Με αφορμή τη Φιλουμένα Μαρτουράνο, η Αννίτα Σαντοριναίου ανοίγει την καρδιά της και στέκεται στους κόμβους που καθόρισαν τη ζωή και την πορεία της.
Το 2022 συμπληρώνει μισό αιώνα από την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι της στο σανίδι αλλά και 40 χρόνια από τότε που πήρε την καθοριστική απόφαση να έρθει στην Κύπρο και τον ΘΟΚ για να γράψει μερικά από τα πιο ακτινοβόλα κεφάλαια στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Στον ΘΟΚ επιστρέφει μετά από έξι χρόνια για τον ρόλο της Φιλουμένας Μαρτουράνο στο φερώνυμο γλυκόπικρο αριστούργημα του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη πολύτιμο πετράδι στο ζηλευτό περιδέραιο της διαδρομής της στο θέατρο. Εκεί συναντά ξανά και τη σκηνοθέτρια Μαγδαλένα Ζήρα με την οποία τα τελευταία 13 χρόνια έχει συνεργαστεί σε επίλεκτες δουλειές: την «Τρύπα του κουνελιού», τη «Βασίλισσα της ομορφιάς», το «Απόψε θα πετάξω την τέφρα σου».
– Φέτος κλείνεις 50 χρόνια στο θέατρο. Θυμάσαι πώς ένιωσες την πρώτη φορά που πάτησες στη σκηνή; Πενήντα επαγγελματικά χρόνια κλείνω το 2024. Όμως, πράγματι πάτησα για πρώτη φορά στο σανίδι το 1972, στο Υπόγειο του Κουν, όντας ακόμη φοιτήτρια. Έκανα μια αντικατάσταση στην «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Έβαλα ένα φτερό παγωνιού, ένα μαύρο φόρεμα, μάζεψα κότσο τα πολύ μακριά τότε μαλλιά μου και ρίχτηκα στη σκηνή. Έτρεμα ολόκληρη, το φτερό πήγαινε πέρα- δώθε. Όμως ήταν τόσο ωραίο το αίσθημα! Δεν είχα καν υποψιαστεί πόσο ωραίο θα ήταν. Καταρχάς, ήμουν τυχερή για το ότι μπήκα στου Κουν, σ’ ένα σπουδαίο εκείνη την εποχή θέατρο. Μέσα στα σκοτάδια του Υπογείου μού ανοίχτηκαν διάπλατα τα φώτα. Και δεν εννοώ της σκηνής. Το θέατρο μού άνοιξε μεγάλους ορίζοντες, μού άνοιξε καμαρόπορτες στην ψυχή, τον νου, τη σκέψη, τον τρόπο που ονειρεύομαι και ζω.
– Πώς φανταζόσουν τότε τον εαυτό σου στα επόμενα 50 χρόνια; Δεν φανταζόμουν τίποτα. Ήμουν ένα άβγαλτο παιδί, χωρίς φιλοδοξίες. Μ’ έλκυε κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω με λέξεις. Γενικά, ποτέ δεν φιλοδόξησα να γίνω πρωταγωνίστρια. Ούτε το ονειρευόμουν, ούτε το επιδίωξα. Μ’ ευνόησε η τύχη; Η σκληρή δουλειά; Ο τρόπος με τον οποίο δούλευα; Το τάξιμο στο αντικείμενο; Έχω στερηθεί πολλές στιγμές που ζουν οι άνθρωποι, όπως να πάω να πιώ ξέγνοιαστη έναν καφέ, ή να κάνω αυθόρμητα ένα ταξίδι με τον άντρα μου.
