Όταν βρίσκεται πάνω στην σκηνή τον ενδιαφέρει να συγκινεί την ψυχή και τον νου των ανθρώπων. Αυτό είναι το ζητούμενο σε κάθε έργο που παίζει. Στην «Ελένη» του Ρίτσου που υποδύεται αυτή την περίοδο μας θυμίζει το μάταιο του πολέμου και τη σημασία της ελευθερίας.
– Τα πλάνα σου στο θέατρο ανατράπηκαν αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες. Πώς διαχειρίστηκες όλες αυτές τις δυσκολίες; Εγένετο πανδημία και βρεθήκαμε κλεισμένοι στο σπίτι. Άκυρες οι προγραμματισμένες παραστάσεις εντός και εκτός Κύπρου. Λύπη και ανασφάλεια που μετουσιώθηκαν σε δημιουργία. Οργανώσαμε με τον Achim παραστάσεις σε ζωντανή σύνδεση για ένα άτομο κάθε φορά. Έξω η ησυχία του λοκντάουν και εγώ βαφόμουν γκέισα για το έργο «Τελετή τσαγιού». Έπαιζα και είχα απέναντί μου ένα άτομο τη φορά. Έδινα την ψυχή μου και το απoλαμβάναμε και στις δυο άκρες του κομπιούτερ. Μετά, νόμου επιτρέποντος έξι άτομα στα σπίτια μας, ήρθε η σειρά για το «Ημερολόγιο ενός τρελού» κατόπιν κρατήσεων. Άνοιγα την πόρτα και στο δωμάτιό μου έπαιζα το έργο. Άρχισα σιγά-σιγά και πάλι να κάνω μαθήματα φορώντας μάσκα, με έναν μαθητή κάθε φορά. Σκηνοθέτησα, έγραψα και έπαιξα. Όλα με την ψυχή στο στόμα υπό την απειλή αναβολών ή και ακυρώσεων και με την πρωτόγνωρη εικόνα να παίζεις για θεατές των οποίων δεν βλέπεις τα πρόσωπα. Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια. Απίστευτο!
– Έχεις μάθει να προσαρμόζεσαι στις ανατροπές της ζωής; H ζωή είναι μόνο ανατροπές. Το πρώτο μου μεγάλο σχολείο ήταν ο αναπάντεχος θάνατος του πατέρα μου στα εικοσιδυό μου. Μόλις είχα αποφοιτήσει από το Εθνικό και μου είχε γίνει πρόταση από την Κονιόρδου να παίξω σε επιθεώρηση στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου. Θυμάμαι που με βαριά καρδιά αγόρασα τηλεκάρτα με το φιλοδώρημα της προηγούμενης μέρας (είχα βρει δουλειά σε καφέ) και είπα «λυπάμαι, δεν μπορώ. Πέθανε ο πατέρας μου». Ήταν δύσκολη στιγμή, αλλά μάθαινα… Από τότε η ζωή έφερε διάφορες ευκαιρίες να μου θυμίζουν πως σαν ευλύγιστο κλαρί πρέπει να είναι ο άνθρωπος, στο φύσημα των ανέμων. Είδα αγαπημένους φίλους και συγγενείς να πηγαίνουν απο τη μια μέρα στην άλλη στην τελευταία τους κατοικία. Η μέγιστη ανατροπή. Εκεί τι να πεις…
– Όλα αυτά τα χρόνια σε έχουμε δει να ανεβάζεις έργα στην ταράτσα του σπιτιού σου, στις θαλασσινές σπηλιές της Πέγειας για το Πάφος 2017, σε καφενεία στα χωριά. Ποια είναι η φιλοσοφία πίσω από τις site specific παραστάσεις; Η πρώτη site specific παράσταση ήταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Στο δωμάτιο απέναντι από τη νονά μου Αιμιλία που έφευγε. Η ανάγκη να την αποχαιρετίσουμε γλυκά γέννησε την παραστασούλα εκείνη. Κάπως έτσι γίνεται πάντα. Μια ανάγκη το φέρνει. Στο Βερολίνο, η ανάγκη για να βγάλω το καλοκαίρι με οδήγησε να κάνω στον δρόμο αρχαία τραγωδία. Στην ταράτσα στη Λευκωσία, η ανάγκη να ζήσουμε με φίλους το «Ημερολόγιο ενός τρελού», με θέα μιναρέδες, εκκλησίες και φοίνικες. Στη Λεμεσό ο «Βόιτσεκ», σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων για το… αθλητικό του πράγματος. Το έργο «Ενώνοντας τη Μεσόγειο Θάλασσα» το ανεβάσαμε δίπλα στο ναυάγιο EDRO III, στο Πάφος 2017, για να μεταφερθεί πιο ζωντανά η ιστορία του ναυαγίου που ήθελα να παρουσιάσω. Αυτή είναι η δική μου εξήγηση.
