Ο σπουδαίος Έλληνας μουσικός και συνθέτης θα «συναντήσει» τον κορυφαίο μουσουργό σε δύο μοναδικές συναυλίες του στην Κύπρο και, με αφορμή αυτή την σημαντική μουσική στιγμή, μιλάει στα «Ελεύθερα» για όσα καθόρισαν το παρελθόν του που προσδιορίζουν το παρόν και το μέλλον του.
– Τι είναι αυτή η «συνάντηση» με τον Μίκη Θεοδωράκη; Πριν από δέκα χρόνια συναντήθηκα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ξεκίνησε μία σχέση ζωής για μένα, κομβική – δίπλα του μαθήτευσα μουσική, μαθήτευσα ζωή, πήρα μια απίστευτη αγάπη. Μπορώ να πω, ότι αυτή η σχέση μου με τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν καταλυτική στη ζωή μου! Συνέβη δε κάτι συγκυριακό: Είχα έρθει μια μέρα από μία μεγάλη περιοδεία που είχα κάνει στη Ρωσία, είχα φτάσει στο σπίτι μου, στην Αθήνα, και επειδή δεν με έπαιρνε ύπνος το βράδυ, έκανα ζάπινγκ στην τηλεόραση μήπως και πετύχω κάτι να με χαλαρώσει· σταμάτησα στην ΕΡΤ3. Τότε άκουσα κάτι που πραγματικά με συνεπήρε – ήταν ένα συμφωνικό έργο, που δεν μπορούσα, ωστόσο, να αναγνωρίσω ποιος ήταν ο συνθέτης του -και παρά τις γνώσεις μου στην κλασσική μουσική- διότι ήταν κάτι πρωτόγνωρο στα ακούσματά μου. Κάποια στιγμή, όταν άνοιξε το τηλεοπτικό πλάνο και είδα στο πόντιουμ τον Μίκη Θεοδωράκη και στο πιάνο την Τατιάνα Παπαγεωργίου, κατάλαβα ότι αυτό που άκουγα ήταν ένα έργο του Μίκη. Είχα συγκλονιστεί! Και εκείνη την ώρα, δεν σας κρύβω, αισθάνθηκα πολύ άσχημα με τον εαυτό μου διότι δεν ήταν δυνατόν -μέχρι τότε- να μην γνωρίζω ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο της συμφωνικής μουσικής, αυτού του τρανού μουσουργού, και να μην το ξέρω ώστε να το παίζω σε όλες τις μεγάλες συναυλίες που είχα κάνει, έως τότε, με μεγάλες ορχήστρες και σπουδαίους μαέστρους.
Ένα μήνα μετά, χτυπάει το τηλέφωνό μου, και μου προτείνουν να κάνω μια μουσική έναρξη με έργα Μίκη Θεοδωράκη, πριν παιχτεί μία ταινία που λεγόταν «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια», του Αστέρη Κούτουλα, η οποία ήταν όλη βασισμένη στο συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη – παρόντος του συνθέτη θα γινόταν αυτή η πρεμιέρα. Όταν είπα πως δεν είμαι καλός γνώστης του συμφωνικού του έργου, η απάντηση ήταν «ο κύριος Θεοδωράκης θέλει να ακούσει πώς εσείς φαντάζεστε το έργο του, με την ελευθερία τού να ακούσετε κάποιες μελωδίες του και να τις διαμορφώσετε όπως εσείς επιθυμείτε». Πήγα εκεί και πραγματικά είχα πολύ μεγάλη αγωνία – γιατί, ενώ μου άρεσαν τα έργα του, η μουσική του, τα τραγούδια του, δεν είχα ασχοληθεί ξανά στο παρελθόν με τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Όταν έφτασα εκεί και τον συνάντησα σε ένα υποτυπώδες καμαρίνι, μου είπε: «Στέφανε, έχεις αγωνία;». «Κύριε Θεοδωράκη», απάντησα -υποκλινόμενος, σχεδόν, στο μέγεθος του ανθρώπου-, «εσείς θα έπρεπε να έχετε αγωνία, γιατί δεν ξέρω αν θα σας αρέσει αυτό που θα ακούσετε». Γενναιόδωρος, ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, όπως ήταν, έσκασε ένα χαμόγελο. Βγήκα στη σκηνή, έπαιξα, κι όταν κάποια στιγμή έφτασα στον «Ζορμπά», εκεί άκουσα τον Μίκη να φωνάζει «μπράβο!». Την επόμενη κιόλας μέρα είχα βρεθεί στο σπίτι του, όπου εκεί ουσιαστικά ξεκίνησε η σχέση μας, η αγάπη μας, παίρνοντας όλα αυτά τα «παράσημα» που με τόση γενναιοδωρία, με τόση απλοχεριά, μου έδινε (σ.σ. σε μία από τις επιστολές του Μίκη Θεοδωράκη προς τον Στέφανο Κορκολή, ημερομηνίας 23/8/2013 αναγράφεται: «…Είμαι βέβαιος ότι στο πρόσωπό σου, η μουσική μου θα βρει έναν ιδανικό ερμηνευτή και πρεσβευτή της προς το ελληνικό και το διεθνές κοινό!»).
