Ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου, Νικόλας Παπαγεωργίου, ξεδιπλώνει τα πλάνα του για το πώς η ΣΟΚ θα επεκταθεί και θα γίνει πραγματικά Συμφωνική, αλλά και πώς θα ανταποκριθεί στις συνθήκες της πανδημίας.

– Πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στην Κύπρο από την Αγγλία που ήταν η βάση σας; Η σχέση μου με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου είναι πολύχρονη – ξεκίνησα το 1990 ως μέλος τής τότε Κρατικής Ορχήστρας Νέων, οπόταν μπορώ να πω ότι η ορχήστρα αυτή και η εξέλιξή της αποτελούν μεγάλο μέρος της ζωής μου. Όταν ανακοινώθηκε αυτή η θέση ως διοικητική παρά ως θέση μαέστρου, θεώρησα ότι οι εμπειρίες μου τα τελευταία χρόνια στο διεθνές περιβάλλον θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την περαιτέρω εξέλιξη αυτού του πολύ σημαντικού οργανισμού.

– Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη πρόκληση στο νέο σας πόστο; