δεν θα ήθελα να συμβαίνει στη τέχνη μου, όπου μπορώ να μιλήσω για την ελευθερία. Τα πράγματα τα οποία στη δική μου ζωή και σκέψη είναι καθορισμένα και αμετάκλητα, δεν θα τα κάνω ποτέ έργο κι ούτε θα τα περάσω ως μηνύματα. Είναι προσωπικά και θα παραμείνουν προσωπικά. Τα ερωτήματα είναι πού θέλω ν’ ακουμπώ μέσα από τα έργα μου και να τα μοιράζομαι με το κοινό. Τους φόβους, τις αμφιβολίες, τα «ίσως», τα «μήπως». Εάν ήθελα να μεταφέρω απόλυτες απόψεις, θα επέλεγα να γίνω πολιτικός.
– Πώς πιστεύεις ότι λειτουργούν τα έργα σου στον θεατή; Υποσυνείδητα και ύπουλα! Μην έχοντας μια ρεαλιστική και γραμμική εξέλιξη και μέσα από το θραυσματικό σύμπαν που σχεδόν πάντα επιλέγω να συνθέτω, ο θεατής καλείται να επεξεργαστεί έναν κόσμο από εικόνες, στιγμές συναισθηματικές οι οποίες πολλές φορές μπορεί να μοιάζουν αποσπασματικές, αλλά πηγάζουν πάντα μέσα από ένα κοινό κόσμο. Οι «ήρωες» στα έργα μου εμφανίζονται πάντα με μία πληγή, βρίσκονται σε μία συναισθηματική δόνηση, ανάλογα με τη θεματική του έργου.
– Αυτή η πληγή είναι αποκύημα της φαντασίας; Όχι, είναι συναισθήματα και αισθήσεις που όλοι έχουμε βιώσει, μάς έχουν ίσως καταβάλει κάποιες φορές ή μάς έχουν τρομάξει. Φέρνοντας στη σκηνή αισθήσεις και συναισθήματα που έχουμε όλοι αισθανθεί ή κρύβονται βαθιά στο υποσυνείδητο, προσδοκώ ο κάθε θεατής να βρει στιγμές μέσα στη παράσταση με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί, να τις αναγνωρίσει και κυρίως να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος του.
– Πώς συνδέεται η προσωπική ζωή και οι καθημερινές σου ανησυχίες με το περιεχόμενο της δουλειάς σου; Πάντα επιλέγω να τα διαχωρίζω: τώρα δουλειά – τώρα παιχνίδι. Στο τέλος όμως όλα αυτά, τέχνη και ζωή, γίνονται ένα. Η καθημερινότητα, η προσωπική μου ζωή εισχωρεί πάντα στα έργα και η τέχνη, η αισθητική και πάνω απ’ όλα η ποιητική γίνεται μέρος της καθημερινότητάς μου. Δεν μού είναι εύκολο, σχεδόν είναι αδύνατον να δω ξανά τη ζωή και να αντιληφθώ τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους χωρίς την ποίηση, τη διάθεση να δω πίσω από τις πράξεις και να δεχτώ απλά ότι έτσι είναι η ζωή. Έχω απαιτήσεις από τη ζωή και τους ανθρώπους.
– Ποια θέματα σε απασχολούν περισσότερο, από ποια γεγονότα και καταστάσεις αντλείς κυρίως ερεθίσματα; Την απώλεια και το πένθος. Παρόλο που προσωπικά φαίνεται να διαχειρίζομαι, σχεδόν με ευκολία, την αναπόφευκτη συνάντησή μου με το θάνατο, δεν μπορώ εύκολα να τη διαχειριστώ σε σχέση με τους ανθρώπους που χάνω στη ζωή μου. Το ίδιο και στην καθημερινότητά μου σε σχέση με φίλους, συντρόφους και αγαπημένους. Έτσι αυτή η «πληγή» με την οποία δύσκολα μπορώ να συνδιαλλαγώ και να διαχειριστώ βρίσκει διέξοδο στα έργα μου. Συχνά τα έργα μου πενθούν, ίσως είναι ο τρόπος μου να πω «αντίο» και να περάσω από το φως στο σκοτάδι.
– Με ποια από τα έργα σου συνδέθηκες περισσότερο; Το «Love Shots» είναι σίγουρα ένα έργο καθοριστικό για μένα, αφού ήταν η πρώτη μου χορογραφική δουλειά και μπόρεσε να επικοινωνήσει άμεσα και πολύ προσωπικά με το κοινό και γιατί μου έδειξε το δρόμο. Αυτό το έργο μ’ έκανε να τολμήσω να δοκιμαστώ στη χορογραφία. Επίσης η «Ώρα Ενάτη» ήταν η μοναδική φορά που κατάφερα να κάνω πρόβες για τέσσερις μήνες. Αυτό με βοήθησε να πειραματιστώ, να δοκιμάσω κι έτσι κατάφερα να ανακαλύψω μια καινούργια γλώσσα που με καθορίζει μέχρι τώρα. Με ωρίμασε καλλιτεχνικά, αλλά και προσωπικά.