– Μου μιλήσατε, προηγουμένως, για «μαθήματα ζωής» που πήρατε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ποια ήταν αυτά; Το θάρρος του, το κουράγιο του, η άποψή του ως προς το πώς έβλεπε εκείνος τα πράγματα. Δεν μπορώ να τα μεταφέρω εύκολα, γιατί μιλούσαμε επί πολλές ώρες – κι όχι μόνο για τη μουσική, για πολλά θέματα. Ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε όλες τις καταστάσεις -τις πολιτικές, τις εθνικές, τις κοινωνικές-, μέσα από την οξυδέρκεια του μυαλού του, αλλά και την ορθότητα της σκέψης του. Το μεγαλύτερό του μάθημα ήταν το θάρρος – ήταν και η περίοδος της αρρώστιας μου τότε, του καρκίνου, με αποτέλεσμα να μου δώσει πολύ κουράγιο στον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα, με βάση και όλα όσα είχε βιώσει στη ζωή του ο ίδιος. Όλα όσα μου έλεγε μού έδωσαν πολύ μεγάλη δύναμη στο να αντιμετωπίσω το δικό μου πρόβλημα, με άλλη ματιά, με άλλο σκεπτικό, με άλλη ψυχολογία και οπτική.
– Ο ίδιος σας είχε παρακινήσει να το δημοσιοποιήσετε; Όχι. Η δημοσιοποίηση του προβλήματός μου έγινε κατά τύχη, διότι εγώ είχα δώσει μία συναυλία για καρκινοπαθείς, εκεί ανέφερα ότι πάσχω κι εγώ από καρκίνο, αυτό το τράβηξε μία κάμερα και από εκεί κι έπειτα έλαβε έκταση. Δεν ήμουν ποτέ της άποψης, άλλωστε, τού να δημοσιοποιώ κάτι προσωπικό μου, αλλά από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε αυτό, εγώ μετά βρήκα την ευκαιρία να πω στους νέους ανθρώπους να κόψουν το κάπνισμα.
– Τώρα η υγεία σας πώς είναι; Αυτό είναι κάτι που πάει κι έρχεται. Τώρα είμαι καλά. Αλλά, μπορεί, σε ένα μήνα να μην είμαι. Πλέον, όμως, έχω τους τρόπους να το αντιμετωπίζω.
– Αυτό πώς σας άλλαξε ως άνθρωπο – ίσως, και μέσα, από τη σχέση σας με τον Μίκη που εκείνη την περίοδο ήσασταν πολύ κοντά; Ο Μίκης μου έδωσε, μέσα από τις κουβέντες μας, μία άλλη οπτική στο πρόβλημα. Γενικότερα, όμως, είμαι ένας άνθρωπος που έχω το θάρρος στο να αντιμετωπίζω δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου. Αλλά έχοντας, εκείνη την εποχή, και την «αγκαλιά» του Μίκη Θεοδωράκη -σε πολλά θέματα-, αυτό εμένα μου έδινε περισσότερη δύναμη – στο να διαχειρίζομαι, κυρίως, αυτό το «βάσανο» με ψυχραιμία.
– Για πολλά χρόνια ήταν λόγος ύπαρξής σας η μουσική, κύριε Κορκολή; Ουσιαστικά, ναι. Έπαιξα πρώτη φορά πιάνο στα τέσσερά μου χρόνια -έτυχε να γεννηθώ μέσα σε ένα σπίτι στο οποίο υπήρχε ένα πιάνο-, και αυτό με ώθησε στο να εξωτερικεύσω το dna μου, τη φύση μου – όλη μου η ζωή, άλλωστε, είναι μουσική. Και δεν διανοήθηκα ποτέ να κάνω κάτι άλλο!