– Τι κρατάς από την περιοδεία σου στα καφενεία χωριών της Κύπρου; Πάνε δέκα χρόνια. Ήθελα να ταξιδέψω το «Ημερολόγιο ενός τρελού» σε χωριά του νησιού, να επιβεβαιώσω πως η διασκευή στα κυπριακά θα αποδεικνυόταν λειτουργική. Νιώθω ακόμα μυρωδιές και αισθήσεις από μια Κύπρο γενναιόδωρη, φιλόξενη και συγκινητική που μου αποκαλύφθηκε τότε. Κρατώ εικόνες από ενθουσιασμένα παιδιά με ποπ κορν στο χέρι σαν να ’ταν στο σινεμά, τη διάδραση που προέκυπτε αυθόρμητα κατά τη διάρκεια, τη συγκίνηση και το κατευόδιο στο τέλος από αγαπημένες γιαγιάδες. «Να ξανάρτεις γιε μου να μας παίξεις τζιαι σιαιρούμαστεν». Τόσο απλά. Ούτε τρένα, ούτε πλοία, ούτε κρίσεις, ούτε επιστημονικές αναλύσεις. Τίποτα δήθεν ή καθωσπρέπει στην ανταλλαγή. Αληθινή επαφή.
– Θυμάσαι την πρώτη φορά που έπαιξες σε θεατρικό έργο; Δεκαετία του ’80 και κάναμε θέατρο στις αυλές των σπιτιών μας. Μικρές επιθεωρήσεις με αυτοσχέδια σκετσάκια. Έμπαινε η Άνοιξη και ξεκινούσαν θρυλικές πρεμιέρες. Κάθε γειτονιά είχε τον θίασό της. Ο δικός μας απαρτιζόταν από την αδελφή μου Σύλβια, την Έμιλυ, τη Χρίστη, τη Χρύσω και την Αννίτα. Σκηνοθέτης μας συχνά η αγαπημένη μου ξαδέρφη Κατερίνα. Είχαμε και είσοδο κάτι σελίνια. Ως πρώτη μου παράσταση θυμάμαι μια που το κοστούμι μας ήταν άσπρα ρούχα και κόκκινο φουλάρι στον λαιμό. Το φινάλε συγκινητικό για μένα. Σκιρτούσα κάθε φορά. Πιανόμασταν σε κύκλο και τραγουδούσαμε: «Αν όλα τα παιδιά της γης πιάναν γερά τα χέρια… ο κύκλος θα γινόταν ακόμα πιο μεγάλος και ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ». Ένιωθα από τότε πως η αγάπη είναι μεγάλη επανάσταση και πως όταν μεγαλώσω τέτοιες επαναστάσεις θα θέλω να κάνω. Δικαίωσα το όνειρο.