– Ποιο ήταν το πρώτο σκίρτημα, η πρώτη συνειδητοποίηση, που σε ώθησε στον χώρο του θεάτρου; Ήταν η επίγευση μιας σχολικής παράστασης που κάναμε μεσούσης της δικτατορίας. Ήμουν σε σχολείο θηλέων κι έπαιζα τον Λάμπρο Τζαβέλλα. Ήταν και μια εποχή που διαβάζαμε κρυφά με τις συμμαθήτριές μου ποιητές και απαγορευμένους συγγραφείς. Η παράσταση εκείνη με χάραξε γιατί έκανα μια ανυπακοή. Το έργο τελείωνε με τα τελευταία λόγια του ήρωα: «Το Σούλι, το Σούλι, τη λευτεριά!». Αλλά η φιλόλογος με διέταξε να παραλείψω «τη λευτεριά» εξαιτίας του φόβου και του κλίματος της εποχής. Την παράκουσα. Όταν ψέλλισα «τη λευτεριά» κάτω έγινε πανικός. Αυτό μου έδωσε να καταλάβω ότι το θέατρο είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για να περάσεις κάποια μηνύματα σ’ αυτόν τον πνιγηρό κόσμο. Ήταν ένα σημαντικό «κλικ». Σαν ερωτικό κάλεσμα. Μπορούσα να υψώσω τη φωνή μου, όχι σηκώνοντας ένα πανό, αλλά στέλνοντας ένα μήνυμα από σκηνής.
– Σε στοιχειώνουν ρόλοι που δεν έπαιξες; Καθόλου. Λ.χ. είχα επιθυμήσει στο Θέατρο Τέχνης να παίξω τον ρόλο της Κασσάνδρας στις Τρωάδες. Με φώναξε όμως ο Κουν στο γραφείο του και μου είπε ότι κανονικά θα την έπαιζα, αλλά δεν είχε άλλη γυναίκα να του στηρίξει τον Χορό. Δέχτηκα χωρίς επιφύλαξη. Μέχρι σήμερα, έχω παίξει τόσα πολλά και σημαντικά πράγματα που τελικά η Κασσάνδρα είναι μια μικρή κουκίδα μέσα σ’ ένα γεμάτο ταμπλό.
– Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν όταν τους ανακοίνωσες ότι θα έδινες εξετάσεις στη Δραματική Σχολή; Ήταν το 1971. Προοριζόμουν για τη νομική. Τους το ξεφούρνισα την παραμονή πριν από τις εξετάσεις. Είχα ήδη γραφτεί και προετοιμαζόμουν, ενώ είχα πληρώσει από χρήματα που μάζευα κρυφά. Η μητέρα μου αντέδρασε. Όμως, ο πατέρας μου ήταν προοδευτικός και οξυδερκής άνθρωπος. Πήγαμε μαζί σ’ έναν θείο μου που εργαζόταν παλιότερα για τον Κουν. Κι εκείνος του είπε: «Μέμο, καταλαβαίνω τους φόβους σου, μια μοναχοκόρη έχεις. Αλλά αν αυτό το παιδί γίνει μια Λαμπέτη;». Ο πατέρας μου κέρωσε. Και την επομένη πήγαμε με τον πατέρα και τον θείο Λέανδρο στον Κουν. Ο θείος Λέανδρος του εξήγησε πώς έχει η κατάσταση και τον παρακάλεσε να με δεχτεί μόνο αν πραγματικά πίστευε ότι κάνω για το θέατρο. Πέρασα από την τρύπα του βελονιού για να μπω.
– Ήσουν αγχωμένη στις εξετάσεις; Εμφανίστηκα με τρακ και με άμυνες. Σκόνταψα κιόλας. Ο Γιάννης Σιδέρης, που μετά έγινε καθηγητής μου, μού είπε «Προσέξετε μικρούλα μου!». Είναι στιγμές βαθιά αποτυπωμένες, τις έχω κομποδέσει στο κομποσκοίνι της ζωής.
– Ποιες άσχημες καλλιτεχνικές στιγμές θα ήθελες να διαγράψεις από τη μνήμη; Σπανίως θα με ακούσεις να λέω για μια δουλειά ότι ήταν κακή εμπειρία. Έψαχνα το καλό ακόμη και στο κακό. Πολεμούσα για το καλύτερο στις δεδομένες συνθήκες.