– Είσαι περισσότερο ο εαυτός σου χορεύοντας ή χορογραφώντας; Σίγουρα χορεύοντας, αφού δεν με καθορίζει τίποτ’ άλλο παρά μόνο το δικό μου συναίσθημα και διάθεση. Στη χορογραφική δουλειά βλέπω περισσότερο εμένα σε σχέση με τους γύρω, τους συμπαίκτες μου και τη σχέση μου με τους άλλους. Επίσης, το γεγονός ότι στη διαδικασία της χορογραφίας ζητώ υλικό κι από τους συνεργάτες/ χορευτές, κάνει το χορογραφικό αποτέλεσμα πιο συλλογικό και λιγότερο προσωπικό από κινησιολογικής απόψεως.
– Πως θα αποτιμούσες το πρόγραμμα Τερψιχόρη; Σίγουρα ο σημαντικότερος και ουσιαστικότερος θεσμός στήριξης του χορού στη Κύπρο. Οι χορογράφοι έχουν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν ένα έργο με απαιτήσεις, μπορούν να απασχολήσουν μεγάλο αριθμό χορευτών και να τους πληρώσουν κανονικά σαν επαγγελματίες, να έχουν ένα μεγαλύτερο αριθμό συνεργατών (σκηνογράφο, ενδυματολόγο, μουσικό) κι έτσι να δημιουργήσουν έργα πιο ολοκληρωμένα. Στην Πλατφόρμα Σύγχρονου Χορού βλέπουμε πάντα τις ιδέες μιας χορογραφίας. Στην Τερψιχόρη έχεις τη δυνατότητα να εργαστείς μακροπρόθεσμα, με μεγαλύτερες οικονομικές παροχές και να ολοκληρώσεις τις ιδέες σου. Μακάρι μέσα στα επόμενα χρόνια κι αφού ο αριθμός των χορογράφων αυξάνεται κάθε χρόνο, να αυξηθεί κι ο αριθμός των ατόμων που επιχορηγούνται.
– Πώς έχει εξελιχθεί η τέχνη του χορού στην Κύπρο; Η χορογραφική δημιουργία και εξέλιξη έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. Αρχικά γιατί η πολιτεία είναι εκεί για το χορό, τον στηρίζει και πιστέψτε με, ζώντας στο εξωτερικό και ταξιδεύοντας πολύ, οι παροχές που έχουμε είναι αξιοζήλευτες και πολλές χώρες θα τις επιθυμούσαν. Οι Κύπριοι χορογράφοι, με τόλμη δημιούργησαν και χάραξαν την προσωπική τους καλλιτεχνική ταυτότητα, αποδεσμευμένοι από κλισέ, προκαταλήψεις και τάσεις. Ο χάρτης της χορευτικής σκηνής άνοιξε, έγινε πιο πολυδιάστατος κι ήρθε έτσι και το κοινό αντιμέτωπο με καινούργιες ιδέες και απόψεις. Μετακινήθηκε από αυτά που έμαθε να ονομάζει χορό. Ο θεατής δεν είναι απλώς παρατηρητής χορευτών με ωραία σώματα που κινούνται καλαίσθητα σε όμορφα μουσικά θέματα. Ο χορογράφος είναι ένας σκεπτόμενος καλλιτέχνης κι ο θεατής πια ένας ενεργητικός παρατηρητής.
– Τι θα έλεγες ότι δεν έχει επιτευχθεί; Η ενσωμάτωση των νέων χορευτών και δημιουργών στο χορευτικό χάρτη. Τα σχήματα των καταξιωμένων χορογράφων δεν επιτρέπουν πολλές φορές τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού χορευτών, παραμένουν στις συνεργασίες τους με τους μόνιμους «παλιούς» τους συνεργάτες κι έτσι οι νέοι χορευτές δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να χορέψουν πλάι στους έμπειρους επαγγελματίες και να ξεκινήσουν δειλά- δειλά τη καλλιτεχνική τους πορεία. Υποχρεώνονται να δημιουργούν δικά τους σχήματα, μέσα από την ανάγκη τους για έκφραση και δημιουργία και προσπαθούν μόνοι να σταθούν χωρίς βοήθεια. Είναι σημαντικό να βρεθεί ο σωστός τρόπος ώστε οι νέοι καλλιτέχνες του χορού να βρουν διέξοδο, γιατί αυτή τη στιγμή είναι σαν μετανάστες σε αφιλόξενη χώρα.