– Αυτό σας στέρησε πράγματα από την καθαυτό ζωή; Όχι. Είχα την τύχη να πέσω σε γονείς που δεν «εκμεταλλεύτηκαν» καθόλου αυτή την ιδιότητα του λεγόμενου «παιδιού θαύματος». Ούτε μου στέρησαν το παιχνίδι, ούτε το να πάω να παίξω μπάλα με τους φίλους μου – άρα, λοιπόν, έζησα πολύ φυσιολογικά παιδικά χρόνια, με αποτέλεσμα να αγαπάω τη μουσική ουσιαστικά. Γιατί γνώρισα, στο μεταξύ, και πολλά άλλα παιδιά που είχαν απίστευτο ταλέντο, που ήταν παιδιά-θαύματα, αλλά λόγω μιας διαφορετικής αντιμετώπισης, πολλά από τα παιδιά αυτά «χάθηκαν» στους εαυτούς τους με αποτέλεσμα να μην αγαπάνε τη μουσική και να την παρατήσουν.
– Εσείς, περάσατε ποτέ τέτοια «κρίση», να πείτε «ως εδώ, φτάνει με τη μουσική, τώρα θέλω να κάνω κάποια άλλα πράγματα στη ζωή μου»; Επ’ ουδενί. Η μουσική, για μένα, ήταν πάντα μια ατελείωτη σκάλα προς τα πάνω – έπειτα από κάθε «σκαλοπάτι» που ανέβαινα, υπήρχε το επόμενο. Δεν θα μπορούσα, άλλωστε, να ασχοληθώ με κάτι άλλο στη ζωή μου. Γιατί, συνεχώς, μέσα στο μυαλό μου, «τρέχει» μουσική – δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο εύκολα· μόνο στη μουσική.
– Πώς αντιλαμβανόσασταν τη μουσική στην εφηβεία σας π.χ. και πώς τώρα; Σαφώς όχι με τον ίδιο τρόπο· υπήρχε ένας άλλου είδους ενθουσιασμός τότε. Αλλά, κι εγώ, μεγάλωσα χωρίς να έχω στεγανά -δεν ήμουν αφοσιωμένος μόνο στην κλασσική μουσική, αν και ήμουν μέσα σε ένα περιβάλλον κλασσικής μουσικής-, παρά ήμουν ένα παιδί της εποχής μου που άκουγε τα συγκροτήματα που του άρεσαν, όπως οι Pink Floyd, που «ακουμπούσαν» και στο συμφωνικό ροκ. Η διαφορά του τότε με το τώρα, είναι οι βαθιές γνώσεις που αποκτάς κατά τη διάρκεια των ετών – άρα αυτό σημαίνει πως βλέπεις τα πράγματα και με μία πιο «ακαδημαϊκή» σκοπιά.
– Επιστρέφοντας σε αυτή τη «συνάντησή» σας με τον Μίκη Θεοδωράκη, θυμάστε την πρώτη φορά που ακούσατε μουσική του στο σπίτι σας; Βέβαια! Ήμουνα πολύ μικρός, θυμάμαι. Το πρώτο δε κομμάτι που άκουσα, παιδί ακόμη, ήταν το «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα», το οποίο είναι σφηνωμένο στην καρδιά και στην ψυχή μου, γιατί μου θυμίζει όλη αυτή την γλυκύτητα των παιδικών μου χρόνων. Τι πιο όμορφο να θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια με μουσική υπόκρουση – και μάλιστα με την συγκεκριμένη μουσική υπόκρουση…Υπήρξαν μαγικές στιγμές με τον Μίκη. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, τον ρώτησα για το «Μαουτχάουζεν», για το ποια θεωρεί την καλύτερη ενορχήστρωση, μου ανέφερε κάποιες και του είπα – έχοντας το προνόμιο να του μιλάω στον ενικό: «Θα ήθελα πάρα πολύ, Μίκη μου, να σου έκανα κι εγώ μία δική μου προσέγγιση στο έργο, αλλά δεν υπάρχει τώρα η ορχήστρα». Κι όπως ήμασταν στο σπίτι του, μου έδειξε το πιάνο του και μου είπε: «Ιδού η ορχήστρα σου!». Του απάντησα: «Θα κάτσουμε μαζί…». Οι στιγμές που έχουμε βιώσει μαζί, δουλεύοντας ένα έργο του, είναι για μένα ό,τι ομορφότερο έχω ζήσει μουσικά στη ζωή μου! Το να κάθεσαι