– Πότε κάμφθηκαν οριστικά οι επιφυλάξεις των γονιών σου; Πολύ σύντομα. Καμάρωναν για μένα. Ήμουν το μοναχοπαίδι τους. Δεν έχαναν παράσταση και με στήριζαν ποικιλοτρόπως. Μάλιστα, από το 1993 ήρθαν μόνιμα και στην Κύπρο. Το 2001 ο μπαμπάς έφυγε. Και στις 28 του περασμένου Δεκεμβρίου έχασα και τη μάνα μου. Όταν βραβεύτηκα από τον ΘΟΚ το 2019 ήρθε στην τελετή κι αυτή ήταν η τελευταία της δημόσια εμφάνιση. Ήθελε μέχρι το τέλος να έρχεται να με βλέπει, όπως στις «Φάλαινες τον Αύγουστο» που κάναμε το 2020. Δυστυχώς, ήταν δύσκολο πια. Πάντως, ήμουν ευτυχής που έβλεπα τους γονείς μου να καμαρώνουν για μένα. Τώρα που τους έχω χάσει και τους δυο, μου δίνει ειρήνη η σκέψη ότι έφυγαν ευχαριστημένοι από το παιδί τους. Δεν το έκανα, φυσικά, για τους γονείς μου, αλλά γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
– Αναλογίστηκες πώς θα ήταν η ζωή και η πορεία σου αν δεν έπαιρνες την απόφαση να έρθεις στην Κύπρο; Δεν μπορώ να ξέρω αν θα ήταν καλύτερη ή χειρότερη. Λειτουργώ μόνο μ’ αυτό που έχω στα χέρια μου. Κι αυτό είναι πολύ αληθινό, έχει αποδώσει ζουμερούς καρπούς. Νομίζω ότι δεν έχει νόημα να σκέφτεται κανείς υποθετικά. Στην Κύπρο έχω απολαύει αγάπης από τον κόσμο και τιμών. Έχω παίξει τόσο πολλούς ρόλους που έγκωσα πια. Έφτασα σε μια φάση που πρέπει να διαλέγω.
– Ποιος ήταν ο τελευταίος σου ρόλος στο Θέατρο Τέχνης; Η Αμαλία στον «Λήσταρχο Νταβέλη». Έφυγα μεσούσης της σεζόν. Ήταν Κυριακή των Βαΐων, το 1982. Είχα πάει τρέμοντας στον Λαζάνη να του ανακοινώσω ότι πρέπει να φύγω. Προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη και μάλιστα μου έριξε κι ένα «Τώρα θα φύγεις; Που θα κάνεις και Κλυταιμνήστρα το καλοκαίρι; Θα αδειάσεις τον Κουν;» Μ’ έκανε χώμα… Όμως, ήμουν αποφασισμένη να έρθω στην Κύπρο. Ήμουν πολύ ερωτευμένη τότε. Αυτά τα πράγματα δεν αποφασίζονται με τη λογική. Ήταν μέσα στη φούρια μιας παθιασμένης κατάστασης. Δεν μέτρησα τα κουκιά μου. Ήταν μονόδρομος.
– Έχει ο ηθοποιός της εφήμερης τέχνης του θεάτρου την πολυτέλεια να νοσταλγεί; Κάποιες φορές αναπόφευκτα αναπολούμε, αλλά εγώ δεν θέλω ν’ αναπολώ. Θέλω να ζω το τώρα. Μου αρέσει το τώρα. Το τώρα είναι το πάντα μου. Διότι συν τοις άλλοις είναι εμπλουτισμένο με το χτες. Δεν χρειάζεται να κοιτάζω κάθε λίγο πίσω. Κουβαλώ το χτες. Αναπολώ μόνο κάποιους ανθρώπους πολύτιμους που έφυγαν από δίπλα μας.
– Ρόλους αναπολείς; Ναι. Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που αγάπησα γιατί με αντιπροσώπευσαν κιόλας στη συγκεκριμένη συγκυρία. Η Γέρμα, το 1998, ήταν ένας από αυτούς. Τη λάτρεψα. Ήταν μια έξοχη παράσταση φτιαγμένη από εξαιρετικούς συντελεστές. Ο Άγγελος Αγγελή φιλοτέχνησε ένα αξέχαστο σκηνικό. Το δέντρο απεικονιζόταν ανάποδα, με τις ρίζες πάνω, το φεγγάρι ήταν φυλακισμένο σε σιδερένιο κουτί. Και στο τέλος, που πνίγω τον Χουάν στην άμμο, το δέντρο γυρίζει και το φύλλωμα επιστρέφει πάνω, προς το φως, ενώ το φεγγάρι σηκώνεται ψηλά εκεί που ανήκει. Σημειολογικά, αυτό με ξερίζωνε. Με συγκλόνιζε.
