Ο έμπειρος και καταξιωμένος σκηνοθέτης απεχθάνεται την ευκολοχώνευτη ψυχαγωγία και κάνει παραστάσεις που απευθύνονται πάντα σε έναν (1) θεατή. 
 
Ο Γιάννης Ιορδανίδης προτιμά, όταν έρχεται να σκηνοθετήσει στην Κύπρο, να προτείνει έργα που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί. Το αντιμετωπίζει ως χρέος και συμβολή στη θεατρική διαπαιδαγώγηση του κοινού. Ο «Λορεντζάτσιο» του Αλφρέ ντε Μυσσέ είναι ένα απαιτητικό κείμενο που γενικά ανεβαίνει σπανιότατα. Γράφτηκε το 1834, αλλά άρχισε να γίνεται γνωστό στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον Τάκη Χορν που το πρωτοανέβασε το 1965 κι ο Ιορδανίδης το αφιερώνει στη μνήμη του μεγάλου ηθοποιού, φίλου και συνεργάτη του, με την ελπίδα «από εκεί που βρίσκεται» να μην τον καταριέται.
 
– Ποιος ο λόγος που το έργο δεν ανέβαινε τόσο συχνά; Ο Ντε Μυσσέ είναι αδυσώπητος με την εξουσία. Αυτό είναι ένα στοιχείο όμως που προσωπικά θα έπρεπε να εξιτάρει έναν σκηνοθέτη. Διαδραματίζεται το 1537 και περιγράφει ένα κράτος όπου η πολιτική εξουσία έχει απλώσει τα πλοκάμια της παντού, η ελευθερία του λόγου πιέζεται, το έγκλημα βρίσκεται στο ζενίθ, γίνονται βιασμοί, η φτώχια θερίζει και υπάρχουν μόνο δύο τάξεις: οι πολύ πλούσιοι και οι πολύ φτωχοί.
 
-Βρισκόμαστε στο απόγειο της Αναγέννησης. Το πολιτιστικό αίτημα ποιο ρόλο διαδραματίζει; Ο δούκας των Μεδίκων υποστηρίζει τις τέχνες. Στο παλάτι έχει τους μεγαλύτερους ζωγράφους. Εύλογα οι ζωγράφοι προσκυνούσαν τους Μεδίκους. Παράλληλα όμως υπάρχουν τα κακώς έχοντα: η απόλυτη εξουσία, η φίμωση, η κρατική βία. Αν είναι το έγκλημα που γέννησε την Αναγέννηση ή η Αναγέννηση το έγκλημα αυτό είναι ένα ερώτημα που σηκώνει συζήτηση. Υπάρχει σίγουρα μια παράλληλη πορεία. Από τη μια ο Μποτιτσέλι, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ραφαήλ κι από την άλλη η υποκρισία και η ασυδοσία που έχουν επιβάλει οι προύχοντες.
 
Η εξουσία θα επιχορηγούσε κάτι αν ήξερε ότι της εναντιώνεται; Δεν υπάρχει καμία περίπτωση, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Σε όλες τις εποχές, η άρχουσα τάξη προσπαθεί να επιβάλλει τους κανόνες. Κι όχι μόνο της πολιτικής, αλλά και της αισθητικής και της ηθικής.
 
– Άρα και η τέχνη, το θέατρο, στις μέρες μας ελέγχεται από την εξουσία; Την τέχνη τη βρίσκω αδύναμη πια. Διάγουμε μια περίοδο όπου τα πάντα εξαρτώνται από το χρήμα, όλα εξαγοράζονται. Η πολιτεία μπαίνει κι αυτή στη λογική του ελεύθερου επιχειρηματία και δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού και ν’ αλλάξει την αισθητική του.
 
– Συνειδητά επιμένετε στην αξιοποίηση του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού; Θα μπορούσα κάλλιστα να φέρω τέσσερις πασίγνωστους πρωταγωνιστές από την Ελλάδα. Είναι φιλοσοφία μου όταν καλούμαι να κάνω παράσταση στην Κύπρο να αξιοποιώ το υπάρχον υλικό. Μπορεί να κάνω λάθος. Ας το πούνε οι άλλοι. Ειδικά όταν πρόκειται για μια παράσταση που εκπροσωπεί την Κύπρο στο κρατικό φεστιβάλ, δεν έχεις δικαίωμα να μετακαλέσεις συνεργάτες μόνο και μόνο για εμπορικούς λόγους. Ούτε να φέρεις μια έτοιμη κονσέρβα. Σχεδόν όλες οι παραστάσεις που παρουσίασα στην Κύπρο ήταν σε παγκύπρια πρώτη. Κάτι σημαίνει αυτό.