INFO: «Τάματα», 28 Νοεμβρίου, Λευκωσία, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ, 7777 2717, 4 Δεκεμβρίου, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 77777745 8.30μ.μ.
– Πώς ξεκινάει μια χορογραφική ιδέα και πού καταλήγει λίγες στιγμές πριν ανάψουν τα φώτα; Ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ξεκίνησε. Καθημερινά παρατηρώ και καταγράφω ιδέες και εικόνες που για κάποιο λόγο μού ερεθίζουν το μυαλό και τη σκέψη. Βλέπω ταινίες, διαβάζω ποίηση και συλλέγω στιγμές και λόγια που με γοητεύουν. Η ίδια η ζωή, η καθημερινότητα ή τα αναπάντεχα που έρχονται ανοίγουν κόσμους τους οποίους κρατώ, αρχειοθετώ και σιγά- σιγά όλες αυτές οι μνήμες και τα ερεθίσματα έρχονται και αναζητούν διέξοδο. Τότε αρχίζω να πλάθω και να σκηνοθετώ εικόνες που σχεδόν από μόνες τους μου δείχνουν το δρόμο. Η εξέλιξή του όμως αλλάζει ακόμη περισσότερο όταν οι ιδέες συναντούν τους υπόλοιπους ερμηνευτές, οι οποίοι με τη σειρά τους προσθέτουν άλλο ένα επίπεδο αντίληψης πάνω στη δική μου αρχική ιδέα. Έτσι το έργο «μου» αρχίζει να γίνεται έργο «μας» όπου χάνονται τα όρια και παλεύουμε όλοι ως σύμμαχοι για έναν σκοπό.
– Αντιμετωπίζεις κάθε νέα δουλειά ως ένα καλλιτεχνικό πείραμα; Κάθε φορά είναι σαν να ξεκινάω και να δοκιμάζομαι για πρώτη φορά. Το ίδιο άγχος, τα ίδια ερωτήματα και αμφιβολίες. Άρα, πάντα ξεκινάω σαν πρωτάρης έτοιμος να πειραματιστεί. Ναι, ή αίσθηση και η διάθεση είναι πάντα πειραματική και με φοβερή διάθεση για ρίσκο ακόμα και για αποτυχία. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι μέρος του πειραματισμού και της διαδικασίας που μας βοηθούν να εξελιχθούμε καλλιτεχνικά. Παρ’ όλη τη διάθεση για πειραματισμό, όμως, πάντα καταλήγουμε να κινούμαστε μέσα στα πλαίσια και όρια της προσωπικής μας ταυτότητας. Έχοντας δοκιμαστεί και δοκιμάσει διάφορες φόρμες, τάσεις και αισθητικές πιστεύω ότι καταλήγουμε στη προσωπική μας εκφραστική γραμμή και ύφος το οποίο αγαπάμε, μάς αφορά και μπορούμε να το δουλέψουμε. Εκεί μέσα πειραματιζόμαστε. Σκάβουμε και εμβαθύνουμε μέσα στο δικό μας «σπίτι», όχι στο «σπίτι» του γείτονα, προσπαθώντας πάντα να βρούμε τη καρδιά του έργου, τον πυρήνα της αναζήτησής μας.
– Γιατί αποφεύγεις τα απευθείας μηνύματα προς το κοινό; Επιλέγω την απευθείας έκθεση στο κοινό, σωματική και συναισθηματική, η οποία πιστεύω ότι μπορεί να μεταφέρει πολλαπλά μηνύματα και κυρίως μηνύματα που μπορούν να διαβαστούν με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τον θεατή, την εμπειρία του, τη φύση του και κυρίως τη στιγμή της ζωής του που η παράσταση τον συναντά. Το ξεκάθαρο και απόλυτο μήνυμα με τρομάζει. Αρχικά με τρομάζει στη ζωή, αφού δεν πιστεύω στις δογματικές και απόλυτες απόψεις άρα ακόμη περισσότερο δεν θα ήθελα να συμβαίνει στη τέχνη μου, όπου μπορώ να μιλήσω για την ελευθερία. Τα πράγματα τα οποία στη δική μου ζωή και σκέψη είναι καθορισμένα και αμετάκλητα, δεν θα τα κάνω ποτέ έργο κι ούτε θα τα περάσω ως μηνύματα. Είναι προσωπικά και θα παραμείνουν προσωπικά. Τα ερωτήματα είναι πού θέλω ν’ ακουμπώ μέσα από τα έργα μου και να τα μοιράζομαι με το κοινό. Τους φόβους, τις αμφιβολίες, τα «ίσως», τα «μήπως». Εάν ήθελα να μεταφέρω απόλυτες απόψεις, θα επέλεγα να γίνω πολιτικός.