– Γιατί; Δεν έχει να κάνει με την επιθυμία να σκοτώσει κάποιον αλλά με το γεγονός ότι της στερείται η γυναικεία φύση και ειδικότερα αυτό που δεν της επετράπη να έχει: ένα παιδί. Αυτό ζητά η Γέρμα και μαζί της ίσως κι ο ίδιος ο Λόρκα ως φύση δισυπόστατη. Γι’ αυτό αποτυπώνει το έργο αυτό μέσα από τις δικές του αιχμές οδύνης, τις κλωστές του προσωπικού του πόνου. Καταλαβαίνω καλά την ηρωίδα αυτή. Ίσως επειδή έχασα κι εγώ ένα παιδί και μάλιστα πάνω σε παράσταση.
– Πότε συνέβη αυτό; Το 1984. Ήμουν 6,5 μηνών έγκυος και έπαιζα σε μια επανάληψη των Ικέτιδων που παρουσιάστηκε στην Αργυρούπολη. Έκανα πρόβα, την Τετάρτη είχα πόνους αλλά δεν έδωσα σημασία κι έπαιξα στην παράσταση και την Πέμπτη το πρωί ξύπνησα με πόνους τοκετού. Έτσι, έχασα εκείνο το παιδί. Γι’ αυτό η Γέρμα μου κέντησε την ψυχή. Όπως και τώρα η Φιλουμένα, που έχει τρία παιδιά και κάνει τα πάντα γι’ αυτά.
– Με τη Μαγδαλένα Ζήρα έχετε συνεργαστεί σε επίλεκτες δουλειές. Ποια γνώμη έχεις σχηματίσει για εκείνη; Την πιστεύω πολύ ως σκηνοθέτιδα. Έχει άποψη και τόλμη. Το απέδειξε και σε προτάσεις όπως η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» που έκανε στη Νεκρή Ζώνη ή το «Με το ίδιο μέτρο» του Σαίξπηρ που έκανε στην Αρχιεπισκοπή. Έχει μυαλό, καρδιά, εγκράτεια, σκηνοθετική σοφία. Επιτρέπει στον ηθοποιό να πλεύσει ελεύθερα και μετά βρίσκει τον τρόπο να οδηγήσει την πρόταση εκεί που πρέπει, πάνω στο μέτρο του έργου. Με τη Μαγδαλένα νιώθω πάντα ελεύθερη. Πρόσεξε: όχι ασύδοτη, ελεύθερη. Δημιουργική. Έχω την ελευθερία να δώσω στον χαρακτήρα αυτό που βλέπω. Με τον καιρό απέκτησα και την πείρα να ξεφορτώνομαι τα περιττά και να μένω στο μεδούλι. Η Μαγδαλένα βρίσκεται σε φάση ακόμη μεγαλύτερης ωριμότητας. Ο ΘΟΚ δεν έχει τίποτε να χάσει επενδύοντας στις δυνάμεις του κυπριακού θεάτρου. Αυτοί είναι το μέλλον.
– Τι κάνει τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» να συνομιλεί με την εποχή μας; Είναι ένα διαχρονικό έργο. Δεν υπάρχει λόγος να το μεταφέρεις σε άλλο χώρο και χρόνο. Έχει τόσο καλοφτιαγμένους χαρακτήρες και μαστορεμένους διαλόγους, που μιλά απευθείας στην ψυχή. Η Φιλουμένα είναι ένα αμόρφωτο πλάσμα από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νάπολης. Δεν ξέρει ούτε να διαβάζει κι όμως καταφέρνει να βγάλει λόγους σαν ρήτορας με περγαμηνές. Το έργο είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ο Εντουάρντο ντε Φιλίππο ήταν νόθο παιδί του θρύλου της κωμωδίας Εντουάρντο Σκαρπέτα.
– Η Φιλουμένα δεν κλαίει αν και το έργο ολόκληρο μοιάζει μ’ έναν λυγμό έτοιμο να ξεσπάσει. Τι σημαίνει αυτό για τον χαρακτήρα της; Σπούδασε από μικρή στο πανεπιστήμιο της ζωής. Πώς να κλάψει μια γυναίκα που απαξιώνει τον εαυτό της για επιλογές που αναγκάστηκε να κάνει ώστε να επιβιώσει; Απαιτεί μια σκληράδα αυτό.
– Οι σκληροί δεν κλαίνε; Κάποτε κλαίνε.
