Με αφορμή την επιστροφή του στην «Μπουάτ», ο Κύπριος δημιουργός, που αγαπά να ανταλλάζει καλημέρες στην παλιά πόλη, εξηγεί πώς οι σπουδές του στη θεολογία έφεραν την επανάσταση στη μουσική του.

– Αυτές τις μέρες εγκαινιάζεις ένα νέο κύκλο εμφανίσεων στην παλιά Λευκωσία, μέσα από την «Μπουάτ». Τι είναι αυτό που αγαπάς τόσο πολύ στο συγκεκριμένο είδος; Κατ’ αρχάς το ελληνικό τραγούδι των δεκαετιών ’60 -’70 και ιδιαιτέρως η μελοποιημένη ποίηση και το πολιτικό τραγούδι, είναι μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα μ’ αυτό, εξαιτίας της παιδείας των γονιών μου. Φιλόλογος η μάνα μου, δίδασκε τα ποιήματα αυτά, που μελοποιήθηκαν την εποχή εκείνη κι έτσι αυτό ήταν το καθημερινό τραγούδι του σπιτιού. Ρίζωσε μέσα μου. Αυτό που αγαπώ τόσο πολύ στο συγκεκριμένο είδος – και λειτουργεί μέσα μου από τότε – είναι η αισθητική του λόγου, οι πανανθρώπινες ιδέες και αξίες, η αγωνιστικότητα, ταυτόχρονα η τρυφερότητα, η λαϊκότητα, ο ερωτισμός, η ιστορία, ο ανθρωπισμός, η ευαισθησία, με μια λέξη η Αλήθεια μας.

– Πώς θα σκιαγραφούσες το κοινό που έρχεται σήμερα στην μπουάτ; Το κοινό που έρχεται στην μπουάτ είναι οι άνθρωποι που, μέσω μιας νοσταλγίας, αναζητούν μια χαμένη αλήθεια στο σήμερα. Επίσης, σε μια τόσο εικονική εποχή με τόση «φλυαρία», η απλότητα, το ατόφιο και η αμεσότητα στην τέχνη είναι το ζητούμενο κι είναι σπάνιο, γι’ αυτό γίνεται ανάγκη. Και για μένα είναι ανάγκη, γι’ αυτό και το κάνω. Το θεωρώ πολύ σημαντικό να βγω βράδυ και ν’ ακούσω κάποιον να μου διαβάσει Σικελιανό ή Λειβαδίτη.

– Τι ενέργεια ανταλλάσσεται μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη σε αυτού του είδους τις «συναυλίες»; Η ενέργεια της αλήθειας, που κουβαλά το ίδιο το τραγούδι ή το ποίημα. Εδώ φαίνεται και η σπουδαιότητά του. Ένα τραγούδι με μια κιθάρα ή μ’ ένα πιάνο και με μια απλή μελωδία, που ο στίχος του είναι μεν απλός αλλά γεμάτος με νοήματα, ιδέες, εικόνες, αισθήσεις κι ό,τι άλλο μας συνέχει ως λαό, δεν μπορεί παρά να μην φτάσει στο μέσα του ακροατή.

– Στην εποχή των «αποστάσεων» είναι η μπουάτ ένας τρόπος να ‘ρθούμε κοντά;   Αναμφίβολα. Αρκεί να το θέλουμε. Είναι τόσο άμεση η σχέση καλλιτέχνη-κοινού και του κοινού μεταξύ τους, που κάθε «απόσταση» ελαχιστοποιείται. Στις μπουάτ είδα ανθρώπους να ‘ρχονται μόνοι και να φεύγουν με παρέα. Επίσης, ξέρω ζευγάρια, που ερωτεύτηκαν στην μπουάτ.