δίπλα σε ένα μουσικό μεγαθήριο και να «συγγράφεις» ένα έργο του μαζί του, είναι κάτι το ανεπανάληπτο… Η Σοφία Μανουσάκη δε, με την οποία θα βρεθούμε μαζί στην Κύπρο τις επόμενες μέρες, είναι η νεότερη ερμηνεύτρια έργων του Μίκη Θεοδωράκη, έχοντας στο ενεργητικό της τρεις χρυσούς δίσκους σε έργα Μίκη Θεοδωράκη. Ο ίδιος δε της εμπιστεύτηκε, σε πρώτη πανελλήνια έκδοση, τον κύκλο τραγουδιών «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική», σε ποίηση Δήμητρας Μαντά (σ.σ. Για την ερμηνεία της στον «Επιτάφιο», ο Μίκης Θεοδωράκης, σε επιστολή του στις 2/10/2019 ανέφερε και τα εξής: «Η Σοφία Μανουσάκη ήταν για μένα μια καινούρια μεγάλη αποκάλυψη. Τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά. Δείχνει ότι συνέλαβε απολύτως την ιδιοφυή ερμηνευτική σύλληψη του Στέφανου Κορκολή, ο οποίος με ένα πιάνο δημιουργεί ένα μουσικό-ηχητικό Σύμπαν, αποτέλεσμα μιας μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας με τα χιλιάδες χρώματα και ρυθμούς…»).
– Αισθάνεστε τυχερός, γενικά, στη ζωή σας, κύριε Κορκολή; Αισθάνομαι τυχερός σε κάποια πράγματα στη ζωή μου – η σχέση μου με τον Μίκη είναι μία από αυτές τις στιγμές, καθώς και οι δάσκαλοι που είχα στο παρελθόν. Κατά τ’ άλλα, όχι, δεν υπήρξα «τυχερός» γιατί έχω προσπαθήσει πάρα πολύ, με πάρα πολύ κόπο, για να φτάσω σε κάποιο σημείο στο οποίο έχω φτάσει. Ακόμα προσπαθώ και θα συνεχίσω να προσπαθώ. Κι η προσπάθεια δεν ήταν ποτέ για να γίνω αναγνωρίσιμος ή για να πει κάποιος «πόσο καλός συνθέτης είναι αυτός…» – η προσπάθεια είναι πιο εσωτερική. Δεν έχω σταματήσει π.χ. να μελετάω ούτε μία μέρα, ώστε να προχωρώ παραπέρα, να διευρύνω τις γνώσεις μου – όχι μόνο στη μουσική αλλά και γενικότερα. Δεν έχω πάψει ποτέ να διδάσκομαι – διαβάζοντας, παρατηρώντας, παρακολουθώντας ευρύτερα. Κι όσο πιο πολύ διευρύνεις τους ορίζοντες του μυαλού σου, τόσο πιο πολύ λειτουργεί και η έμπνευση.
– Την ευτυχία στη ζωή σας πώς την προσδιορίζετε σήμερα; Ζούμε σε έναν κόσμο με τεράστια δυστυχία – ειδικά αυτή την περίοδο της πανδημίας με τους περιορισμούς της ελευθερίας. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να βρω ευτυχία στην συγκεκριμένη εποχή. Θα σας έλεγα, προσωπικά, πως ευτυχία αισθάνομαι πια όταν παίζω μουσική κι όταν την μοιράζομαι με τους ανθρώπους που θα έρθουν να την ακούσουν.
– Υπάρχει μία, έστω, μέρα που να μην παίξετε ή να μην ακούσετε μουσική; Να μην παίξω, ναι, υπάρχει. Να μην ακούσω μουσική, όχι, σε καμία περίπτωση. Γιατί μουσική ακούω και μέσα στο μυαλό μου· και να μην μπω στη διαδικασία να ακούσω ένα δίσκο, ένα cd ή να μην ανοίξω το ραδιόφωνο, εγώ θα ακούω μουσική μέσα στο μυαλό μου ακατάπαυστα. Είναι και λίγο «βάσανο» αυτό, δεν σας το κρύβω… (χαμογελάει).
- Στην Κύπρο οι συναυλίες θα γίνουν στις 16 Φεβρουαρίου στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου στη Λευκωσία και στις 18 Φεβρουαρίου στο Δημοτικό Θέατρο Γ. Λυκούργος στη Λάρνακα.
Ελεύθερα, 6.2.2022.