Το «Κατακαλόκαιρο» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Κύπριας συγγραφέως Ευαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου, που εργάζεται στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Ικαρία, Αθήνα, Κένυα και Γαλλία συναντιούνται σε μια ιστορία που μιλάει για τον έρωτα, την ασύμμετρη γεωμετρία των σχέσεων. Για τη μητρότητα και την πατρότητα, για τα μοτίβα της απώλειας, την τύχη και την ευτυχία, που είναι εξπέρ στο κρυφτό. Ποιος θα τη βρει και ποιος θα μείνει με άδεια χέρια; Και τελικά για πόσο θα κρατήσει το κατακαλόκαιρο; Η συγγραφέας σπούδασε φιλολογία και θέατρο στην Αθήνα και κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική Φιλοσοφία.
– Ποιο ήταν το ερέθισμα που σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Το αρχικό ερέθισμα ήταν διακοπές στην Ικαρία το 2012. Λάτρεψα την αύρα της, τα πανηγύρια της, το οτοστόπ! Την ίδια εποχή μια φίλη πέρασε έναν μήνα στην Κένυα σε εθελοντικό πρόγραμμα. Έζησα έναν άλλο κόσμο μέσα από φωτογραφίες, βίντεο, μουσικές. Διάφορα μικρά ερεθίσματα για τα οποία ήθελα να γράψω μια ιστορία. Και μετά βίωσα μια τεράστια απώλεια. Είχα ανάγκη να πιαστώ από κάτι. Μ’ έσωσε, ξεπέρασα την απώλεια με ελάχιστους κραδασμούς. Το πρωτόλειο μυθιστόρημα γράφτηκε τότε, αλλά με πολλές αδυναμίες. Μεσολάβησαν χρόνια, δύο παιδιά και κάπου το ξαναθυμήθηκα. Μ’ έτρωγε το ότι κάτι έχει να πει και θέλει δουλειά. Κράτησα ελάχιστα πράγματα, στην ουσία το ξαναέγραψα. Ένα νέο στοιχείο προστέθηκε: η μητρότητα. Το αίσθημα ότι δεν είσαι ποτέ αρκετά καλός και μαζί ό,τι πιο υπέροχο. Ήθελα να μιλήσω για τον φόβο, το πώς μηδενίζει κανείς, και φυσικά για τον έρωτα. Τα σκόρπια κομμάτια του παζλ ενώθηκαν, το ένα στοιχείο οδηγούσε στο άλλο, έμοιαζε με κυνήγι θησαυρού. Το βιβλίο, όπως κι οι ήρωές του, πέρασε από περιπέτειες σχεδόν μιας δεκαετίας. Ξεκίνησα να γράφω μια καλοκαιρινή ιστορία που προκύπτει από ένα οτοστόπ στην Ικαρία και στο τέλος αντιλήφθηκα πως όλοι οι ήρωες βιώνουν την απώλεια.
– Τελικά για πόσο κρατά το κατακαλόκαιρο στη ζωή μας; Με βάση το ημερολόγιο, μερικές μέρες ή βδομάδες. Λίγο, όσο μια ανάσα καυτή στον λαιμό. Με βάση την ένταση, το αποτύπωμα και το πώς διαστέλλεται μέσα μας, κρατάει όσο κρατάει η μνήμη. Μέσα στο κατακαλόκαιρο συμπυκνώνεται η μαγική περίοδος της αρχής του έρωτα. Η αθωότητα. Μπορεί να είναι και στιγμές μόνο, που όταν τις ζεις ξέρεις ότι στο μέλλον θα λάβουν μέσα σου διαστάσεις μύθου. Αν ήταν φωτογραφία, θα ήταν μια φέτα καρπούζι που την τρως λαίμαργα. «Ο Ερμής βάζει μικρά πετραδάκια στην πλάτη της. Παίρνει χούφτες από άμμο, τις αφήνει να γλιστρήσουν στην πλάτη της και σχηματίζει διάφορα με τα δάκτυλά του. Λέξεις που ταξιδεύουν και μεταφέρουν μυστικά. Αγαπημένες λέξεις, που δεν έχει ιδέα ποιες είναι, αλλά τις νιώθει, ακούει τους ήχους, τις ιστορίες τους. Όλο το παρελθόν, όλα τα μπλοκαρίσματα είναι ψέμα. Η μόνη αλήθεια είναι αυτή η στιγμή. […] Βγαίνει στον δρόμο και οδηγεί με τις ώρες. Δεν έχει χάρτες μαζί της, αφήνει τον δρόμο να την πάει όπου να ναι. Νομίζει πως αν το αμάξι γλιστρήσει στη στροφή του δρόμου, θα πεθάνει ευτυχισμένη».