– Σπούδασες στο Εθνικό Θέατρο και έζησες για μια δεκαετία στην Αθήνα. Πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία; Η Αθήνα είναι η μισή μου ζωή. Εκεί έμαθα θέατρο και ψήθηκα στη ζωή. Στο Εθνικό είχα σπουδαίους δασκάλους. Τη Βαλάκου, τον Ψαρά, τη Χορς, τον Ανδρεάδη. Έκανα φίλους που αγαπώ στη Σχολή. Ακολούθησαν συνεργασίες-δώρα. Η Κόκκινου στο «Θέατρο Σφενδόνη», που με έμαθε την παύση και την αναπνοή. Ο Νίκος Κούνδουρος, που μαζί του έκανα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Τα «Φτηνά σσιγάρα» με τον τον Ρένο Χαραλαμπίδη, ο Καραθάνος, ο Φασουλής. Τα εστιατόρια που δούλεψα. Το Food Company στο Κολωνάκι, το Καφέ Αβυσσηνία και το τσιφτετέλι κάθε που τελείωνε η βραδυά. Η εφημερίδα «Χρυσή Ευκαιρία» και η αγωνία όταν ξέμενα απο δουλειά. Το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχάλης Κακογιάννης να μου προτείνει να βρούμε μονόλογο. Η όψη της Λένας Πλάτωνος στη γενική μας, στην Ιφιγένεια, που έγραψε τη μουσική. Οι παραστάσεις στο Εθνικό. Ο Κοκκιννόπουλος, που μαζί του πρωτοέκανα τηλεόραση. Οι μοναξιές, οι γιορτές, οι ερωτικές βόλτες. Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης και η Τζενάρα μου που έφυγαν. Ο Σωκράτης και ο Σπύρος, που όταν βρεθούμε γελάμε με τα παλιά. Οι ατελείωτες βόλτες με το ποδήλατο και άλλα… και άλλα… που θέλουν χίλιες και μία νύχτες να εξιστορήσω. Δώρα πολλά μου έδωσε η Αθήνα. Πρόλαβα και την έζησα στο φουλ την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα και αρχές του τωρινού.
– Επιστρέφοντας στην Κύπρο, τι είδους θέατρο ήθελε να κάνεις; Θα ήμουν δέκα χρόνων όταν διάβασα μια συνέντευξη της Καρέζη που έκανε τότε Μήδεια. Είχε πει: «Είναι ύψιστη τιμή, να βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή και να συγκινείς την ψυχή και τον νου των ανθρώπων, όσων ανθρώπων, όποιων ανθρωπων». Την είχα κάνει ζωγραφιά, μαζί και τα λόγια, στο παιδικό μου δωμάτιο. Αυτό πάντα ήθελα και θέλω να κάνω.
– Ήταν επιλογή σου να κινηθείς έξω από τα θεατρικά κατεστημένα; Εγώ απλώς ακολούθησα την καρδιά μου. Δεν ήξερα αν αποφεύγω κάτι.
– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν ανεβαίνεις στη θεατρική σκηνή; Να ελέγχω και να ελευθερώνομαι ταυτόχρονα. Να ισορροπώ ανάμεσα στην έκσταση και τη λογική.
– Αυτή την περίοδο ετοιμάζεσαι να παίξεις την «Ελένη» του Ρίτσου. Πώς αντέδρασε η κόρη του η Έρη, όταν τη ρώτησες για τα δικαιώματα του έργου; Έγραψα στην κόρη του μεγάλου ποιητή: «Θα κάνουμε το έργο του πατέρα σας και θέλω να μάθω για τα πνευματικά και πόσο στοιχίζουν». «Ανεβάστε το έργο, παιδί μου, και μην ανησυχείς. Κανείς δεν έβγαλε λεφτά από την τέχνη. Στείλε μου μόνο καμιά φωτογραφία από την παράσταση, να δω να χαρώ. Καλή επιτυχία να έχετε», απάντησε.
– Στον μονόλογο της «Ελένης» έχεις απέναντί σου έναν Αφρικανό μετανάστη. Ποιο ήταν το σκεπτικό αυτής της επιλογής; Ήθελα πολύ να μιλήσω για το μάταιο του πολέμου και τη σημασία της ελευθερίας, έχοντας μαζί μου και απέναντί μου έναν άνθρωπο που αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του επειδή εκεί μαίνονται εμφύλιοι. Ο θεός του πολέμου δεν σταμάτησε ποτέ να μαστίζει την Αφρική. Θελήσαμε να μιλήσουμε για ελευθερία, έχοντας μέσα στο δωμάτιο έναν άνθρωπο του οποίου το χρώμα του δέρματος, το παρελθόν και το παρόν του κουβαλούν έντονη ιστορία. Θέλω το κοινό να σκεφτεί μαζί μου: Τι γίνεται με την Αφρική, παιδιά; Τι ζήλεψε ο δυτικός κόσμος και βρήκε τρόπο να παρέμβει και να διαιρεί για να βασιλεύει; Τι Δούρειους Ίππους έχει χρησιμοποιήσει; Η συνάντηση των δύο ουσιαστική. Η Ελένη ξέρει το μάταιο του πολέμου από τη μεριά του θύτη και αυτός από τη μεριά του θύματος. Πεθαίνει τελικά στα χέρια του. Πόσο όμορφο αυτό… Ο Έλβις Τεκού από το Καμερούν είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Είμαι ευγνώμων στον Παναγιώτη Χατζηκωστή από το My Hub, το Κέντρο Μεταναστών Λεμεσού, που μας έφερε σε επαφή.