– Ζεις και δημιουργείς στην παλιά Λευκωσία. Πώς βλέπεις γενικότερα σήμερα την περιοχή; Η παλιά Λευκωσία με ενέπνεε από τότε που ήμουν μαθητής και χαίρομαι πολύ που κατοικώ στην καρδιά της. Είναι μια απίστευτα ανθρώπινη γειτονιά. Λες «καλημέρα» και σου το ανταποδίδουν! Δεν είναι λίγο αυτό, αν αναλογιστεί κανείς τα απρόσωπα οικοδομικά τετράγωνα με τα τεράστια, σύγχρονα, άχαρα σπίτια – κουτιά, που διέπουν την εκτός των τειχών Λευκωσία και ιδιαιτέρως τα νεόπλουτα νότια προάστια. Η παλιά πόλη είναι η ιστορία της Λευκωσίας, η αρχιτεκτονική της, η ταυτότητά της, η αλήθεια της. Πολλοί με ρωτούν αν φοβάμαι εκεί που μένω, λόγω των ξένων. Αστεία πράγματα! Άμα δίνεις χαμόγελο, παίρνεις χαμόγελο. Άμα δίνεις μίσος, παίρνεις μίσος. Λένε, επίσης, πολλοί πως οι ξένοι καταστρέφουν την παλιά πόλη. Ψέμα! Τις περισσότερες επεμβάσεις τις προκαλούν άνθρωποι, που δεν κατοικούν στην παλιά πόλη και επειδή έχουν ένα μαγαζάκι, που το βλέπουν λίγες ώρες τη μέρα, θεωρούν τους εαυτούς τους «διαχειριστές» της. Το κλείσιμο του Δημοτικού Σχολείου της Φανερωμένης – για καθαρά ρατσιστικούς λόγους – ήταν ό,τι πιο βάναυσο για τα παιδιά και για τη γειτονιά. Γιατί; Επειδή ήταν ένα σχολείο με παιδιά μεταναστών. Εμείς οι «ιθαγενείς» γκετοποιούμε τον τόπο μας, γιατί κατά βάθος δεν ξέρουμε εμείς οι ίδιοι ποιοι είμαστε. Φοβόμαστε να αντικρύσουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αντικρύσουμε τον «άλλο».

– Καλλιτεχνικά πώς επιδρούν σε σένα οι εικόνες και οι ήχοι της γειτονιάς σου; Οι ήχοι και οι εικόνες της γειτονιάς μου είναι ένα πανέμορφο ψηφιδωτό, με καλλιτέχνη την ιστορία του τόπου. Η συνύπαρξη ετερόκλιτων – φαινομενικά – στοιχείων σε μια λειτουργική σχέση είναι η απόλυτη έννοια της αρμονίας αλλά και της συν-χώρεσης. Αυτό είναι η σύνθεση! Μια μέρα ήρθε ένας φίλος, ψάλτης στο επάγγελμα, από Λεμεσό και τρώγαμε στου Ματθαίου. Ξαφνικά ακούστηκε ο μουεζίνης. Ταράχτηκε ο φίλος. «Πώς αντέχεις να τ’ ακούς αυτό;»; «Τι λες ρε φίλε; – του είπα – Άκου; Ήχος Πλάγιος πρώτος! Στις πέντε το πρωί να ακούσεις έναν ήχο πρώτο παθητικό, τον σαμπάχ, τέλειος»! Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν και οι καμπάνες της Φανερωμένης. Αυτό είναι!

Ως δημιουργός πώς θα προσδιόριζες την αισθητική της δουλειάς σου;
Αυτή είναι μια ερώτηση, που την κάνω κι εγώ στον εαυτό μου! Δεν ξέρω. Γράφω αυτό που νιώθω και κάνω αυτά που κάνω, με απόλυτη ειλικρίνεια. Δεν κοροϊδεύω και δεν κάνω πράγματα, που δεν είμαι. Ούτως ή άλλως όσο περίτεχνα και να κοροϊδεύεις με την τέχνη σου, η αλήθεια του ποιος πραγματικά είσαι, σε νικάει.

– Ένα μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής σου δημιουργίας αφορά τη μελοποίηση κορυφαίων ποιητικών έργων. Με ποιο τρόπο προσεγγίζεις μουσικά τα ποιήματα; Διαβάζω πολλή ποίηση και διαλέγω ποιήματα που είναι άμεσα, που έχουν κάτι να πουν, χωρίς αφηρημένες έννοιες. Που με γειώνουν, δηλαδή, και που τα νιώθω ως κάτι χειροπιαστό. Από κει και πέρα, ένα ποίημα αν μου δημιουργήσει την ανάγκη να το τραγουδήσω, προσπαθώ να ανακαλύψω τον εσωτερικό ρυθμό του – αν έχει και είναι άμετρο – και ξεκινώ δουλειά.