– Εσύ κλαις εκτός σκηνής; Δεν νομίζω. Μπορεί να δακρύσω σε ανύποπτη φάση για ασήμαντα πράγματα. Σε μια ταινία λ.χ. Δεν έκλαψα σε μεγάλα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ζωή μου. Δεν έκλαψα στην κηδεία της μάνας μου, ούτε του πατέρα μου. Ξέρεις πότε έκλαψα για τον πατέρα μου; Δύο μέρες μετά την κηδεία, είχαμε παράσταση στον ΘΟΚ με τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Βαλερί Αχάντοφ. Έπαιξα το Σάββατο, όλα καλά. Την Κυριακή, όμως, στην απογευματινή παράσταση, ήταν μια σκηνή που είναι συγκεντρωμένος όλος ο θίασος σ’ ένα τραπέζι. Θυμάμαι ότι στο βάθος του τραπεζιού ήταν η Άλκηστη Παυλίδου. Δεξιά μου ήταν ο Λύρας, αριστερά ο Χαραλάμπους, ο Βαρνάβας, ο Λούρας και κάποια στιγμή απευθύνομαι στον Νεοκλή που έκανε τον Τρέπλιεφ: «Κόστια, κλείσε το παράθυρο. Νύχτωσε και κάνει ψύχρα…» Εκεί στο «νύχτωσε και κάνει ψύχρα» έρχεται η φλασιά και μπαίνω μέσα στον τάφο. Άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου χωρίς να το ορίζω. Έπαθα σεντόνι αν και ήμουν σε πλήρη διαύγεια. Ένιωσα τότε τα χέρια των συναδέλφων να μου σφίγγουν τα γόνατα κι άκουσα την Άλκηστη απέναντι να λέει λόγια που συνειδητοποιώ ότι ήταν τα δικά μου. Για να σώσει τη σκηνή. Εγώ στήλωσα και κατάλαβαν ότι κάτι έτρεχε.
– Ξανάπαθες ποτέ σεντόνι; Άλλη μια φορά στο Θέατρο Τέχνης όταν ήμουν μικρή. Κι ήταν μαζί μου ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Γιάννης Δεγαΐτης κι ο Κακλέας και μου έλεγαν τα λόγια, ενώ ποιος ξέρει ποιο «σκουπίδι» είχε μπει στο μυαλό μου. Όμως, το 2001 στον «Γλάρο» ήξερα: ήταν το σκοτάδι και η ψύχρα της νύχτας.
– Γενικά δεν ξεσπάς; Μήπως στο θέατρο βρήκες κι έναν τρόπο εκκένωσης των συναισθημάτων; Ίσως. Ενδεχομένως ένα κομμάτι του εαυτού μου ενδόμυχα να έχει συνειδητοποιήσει μέσα από την ενασχόληση με την τραγωδία ότι είναι κάποια βιώματα που στέκονται πέρα από τον πόνο. Η Εκάβη δεν μυξόκλαιγε πάνω από το γκρεμοτσακισμένο εγγόνι της. Ο πόνος είναι βαθύ πηγάδι. Σαν κρατήρας ηφαιστείου, που όταν δεν είναι ενεργό έχει βάθος μαύρο, σκοτάδι πηχτό και τα τοιχώματά του είναι κοφτερά.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που πήρες από το θέατρο; Το πιο σημαντικό που μου έχει διδάξει, είναι κάτι που μού δίδαξαν και οι γονείς μου, ιδίως ο πατέρας μου: να κατεβαίνω βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Ο πατέρας μου ήταν ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Πέρασε πολλά: κατοχή, εξορίες, είδε γείτονες τουμπανιασμένους στον δρόμο, αργότερα βασανίστηκε στην Ασφάλεια, πήγε στις φυλακές Πειραιώς, στη Μακρόνησο και μετά στην Ικαρία. Τώρα που έφυγε κι η μάνα μου, υπάρχει κάτι δύσκολο να κάνω. Έχω ένα παμπάλαιο ταγάρι γεμάτο επιστολές που αντάλλαζαν οι γονείς μου όταν ο πατέρας ήταν στην εξορία. Δεν ξέρω πώς θα τις αξιοποιήσω. Πρωτ’ απ’ όλα, θα τις διαβάσω.
- Η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο, σε σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα, παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30μ.μ. και Κυριακή στις 6μ.μ. στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ, 77772727, thoc.org.cy
Ελεύθερα, 20.2.2022