– Ποια θέματα αναδεικνύει το έργο; Συναντάμε τη Ελένη σ’ ένα δωμάτιο, γριά και ανήμπορη, να αναπολεί και να αναρωτιέται για τη ζωή και τον θάνατο. Μιλάει για χαμένους έρωτες, κούφιες ζωές, την ομορφιά που φθείρεται από τον χρόνο, το μάταιο της ύπαρξης και το ακόμα πιο μάταιο του να πνίγεται ο άνθρωπος σε υλικά αγαθά μαζεμένα από πολέμους που δεν έσβησαν ποτέ. Είναι και άλλα, που καταλήγουν σε φως και ελπίδα, αφού υπάρχει μια στιγμή ελευθερίας. Έτσι λέει. Όλα αυτά γραμμένα με μαεστρία. Έχει την τιμητική της η ελληνική γλώσσα στο κείμενο αυτό του Ρίτσου και είναι για μένα μεγάλη πρόκληση που θα το πω.
– Τι είναι για σένα η αίσθηση της ελευθερίας; Μου έρχεται η εικόνα ανθρώπου πλάι σε θάλασσα γαληνεμένη, εναρμονισμένου με το τοπίο και με καθαρή συνείδηση. Να μην τον βαραίνουν αδικίες, αλλά καλοσύνες. Να μην έχει φόβο Θεού αλλά έρωτα Θεού. Να ’ναι ξαλαφρωμένος από ντροπές και ενοχές.
– Συνεργάζεσαι εδώ και αρκετά χρόνια με τον Άχιμ Βίλαντ. Τι είναι αυτό που θέλετε να μεταφέρετε στους θεατές μέσα από το θέατρο; Ποιες κοινές ιδέες σας έφεραν κοντά; Ερωτευτήκαμε κεραυνόβολα με τον Άχιμ πριν δεκαοχτώ χρόνια. Η συνάντησή μας έγινε στην Αθήνα. Την πρώτη φορά που έπρεπε να αποχαιρετιστούμε (επέστρεφε στη Ζυρίχη όπου και ζούσε) μου είπε: «Ας βρούμε συμβολικό σημείο για να πούμε το αντίο». Διαλέξαμε μια ελιά σε έναν δρόμο στο Μαρούσι. Βρήκαμε το σωστό σκηνικό, το οποίο συμφωνήσαμε πως ήταν τέλειο για να πει την ιστορία μας. Κύλησε το νερό στο ποτάμι και τα χρόνια έφεραν και πήραν. Αρχίσαμε να κάνουμε θέατρο μαζί. Ξεκίνησε αβίαστα η συνεργασία. Εκείνος από το κομμάτι της οπτικής επικοινωνίας (Visual Arts και βίντεο) κι εγώ από το θέατρο που είχα μάθει στην Αθήνα.
– Θυμάσαι το πρώτο σας έργο; Ξεκινήσαμε με «Βόιτσεκ» του Μπύχνερ, με Μαρία τη Νιόβη Χαραλάμπους. Συνεχίσαμε με ανεμπόδιστη ροή απ’ εκεί κι έπειτα. Δημιουργήσαμε έργα που γράψαμε βασισμένοι σε αυτοσχεδιασμούς. Θέματά μας, ο άνθρωπος και το μεγαλείο του και τα διάφορα κοινωνικοπολιτικά συστήματα που θέλουν να τον μικραίνουν. Μαζί μας στο Fear Industry, το πρώτο μας device, και η Έλενα Καλλινίκου που παρέμεινε στενή συνεργάτης. Βρίσκουμε πάντα και την αισθητική φόρμα, όπως τότε με την ελιά, και λέμε την ιστορία μας. Έχουμε πολύ παρόμοιες ευαισθησίες, σκέψεις και προβληματισμούς. Φτιάξαμε μαζί μια ομάδα που έχει μέλη από διάφορες γωνιές του κόσμου. Λεγόμαστε SRSLY yours και θέλουμε να σας θυμίζουμε πως οι σημαίες, οι εκκλησίες, τα παλάτια και τα προεδρικά μέγαρα είναι δημιούργημα του εγωιστικού νου. Στους κήπους είναι η ουσία.