– Ως παιδί ποια ήταν τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα που είχες;  Μεγαλωμένος σε μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, η βυζαντινή μουσική της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας και κυρίως οι υπέροχοι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας, ήταν ακούσματα από τότε που έχω μνήμη! Μαζί μ’ αυτά, μουσικά ερεθίσματα ήταν οι σπουδές μου στο κλασικό βιολί από τα οκτώ μέχρι τα φοιτητικά μου χρόνια, το πολιτικό τραγούδι, η μελοποιημένη ποίηση και η ροκ. Επίσης, η εξαιρετική δουλειά που έκαναν οι δασκάλες μας στα σχολικά μου χρόνια, που πραγματικά μας διαμόρφωσαν ρεπερτόριο. Για παράδειγμα, τους μεγάλους συνθέτες τους «γνωρίζαμε» από το Δημοτικό. Το λέω ως τροφή για σκέψη.

– Ποια ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησες ότι αυτό ήθελες να κάνεις στη ζωή σου; Όταν σε ηλικία 11 χρόνων μελοποίησα δύο ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού από το Ανθολόγιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τότε το δήλωσα και το παλεύω.

– Από τις σπουδές θεολογίας πώς βρέθηκες τελικά στη μουσική; Ήταν ένα είδος επανάστασης για σένα; Αντιθέτως! Η θεολογία έκανε επανάσταση στη μουσική μου. Μου άλλαξε εντελώς τη φιλοσοφία του τι τραγουδώ και του τι γράφω. Η μουσική προϋπήρχε, όπως είπα, ήμουν από νωρίς συνειδητοποιημένος και ταγμένος στον στόχο μου και όταν πήγα Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσω παραδοσιακή και βυζαντινή μουσική, αποφάσισα να πάω και σε μια άλλη μη-μουσική σχολή κι αυτή ήταν η θεολογία. Σπουδάζοντας, όμως, ταυτόχρονα θεολογία και μουσική, αυτά τα δύο πράγματα ενώθηκαν τόσο όμορφα, που δεν μπορώ πια να τα δω ξέχωρα. Η θεολογία όπως και το τραγούδι μιλούν για τον λόγο ύπαρξης των πάντων, για την ίδια τη ζωή! Η θεολογία μού έδωσε στιχουργικό κριτήριο. Ο πατέρας μου – ιερέας ων – πάντα μου έλεγε «Έχε τον νου σου, γιατί εσύ μπορείς να κάνεις καλύτερα κηρύγματα από μένα με το τραγούδι».

– Σήμερα ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκευτικότητα; Με την έννοια της τυπικής διαδικασίας, καμία. Καθαρά προσωπική είναι η σχέση πια. Πιστεύω στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Πιστεύω στον Θεό. Έχω εμπιστοσύνη στην αγάπη Του. Αυτό μού αρκεί. Άλλοι θρησκεύουν αλλιώς. Ο καθένας όπως μπορεί, όσο μπορεί και αν μπορεί κι άμα θέλει.

– Το τραγούδι σε κάνει τελικά καλύτερο άνθρωπο; Το τραγούδι δημιουργεί προϋποθέσεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Όλα εξαρτώνται από την εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου και την ποιότητα του τραγουδιού, βέβαια. Ο Χατζιδάκις μίλησε για τραγούδι, που μας «αποκαλύπτει». Επίσης, μιας και η κουβέντα αυτή γίνεται με αφορμή τις μπουάτ, θα χρησιμοποιήσω κάτι που είχε πει ο Μανώλης Μητσιάς σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη στην ΕΡΤ, πως τότε που τραγουδούσαν στις μπουάτ, όταν τελείωνε το πρόγραμμα και φεύγανε για τα σπίτια τους, είχαν την ανάγκη να κάνουν μια καλή πράξη, όχι από ηθικισμό, αλλά γιατί μέσα από το τραγούδι μπορούσαν να βρουν τη χαμένη τους ευαισθησία. 

– Υπάρχει για σένα σήμερα κάποιο μουσικό απωθημένο; Όχι πια! Το μόνο που θέλω είναι να παραμείνω συνεπής σ’ αυτό που κάνω, να συνεχίσω να εργάζομαι «με λογισμό και μ’ όνειρο», με αφοσίωση, πείσμα και υπομονή. Κι ας κάνω λάθη!

Info: «Μπουάτ 11», έναρξη εμφανίσεων στις 3/3 και κάθε Πέμπτη στις 21:00. Καφενείο 11, Λευκωσία. Τηλ.: 99030985.

tanya@phileleftheros.com

Ελεύθερα, 27.2.2022.