– Τι είδους δεσμός είναι αυτός με τη γραφή; Θα το τοποθετούσα πιο γενικά, τον δεσμό με την τέχνη. Καθετί μπορεί να πυροδοτήσει την έμπνευση: μια φωτογραφία, ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια σκηνή στον δρόμο, μια παράσταση, μια φράση. Η έμπνευση περιμένει την τριβή με τις λέξεις. Πρόκειται για ένα εναλλακτικό συνεργείο: μπαίνω στο κειμενουργείο (δανεική λέξη από τον Ε. Μύρωνα), φτιάχνω μια ιστορία και όταν την ολοκληρώνω, γεμίζουν όλα. Αυτό είναι το δώρο. Μαζί με το δώρο έρχεται και μια μόνιμη βάσανος: μια συνεχής αναμέτρηση με τον εαυτό σου, μια αίσθηση ανεπάρκειας. Συνεχώς βρίσκεις υπέροχα πράγματα που τα έχουν γράψει άλλοι, κάνεις συγκρίσεις και βέβαια ξέρεις ότι κάθε φορά που διαβάζεις κάτι αξιόλογο, την επόμενη φορά θα είναι καλύτερη η γραφή σου. Μια συνεχής αμφιταλάντευση ανάμεσα στο θεραπευτικό και το βασανιστικό κομμάτι. Και μετά υπάρχουν οι στιγμές της ανατροφοδότησης μέσα από σχόλια. Σου δίνει τόση πληρότητα, που τη βρίσκεις σπάνια. Ίσως μέσα από τον έρωτα, ή από την αγκαλιά του παιδιού σου.
– Λειτουργεί και ως καταφύγιο για σας; Αγαπώ μια φράση του Αλμπέρτο Μοραβία: «…θα έπρεπε να υπάρχει ένας εφεδρικός κόσμος ολόιδιος με τον δικό μας, έτοιμος πάντα να μας δεχτεί όταν αυτός που ζούμε αρχίζει να μη λειτουργεί πια». Σ’ αυτόν τον κόσμο καταφεύγω όταν βρίσκω παράλογα όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Συχνά στις παρέες σωπαίνω σε φλέγοντα ζητήματα, κάπως δένεται η γλώσσα μου. Όλα όσα θέλω να πω τα λέω μέσα από τη γραφή μου. Τα τελευταία χρόνια έχω συνειδητοποιήσει ότι «εδώ είμαστε, αυτό μπορείς να κάνεις, άρα θα πρέπει να βρεις τρόπο να το κάνεις καλά». Η γραφή είναι η φωνή μου.
– Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης, ποιο είναι το ζητούμενο για έναν συγγραφέα; Να μπορεί να εξελίσσεται. Να βρει τον τρόπο να φτιάξει κάτι όμορφο, κάτι που να αποτελεί πνευματική τροφή για έναν άνθρωπο, να τον πάει ένα βήμα παραπέρα. Να τον προβληματίσει, να του ξυπνήσει πράγματα. Μέσα απ’ αυτό το ταρακούνημα μπορεί να προκύψει οτιδήποτε στον αναγνώστη, μέχρι και το να πάρει αποφάσεις για την προσωπική του ζωή. Ακούγεται ακραίο, αλλά μπορεί να συμβεί, το βιβλίο -η τέχνη γενικότερα- έχει δύναμη. Το ζητούμενο είναι η μαγική συνάντηση συγγραφέα και αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση, να βρει αποδέκτη το μήνυμα, αυτό που θέλει να πει. Να γράφει από ανάγκη και με αλήθεια, να έχει σκανάρει τέλεια τους ήρωές του, για να τους κάνει ψυχογράφημα. Κι όταν φτάνει πια το βιβλίο στον αναγνώστη, ας μη φαίνεται καθόλου όλη αυτή η σκληρή εργασία, να φαίνεται απλό και εύκολο. Να αποδεχτεί ότι εκτίθεται, ξεγυμνώνεται και η έκθεση φέρνει και αρνητική κριτική. Και πόσο εύκολη είναι η ισορροπία μεταξύ εσωστρέφειας και εξωστρέφειας, ειδικά στην εποχή μας που υπάρχει πολύς θόρυβος, υπερπληροφόρηση και υπερέκθεση; Και τέλος να μπορεί να αφαιρεί, να προσθέτει, να ενορχηστρώνει, να γράψει μια ιστορία που να έχει ατμόσφαιρα, ρυθμό, να αναπνέει χωρίς πολλά στολίδια. Να είναι και λίγο παραμυθάς, με την έννοια να μπορέσει να γράψει κάτι που θα κρατήσει ξάγρυπνο έναν άνθρωπο για να τον διαβάσει. Αυτό πώς γίνεται; Όταν μαγειρεύει ένα ολόκληρο σύμπαν με τις λέξεις του και προσκαλεί τους αναγνώστες του σε δείπνο. Έχει κάτι το αριστοκρατικό και το μαγικό όλο αυτό.
– Ποιοι συγγραφείς ή βιβλία σάς έχουν σημαδέψει; Από το σχολείο με συντάραξε η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Τα ερωτήματα που θέτει ο Οιδίποδας, ο Άμλετ, μ’ έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό. Και μετά ξεχωρίζω τον Μπέκετ ίσως πιο πολύ απ’ όλους. Τα διλήμματα του Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Έργα σαν τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες και οπωσδήποτε ο Κούντερα. Ξαναδιαβάζω βιβλία με απόσταση μίας ή δύο δεκαετιών. Αλλάζω εγώ κι είναι σαν να αλλάζει και το βιβλίο. Και φυσικά ποιητές όπως ο Καβάφης, με την τέλεια αφαίρεση, ο Χριστιανόπουλος, ο Λειβαδίτης. Απ’ όλα αυτά τα ιερά τέρατα ανά περιόδους της ζωής μου, ταυτίζομαι με μια φράση ή έναν στίχο. Για παράδειγμα: «Διασχίζουμε το παρόν με τα μάτια δεμένα, το πολύ- πολύ μπορούμε να διαισθανθούμε και να μαντέψουμε αυτό που ζούμε τούτη τη στιγμή» (Μίλαν Κούντερα, «Κωμικοί έρωτες»).