– Πώς πιστεύεις ότι λειτουργούν τα έργα σου στον θεατή; Υποσυνείδητα και ύπουλα! Μην έχοντας μια ρεαλιστική και γραμμική εξέλιξη και μέσα από το θραυσματικό σύμπαν που σχεδόν πάντα επιλέγω να συνθέτω, ο θεατής καλείται να επεξεργαστεί έναν κόσμο από εικόνες, στιγμές συναισθηματικές οι οποίες πολλές φορές μπορεί να μοιάζουν αποσπασματικές, αλλά πηγάζουν πάντα μέσα από ένα κοινό κόσμο. Οι «ήρωες» στα έργα μου εμφανίζονται πάντα με μία πληγή, βρίσκονται σε μία συναισθηματική δόνηση, ανάλογα με τη θεματική του έργου.
– Αυτή η πληγή είναι αποκύημα της φαντασίας; Όχι, είναι συναισθήματα και αισθήσεις που όλοι έχουμε βιώσει, μάς έχουν ίσως καταβάλει κάποιες φορές ή μάς έχουν τρομάξει. Φέρνοντας στη σκηνή αισθήσεις και συναισθήματα που έχουμε όλοι αισθανθεί ή κρύβονται βαθιά στο υποσυνείδητο, προσδοκώ ο κάθε θεατής να βρει στιγμές μέσα στη παράσταση με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί, να τις αναγνωρίσει και κυρίως να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος του.
– Πώς συνδέεται η προσωπική ζωή και οι καθημερινές σου ανησυχίες με το περιεχόμενο της δουλειάς σου; Πάντα επιλέγω να τα διαχωρίζω: τώρα δουλειά – τώρα παιχνίδι. Στο τέλος όμως όλα αυτά, τέχνη και ζωή, γίνονται ένα. Η καθημερινότητα, η προσωπική μου ζωή εισχωρεί πάντα στα έργα και η τέχνη, η αισθητική και πάνω απ’ όλα η ποιητική γίνεται μέρος της καθημερινότητάς μου. Δεν μού είναι εύκολο, σχεδόν είναι αδύνατον να δω ξανά τη ζωή και να αντιληφθώ τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους χωρίς την ποίηση, τη διάθεση να δω πίσω από τις πράξεις και να δεχτώ απλά ότι έτσι είναι η ζωή. Έχω απαιτήσεις από τη ζωή και τους ανθρώπους.
– Ποια θέματα σε απασχολούν περισσότερο, από ποια γεγονότα και καταστάσεις αντλείς κυρίως ερεθίσματα; Την απώλεια και το πένθος. Παρόλο που προσωπικά φαίνεται να διαχειρίζομαι, σχεδόν με ευκολία, την αναπόφευκτη συνάντησή μου με το θάνατο, δεν μπορώ εύκολα να τη διαχειριστώ σε σχέση με τους ανθρώπους που χάνω στη ζωή μου. Το ίδιο και στην καθημερινότητά μου σε σχέση με φίλους, συντρόφους και αγαπημένους. Έτσι αυτή η «πληγή» με την οποία δύσκολα μπορώ να συνδιαλλαγώ και να διαχειριστώ βρίσκει διέξοδο στα έργα μου. Συχνά τα έργα μου πενθούν, ίσως είναι ο τρόπος μου να πω «αντίο» και να περάσω από το φως στο σκοτάδι.
– Με ποια από τα έργα σου συνδέθηκες περισσότερο; Το «Love Shots» είναι σίγουρα ένα έργο καθοριστικό για μένα, αφού ήταν η πρώτη μου χορογραφική δουλειά και μπόρεσε να επικοινωνήσει άμεσα και πολύ προσωπικά με το κοινό και γιατί μου έδειξε το δρόμο. Αυτό το έργο μ’ έκανε να τολμήσω να δοκιμαστώ στη χορογραφία. Επίσης η «Ώρα Ενάτη» ήταν η μοναδική φορά που κατάφερα να κάνω πρόβες για τέσσερις μήνες. Αυτό με βοήθησε να πειραματιστώ, να δοκιμάσω κι έτσι κατάφερα να ανακαλύψω μια καινούργια γλώσσα που με καθορίζει μέχρι τώρα. Με ωρίμασε καλλιτεχνικά, αλλά και προσωπικά.
– Είσαι περισσότερο ο εαυτός σου χορεύοντας ή χορογραφώντας; Σίγουρα χορεύοντας, αφού δεν με καθορίζει τίποτ’ άλλο παρά μόνο το δικό μου συναίσθημα και διάθεση. Στη χορογραφική δουλειά βλέπω περισσότερο εμένα σε σχέση με τους γύρω, τους συμπαίκτες μου και τη σχέση μου με τους άλλους. Επίσης, το γεγονός ότι στη διαδικασία της χορογραφίας ζητώ υλικό κι από τους συνεργάτες/ χορευτές, κάνει το χορογραφικό αποτέλεσμα πιο συλλογικό και λιγότερο προσωπικό από κινησιολογικής απόψεως.
– Πως θα αποτιμούσες το πρόγραμμα Τερψιχόρη; Σίγουρα ο σημαντικότερος και ουσιαστικότερος θεσμός στήριξης του χορού στη Κύπρο. Οι χορογράφοι έχουν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν ένα έργο με απαιτήσεις, μπορούν να απασχολήσουν μεγάλο αριθμό χορευτών και να τους πληρώσουν κανονικά σαν επαγγελματίες, να έχουν ένα μεγαλύτερο αριθμό συνεργατών (σκηνογράφο, ενδυματολόγο, μουσικό) κι έτσι να δημιουργήσουν έργα πιο ολοκληρωμένα. Στην Πλατφόρμα Σύγχρονου Χορού βλέπουμε πάντα τις ιδέες μιας χορογραφίας. Στην Τερψιχόρη έχεις τη δυνατότητα να εργαστείς μακροπρόθεσμα, με μεγαλύτερες οικονομικές παροχές και να ολοκληρώσεις τις ιδέες σου. Μακάρι μέσα στα επόμενα χρόνια κι αφού ο αριθμός των χορογράφων αυξάνεται κάθε χρόνο, να αυξηθεί κι ο αριθμός των ατόμων που επιχορηγούνται.
– Πώς έχει εξελιχθεί η τέχνη του χορού στην Κύπρο; Η χορογραφική δημιουργία και εξέλιξη έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. Αρχικά γιατί η πολιτεία είναι εκεί για το χορό, τον στηρίζει και πιστέψτε με, ζώντας στο εξωτερικό και ταξιδεύοντας πολύ, οι παροχές που έχουμε είναι αξιοζήλευτες και πολλές χώρες θα τις επιθυμούσαν. Οι Κύπριοι χορογράφοι, με τόλμη δημιούργησαν και χάραξαν την προσωπική τους καλλιτεχνική ταυτότητα, αποδεσμευμένοι από κλισέ, προκαταλήψεις και τάσεις. Ο χάρτης της χορευτικής σκηνής άνοιξε, έγινε πιο πολυδιάστατος κι ήρθε έτσι και το κοινό αντιμέτωπο με καινούργιες ιδέες και απόψεις. Μετακινήθηκε από αυτά που έμαθε να ονομάζει χορό. Ο θεατής δεν είναι απλώς παρατηρητής χορευτών με ωραία σώματα που κινούνται καλαίσθητα σε όμορφα μουσικά θέματα. Ο χορογράφος είναι ένας σκεπτόμενος καλλιτέχνης κι ο θεατής πια ένας ενεργητικός παρατηρητής.
– Τι θα έλεγες ότι δεν έχει επιτευχθεί; Η ενσωμάτωση των νέων χορευτών και δημιουργών στο χορευτικό χάρτη. Τα σχήματα των καταξιωμένων χορογράφων δεν επιτρέπουν πολλές φορές τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού χορευτών, παραμένουν στις συνεργασίες τους με τους μόνιμους «παλιούς» τους συνεργάτες κι έτσι οι νέοι χορευτές δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να χορέψουν πλάι στους έμπειρους επαγγελματίες και να ξεκινήσουν δειλά- δειλά τη καλλιτεχνική τους πορεία. Υποχρεώνονται να δημιουργούν δικά τους σχήματα, μέσα από την ανάγκη τους για έκφραση και δημιουργία και προσπαθούν μόνοι να σταθούν χωρίς βοήθεια. Είναι σημαντικό να βρεθεί ο σωστός τρόπος ώστε οι νέοι καλλιτέχνες του χορού να βρουν διέξοδο, γιατί αυτή τη στιγμή είναι σαν μετανάστες σε αφιλόξενη χώρα.
INFO: «Τάματα», 28 Νοεμβρίου, Λευκωσία, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ, 7777 2717, 4 Δεκεμβρίου, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 77777745 8.30μ.μ.