Τιμής ένεκεν για τον σπουδαίο Έλληνα λογοτέχνη Νάνο Βαλαωρίτη, που έφυγε στις 12  Σεπτεμβρίου, σκόρπια λόγια από δύο συναντήσεις μου μαζί του για το «Φιλgood».

«Είμαστε ένα σύμπτωμα στον πλανήτη, το οποίο θα μπορούσε να μην είχε συμβεί, αν δεν είχαν εξολοθρευτεί οι δεινόσαυροι ή τα θηλαστικά που είχαν αναπτυχθεί, από τα οποία προερχόμαστε εμείς. Είμαστε το σύμπτωμα ενός ατυχήματος που έπαθε ο πλανήτης».

«Στο σχολείο έγραφα πεζά κείμενα, μέχρι τα 14 μου. Θεωρούσα πως δεν μπορούσα να πλησιάσω εύκολα τα ποιήματα. Και δεν ήθελα να γελοιοποιηθώ. Όμως, το 1935, έτυχε να πάω σε μία έκθεση βιβλίου – και τι ανακαλύπτω εκεί; Τα ποιήματα του Καβάφη! Δεν τον ήξερα. Γιατί στο σχολείο μαθαίναμε Παλαμά και Κάλβο. Ξεφύλλισα, λοιπόν, το βιβλίο και είδα πως τα ποιήματα αυτά ήσαν υπαρξιακά. Δεν είχαν σχέση με την ελληνική επανάσταση! Ήταν σαν να μίλησε στην ψυχολογία μου ο Καβάφης και, από εκείνη τη στιγμή, είπα πως θέλω κι εγώ να γράψω ποιήματα».

«Έμαθα πάρα πολλά από τον Γκάτσο, τον Ελύτη και τον Εμπειρίκο αργότερα. Έμαθα τον κεντρικό ρόλο της ποίησης μέσα στη ζωή. Πως με την ποίηση μπορείς να αντισταθείς στη χειρότερη περίσταση! Θυμάμαι ότι τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο τους είχα γνωρίσει μέσα στην κατοχή, σε ένα μπαρ που λεγόταν “Μπραζίλιαν”, κάπου στην οδό Σταδίου, κοντά στην Κλαυθμώνος. Πίναμε ποτό και συζητούσαμε στα όρθια. Μια μέρα εμφανίστηκε και ο Σικελιανός εκεί, τον οποίο μου σύστησε ο Γκάτσος. Μόλις ο Σικελιανός άκουσε το όνομά μου έγινε κατακόκκινος από συγκίνηση -υπήρξε ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος- διότι ήταν συνδεδεμένος με την οικογένεια του προπάππου μου, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη».

«Η οικογένειά μου ήταν αγγλόφιλη και γαλλόφιλη, ανατράφηκα επομένως με δύο γλώσσες και δύο κουλτούρες. Από πολύ μικρός είχα μάθει τα αγγλικά -τα μιλούσα και τα έγραφα πολύ καλά- και από επτά ετών τα γαλλικά. Οπότε όταν έφυγα από την Ελλάδα μπορούσα πολύ άνετα να μεταφράσω ελληνικά ποιήματα στα αγγλικά, σαν να ήμουν Άγγλος. Αλλά, ακόμη και όταν ζούσα ή εργαζόμουν στο εξωτερικό, το μέλημά μου ήταν η πατρίδα μου!».

«Έχω περάσει πολλά και έχω ταπεινωθεί επανειλημμένως. Έζησα και χωρίς λεφτά και με ξένους. Και έχω χάσει αυτή την αυτόματη υπεροψία που έχουν ορισμένοι, όσοι ίσως ονομάζονται “αστοί”, οι οποίοι γεννήθηκαν με κάποιο “όνομα”. Η ζωή δεν μου το επέτρεψε ποτέ να γίνω υπερόπτης! Μην ξεχνάτε πως έζησα στην κατοχή, όπου όλοι ήμασταν ισοπεδωμένοι μπροστά στο θάνατο. Γιατί δεν υπάρχουν τάξεις απέναντι στο θάνατο».

«Πολλές φορές αισθάνθηκα να με εγκαταλείπει η Τέχνη. Υπήρξαν και δύσκολες στιγμές. Τη δεκαετία του ’50 ήμουν μπλοκαρισμένος. Ήταν η εποχή που είχα χάσει το γιο μου…Τότε έγραφα με δυσκολία. Για δέκα χρόνια ήμουν αναστατωμένος. Με τη βοήθεια φίλων και κάνοντας Τέχνη, επανήλθα. Ζωγράφιζα… Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ!».

«Τις μέρες που δεν είμαι ευδιάθετος τις αντιμετωπίζω παθητικά. Προσπαθώ να ξεκουραστώ -γιατί καμιά φορά κουράζομαι- κι έτσι περνά η μέρα. Αυτοθεραπεύομαι. Και πιστεύω πως αφότου κοιμηθώ και ξυπνήσω, η επόμενη μέρα θα είναι διαφορετική. Γιατί πάντοτε έχω στο μυαλό μου κάτι να κάνω, με κάτι να ασχοληθώ. Κι έτσι είμαι πάντοτε σε εγρήγορση. Διαβάζω εφημερίδες, μπαίνω στο facebook μου, ενημερώνομαι και σχολιάζω τη σημερινή κατάσταση, ίσως και καλύτερα από τους ειδήμονες, έχοντας και μία γλώσσα πιο απλή, την οποία μπορούν να καταλάβουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Θα σας πω κάτι. Τη δεκαετία των 20 μου χρόνων εγώ αισθανόμουν πιο γέρος από όσο είμαι σήμερα. Ήμουν πιο άρρωστος – και διανοητικά και σωματικά. Σήμερα, όμως, τα έχω ξεπεράσει αυτά, τις αγωνίες που είχα τότε. Γιατί η νιότη προέρχεται απ’ το μυαλό!».

«Ποιητές είναι εκείνοι που έχουν συλλογική συνείδηση του τι σημαίνει να εργάζεσαι μέσα στη γλώσσα. Είναι ένας πολιτισμός που έχεις αναπτύξει μέσα σου και ζεις μ’ αυτό. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές ανέπτυξαν πρώτα τον εαυτό τους».

 
Φιλgood, τεύχος 239.