– Θα σας ενδιέφερε ποτέ να διευθύνετε ένα κρατικό θέατρο; Δόξα τω θεώ, τη λώλα για την καρέκλα δεν την είχα ποτέ. Είναι θέμα στομαχιού. Μου έγινε επανειλημμένα πρόταση για το Εθνικό, το ΚΘΒΕ, τη Λυρική Σκηνή. Αρνήθηκα. Ήξερα τι με περίμενε. Στα ΔΗΠΕΘΕ είναι ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ήθελα να είμαι ελεύθερος να σκηνοθετήσω όπου κι όπως θέλω.
 
– Δεχτήκατε ποτέ παρεμβάσεις στο έργο σας; Έχω φτάσει σ’ ένα σημείο που δεν σηκώνω πια μύγα στο σπαθί μου. Δεν λέω ότι δεν έβαλα ποτέ νερό στο κρασί. Έβαλα. Αλλά μέχρι εκεί όπου δεν πλήττονταν η παράσταση. Αλλιώς, έφευγα. Γύρισα την πλάτη και σε παραστάσεις που θα πήγαιναν Επίδαυρο.
 
– Τι είναι αυτό που διατηρεί άσβεστο το ενδιαφέρον σας για το θέατρο; Η πίστη ότι αυτό που κάνω θα αγγίξει έστω κι έναν θεατή. Κάνω παράσταση για τον έναν θεατή. Το ταξίδι μετράει. Ταξιδεύω για το ταξίδι.
 
– Πώς κυλάει το ταξίδι αυτή τη φορά; Είναι δύσκολο πια να στήσεις παράσταση στην Κύπρο. Το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει στην πλάτη 35 σκηνοθετικά χρόνια και άλλα 10 ερμηνευτικά. Θα έπρεπε για μένα να είναι παιχνίδι. Κάτι δεν πάει καλά εδώ στον χώρο του θεάτρου. Όπως και στην Ελλάδα. Έχουμε σπρώξει το κοινό προς τη διασκέδαση, το εύπεπτο. Αμέτρητες παραστάσεις βγαίνουν το καλοκαίρι που είναι κάτω του μετρίου. Η πολιτεία πρέπει να αναλάβει με υπευθυνότητα τη διαπαιδαγώγηση του κοινού, ενήλικων και ανήλικων. Πώς θα γίνει αυτό αν δεν είναι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις; Ποια κυβέρνηση, όμως, ασχολήθηκε με τον Πολιτισμό ΣΟΒΑΡΑ; Δεξιά ή αριστερή.
 
– Εσείς προτιμάτε να είναι δεξιά ή αριστερή; Εγώ έχω μια θρησκεία κι ένα πολιτικό πιστεύω: το θέατρο. Δεν καταλαβαίνω τίποτε άλλο. Εγώ πιστεύω εις ένα θέατρο. Ορκίζομαι στο θέατρο. Αν μου φέρουν το Ευαγγέλιο τούς λέω να μου φέρουν ένα έργο του Σαίξπηρ να βάλω το χέρι να ορκιστώ.
 
– Ποια η άποψή σας για τη σύγχρονη πρωτοπορία; Το θέατρο δεν μπορεί να μένει στάσιμο. Είναι απαραίτητη η εις βάθος έρευνα, ο ουσιαστικός πειραματισμός. Έτσι δημιουργείς το θέατρο του αύριο. Άλλο όμως αυτό κι άλλοι οι τραβηγμένες «μεταμοντερνιές» που αλλάζουν τα φώτα στα έργα και δεν καταλαβαίνεις Χριστό, η πρόκληση για την πρόκληση. Εγώ είμαι έμπειρος, γνωρίζω πονηρούς τρόπους να κάνω μια παράσταση να συζητηθεί. Όμως έχω φτάσει σ’ ένα σημείο που λέω στον εαυτό μου άσε το έργο να μιλήσει μόνο του, μη σκηνοθετείς.
 
