Ο Θανάσης Γεωργίου συστήνει στο κυπριακό κοινό ένα εμβληματικό κείμενο. Σκηνοθετεί το «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν, όπου ερμηνεύει παράλληλα μια από τις τέσσερις απεγνωσμένες φωνές χωρίς όνομα. Το γεγονός καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό δεδομένου ότι είναι το κρατικό θέατρο της Κύπρου που προτείνει το σπαρακτικό ποίημα μιας συγγραφέως που κατατάσσεται στους σύγχρονους κλασικούς, αλλά αν μη τι άλλο αμφισβήτησε σοβαρά τις φόρμες του συμβατικού θεάτρου. Στις πρόβες έφευγαν μαχαίρια για την απαιτητική αυτή παραγωγή που φιλοδοξεί να ξεβολέψει το κοινό και απαιτεί μια σχετική γενναιοδωρία, αφού μάς φέρνει αντιμέτωπους με ό,τι προσπαθούμε να αποφύγουμε στην καθημερινότητα. Όμως ο Θανάσης Γεωργίου διαβεβαιώνει ότι η παράσταση δεν λειτουργεί καταθλιπτικά, αλλά λυτρωτικά κι ότι ο θεατής μπορεί να αποχωρήσει μέχρι και ανακουφισμένος. Το ζητούμενο, πάντως, είναι φεύγοντας να έχει μετακινηθεί κάτι μέσα του.
 
– Πότε αισθάνεσαι ότι ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σε ικανοποιεί; Όταν διαβάζω ένα έργο υπάρχει μία συγκεκριμένη στιγμή που αισθάνομαι ότι φωτίζονται όλα. Είναι η αρχική σύλληψη μιας ιδέας που σου δημιουργεί έναν ενθουσιασμό. Και μετά αρχίζεις την κατασκευή της παράστασης. Αν στο τελικό αποτέλεσμα της παράστασης έχω καταφέρει να διατηρήσω αυτόν τον αρχικό ενθουσιασμό, τότε αισθάνομαι μεγάλη χαρά.
 
– Πού βασίζεται η κατασκευή της συγκεκριμένης παράστασης, δεδομένης και της ιδιαιτερότητας του κειμένου; Η Σάρα Κέιν στο έργο αυτό ξεγύμνωσε τον εαυτό της, τον έβαλε σε λέξεις, σε θραύσματα λόγου, σε δάνεια από τα αγαπημένα της έργα και σε σιωπές και αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση γι’ αυτά τα τέσσερα πρόσωπα. Κανένα στοιχείο, παρά μόνο σκόρπιες ενδείξεις. Ακόμη και ο χρόνος και ο τόπος της παράστασης παραμένουν αινιγματικοί. Ωστόσο, όσα αποκρύπτει με τα λόγια της τα αποκαλύπτει μέσα από το ρυθμό. Αυτό ήταν για μένα το ζητούμενο: Να λειτουργήσει το κείμενο συνειρμικά κι όχι επεξηγηματικά. Ακόμα και οι ερμηνευτικές αποχρώσεις καθορίστηκαν απ’ το ρυθμό. Όταν αφήσαμε τον ρυθμό να μας συνεπάρει όταν δηλαδή αρχίσαμε με τους ηθοποιούς να τον εμπιστευόμαστε, όλα άρχισαν να φωτίζονται. Καταλάβαμε ότι μέσα από την ακρίβεια, η παραμικρή κίνηση, το παραμικρό βλέμμα φτιάχνουν χώρο και χρόνο και αποκαλύπτουν το κλίμα και τις εντάσεις του έργου χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα.
 
– Πού πιστεύεις ότι το «Λαχταρώ» συναντά το κυπριακό κοινό; Η Σάρα Κέιν έλεγε: «Δεν μ’ αρέσει καθόλου το θέατρο ως αφορμή για νυχτερινή έξοδο. Το θέατρο πρέπει να ερεθίζει και τα συναισθήματα και το μυαλό. Λατρεύω το ποδόσφαιρο. Οι αναλύσεις που ακούς στις κερκίδες είναι εκπληκτικές, την ίδια ώρα που η συγκίνηση χτυπάει κόκκινο.  Αν ήταν έτσι και στο θέατρο… δεν είναι όμως. Το κοινό θέλει να κάθεται αμέριμνο και να μη συμμετέχει». Ελπίζω λοιπόν το «Λαχταρώ» να συναντηθεί μ’ ένα κοινό εδώ στην Κύπρο που έχει την ίδια επιθυμία με την συγγραφέα.
 