– Ετοιμάζεσαι να παρουσιάσεις θέατρο σε πόλεις εκτός Κύπρου. Τι σε συναρπάζει σε αυτή την προοπτική; Ναι, ακολουθούν παραστάσεις σε Αθήνα, Τορίνο, Εδιμβούργο, Σεράγιεβο. Με συναρπάζουν τα μάτια τα άγνωστα που θα με καθρεφτίσουν εντός και εκτός σκηνής.
– Πρόσφατα βραβεύτηκες στο Μαυροβούνιο. Πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία; Το θέατρο στα Βαλκάνια είναι σπουδαίο, δημιουργοί που βάζουν το μαχαίρι στο κόκκαλο. Στο Φεστιβάλ F.I.A.T. είχε παραστάσεις απίστευτες που ψήλωναν τον πήχη. Είναι ένα φεστιβάλ που φιλοξένησε κατά καιρούς μεγάλους δημιουργούς. Το βράδυ που έπαιξα κόπηκε το ρεύμα. Εκεί ήταν ένας δημοσιογράφος με έναν προβολέα με μπαταρία. Τον δανείστηκε ο Άχιμ και τον έστησε απέναντί μου. Το μοναδικό αυτό φως με τύφλωνε, πέφταν και ψιχάλες βροχής. Έβαλα όλη μου την τέχνη και τεχνική σε λειτουργία και έγινε η υπέρβαση. Σαν να πετούσα για μια ώρα. Τελειώνοντας, το κοινό όρθιο και η βροχή να πέφτει για τα καλά. Είπαν πως είμαι μάγος. Χαρά μεγάλη και τιμή.
– Πόσο σε έχει αλλάξει ως άνθρωπο το θέατρο; Δεν ξέρω κάποιον άλλον Μάριο παρά μόνο αυτόν που ποτίζει η αγάπη και η ενασχόληση με τη θεατρική ιδέα και πράξη.
– Ποια άλλα πράγματα σου δίνουν χαρά; Να βρίσκομαι με την αδερφή μου στον ήλιο και τη θάλασσα, οι βόλτες με την Ιωάννα και την Στέφανη που είναι αδερφότεκνες και φίλες μου. Να μαγειρεύω για τον Άχιμ και να γελάμε, να έχουμε φίλους στο σπίτι, η κουβέντα με τη θεία Ισμήνη μου, να χάνομαι σε μαγαζιά με μεταχειρισμένα ρούχα, να μπαίνω σε καταγώγια για ηδονές. Να ανάβω κεριά σε ταπεινές εκκλησίες, να παίζω με την εφτάχρονη Άννα Λούσια και τις κούκλες μας, να ζωγραφίζω με χρώματα σε μικρά τετράδια, να χορεύω με φίλους και αγνώστους μα και μόνος στο σπίτι, να βοηθώ όπου φαίνεται στον δρόμο μου άνθρωπος σε ανάγκη. Να θυμάμαι τη χρυσή μου μάμμα που έφυγε. Είναι και άλλα, μα ας περιοριστώ σε αυτά.
– Κατάγεσαι από την Πάφο αλλά έχεις τη βάση σου στη Λεμεσό. Τι αγαπάς σ’ αυτή την πόλη; Είμαι από την πάμφωτη Πάφο που αγαπώ πολύ. Στη Λεμεσό ζω κατά καιρούς. Αγαπώ τον Δημοτικό Κήπο της, την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, την είσοδο του τελευταίου πορνείου στην Πλατεία Ηρώων, το Θέατρο Ριάλτο, τον Τουρκομαχαλά, τους τοίχους με τα γκράφιτι, το Ξυδάδικο, την παλιά αποβάθρα στον Μώλο, τον Πολυχώρο Συνεργείο, την οδό Ελευθερίας και τη θάλασσα στο Λέιντις Μάιλ.
Ελεύθερα, 27.2.2022.