– «Μη σκηνοθετείς;» Εννοώ να μην μπολιαστείς από την αρρώστια της σκηνοθετίτιδας. Ο καλός σκηνοθέτης δεν φαίνεται. Είναι πανταχού παρών υπογείως, αλλά δεν τον βλέπεις με ορατό μάτι. Έχει καταντήσει επιδημία η τάση που θέλει τον σκηνοθέτη πάνω από το έργο, πάνω από τον συγγραφέα, πάνω από τη διανομή, πάνω από το θέατρο, πάνω από τον πολιτισμό.
 
– Εσείς όταν πρωτοξεκινήσατε δεν πάσχατε από «σκηνοθετίτιδα»; Και βέβαια. Επιδίωκα να φανώ. Από ένα σημείο κι ύστερα, όμως, έπαψε να με καίει ο έπαινος ή η απόρριψη.

– Τι θέλετε ν’ ακούσετε από έναν θεατή μετά από μια παράσταση; Ότι έφυγε κερδισμένος. Τα «μπράβο» και τα «συγχαρητήρια» δεν μου λένε τίποτα. Θα ‘πρεπε να είμαι ηλίθιος μετά από 35 χρόνια να μην μπορώ να καταφέρω τα στοιχειώδη. Μια παράσταση μπορώ να τη φέρω εις πέρας. Το θέμα είναι ν’ αγγίξω εκείνον τον έναν θεατή.
 
– Είναι πάντα ένας; Ένας είναι ο στόχος. Το μίνιμουμ. Αν είναι 3000 ακόμη καλύτερα. 3000 μονάδες, όμως. Όχι μια άβουλη και κατευθυνόμενη μάζα. Πόσες φορές δεν έχουμε δει ένας θεατής ή ένας κριτικός να επηρεάζει μια ολόκληρη πλατεία;
 
– Έχετε εντοπίσει ποιος είναι αυτός ο ένας θεατής; Ναι. Είμαι εγώ. Έχω φτάσει πια σ’ ένα σημείο αντίληψης που αν μια παράστασή μου μού αρέσει θ’ αρέσει και στον θεατή. Κι αν βαρεθώ, θα βαρεθεί κι ο θεατής.
 
– Αντιμετωπίζετε τη δουλειά σας ως μέρος της ιστορίας του θεάτρου; Σέβομαι πολύ το παρελθόν. Αυτούς που ήταν πριν από μένα. Τον Ροντήρη, τον Μινωτή, τον Κουν, τον Σολομό, τον Μουζενίδη, τον Βουτσινά, τον Ευαγγελάτο. Αισθάνομαι κρίκος μιας μακράς αλυσίδας και προετοιμάζω τον επόμενο. Δεν σταματάει σε μας. Τι είμαστε εμείς; Τίποτα. Ποιος θα μάς θυμάται σε 50-100 χρόνια; Δεν είμαστε εμείς η ιστορία του θεάτρου. Αλίμονο στο ψώνιο που νομίζει ότι είναι ογκόλιθος της ιστορίας. Δεν υπάρχουν πια τέτοια μεγέθη.
 
– Υπάρχουν πολλά τέτοια ψώνια σήμερα; Λιγοστεύουν στον χώρο όσοι αγαπούν πραγματικά το θέατρο. Στην πραγματικότητα αγαπούν τον εαυτό τους μέσα από το θέατρο. Το βλέπουν απλώς σαν πατίνι που θα τους τσουλήσει εκεί που τους οδηγεί η ματαιοδοξία τους. Η σκιά των παλιών είναι βαριά και προσπαθούν να την αποτινάξουν. Έτσι απομένει το εγώ: ΕΓΩ δημιουργώ, η τέχνη είμαι ΕΓΩ, το θέατρο είμαι ΕΓΩ, το κράτος είμαι ΕΓΩ.
 
* «Λορεντζάτσιο», 18/9 & 19/9 Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’, 22/9, Αρχαίο θέατρο Κουρίου, 24/9, Δημοτικό Αμφιθέατρο Δερύνειας, 8.30. 22818999

Φιλgood, τεύχος 238