– Τι θα ρωτούσες τη Σάρα Κέιν εάν είχες την ευκαιρία; Ποιες ήταν οι αγαπημένες της λέξεις.

– Τι είναι αυτό που διατηρεί το μύθο της άσβεστο και γοητευτικό; Νομίζω ότι αρχικά η Σάρα Κέιν και το έργο της μυθοποιήθηκαν μέσα από το γεγονός της αυτοχειρίας της. Η κατηγοριοποίησή της ως αυτόχειρα καθόρισε και την αξιολόγηση του έργου της. Μέσα από αυτό το πρίσμα άλλοι μείωσαν και άλλοι ενίσχυσαν την αξία του. Και τα δύο σε λάθος βάση, κατά τη γνώμη μου. Μέσα στα χρόνια αποδείχτηκε πως ήταν τα ίδια της τα έργα που διατήρησαν το μύθο της. Η ίδια έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο, πιο ελπιδοφόρο από το να δημιουργείς κάτι όμορφο για την απελπισία ή μέσα από απελπισία. Είναι τόσο εύγλωττες οι σιωπές της και τέτοια η δύναμη του ρυθμού και των λέξεων, τέτοια η ακρίβεια των έργων της που γίνονται άμεσα προσιτά σε οποιονδήποτε έχει νιώσει ανάλογα συναισθήματα.
 
– Υπάρχει σήμερα ανάγκη για ένα θέατρο που να βγάζει τη γλώσσα στις συμβάσεις και το mainstream; Για μένα το θέατρο υπακούει σε μία προσωπική ανάγκη. Η πρόκληση από μόνη της δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ. Ούτε ως δημιουργό, ούτε ως θεατή. Ίσως αυτή η πρόκληση να είχε νόημα σε παλιότερες εποχές που είχαν άλλα αιτήματα. Αλλά σήμερα που όλα τρέχουν και εξαντλούνται σε αποφθεγματικές διατυπώσεις και σε εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη, μ’ ενδιαφέρει να βλέπω παραστάσεις που έχουν συνέπεια και ακρίβεια. Που έχουν ένα δυνατό πυρήνα γιατί έχουν κάτι να πουν. «Ανεπαίσθητα αργά και σαν αστραπή» όπως λέει και η Σάρα Κέιν στο «Λαχταρώ». Αυτή τη μορφή τόλμης νομίζω ότι έχει ανάγκη το θέατρο σήμερα.
 
– Εσύ τι λαχταράς περισσότερο; Το απρόσμενο, με όποιο κόστος.
 
– Νιώθεις ότι κατανοείς την εποχή μας; Δυστυχώς, ναι. Σήμερα διανύουμε την πιο ναρκισσιστική περίοδο που βιώνει η κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Ένα αξιακό σύστημα που στηρίζεται στην εικόνα του εαυτού. Η ευκολία με την οποία καταρρίπτονται αξίες και άνθρωποι είναι τρομακτική. Η Σάρα Κέιν είχε την ευφυΐα και την ευαισθησία να εντοπίσει αυτή τη νέα πραγματικότητα και να την μεταφέρει στη σκηνή με μοναδικό τρόπο. Όλες οι βίαιες και ανθρωποφαγικές σκηνές των έργων της σόκαραν και ενόχλησαν βαθειά επειδή ακριβώς λειτούργησαν σαν καθρέφτης που έφερε αντιμέτωπο το κοινό με το αληθινό πρόσωπο μιας αποδομημένης και αποδιαρθρωμένης κοινωνίας.
 
– Τι σ’ ενοχλεί περισσότερο σήμερα; Η ταχύτητα και η αγένεια.
 
-Από που κρατιέσαι στα δύσκολα; Απ’ τους φίλους μου και από κάτι σκόρπιες φράσεις.
  
* «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν, Θέατρο Αποθήκες ΘΟΚ κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, 20:30, 77772717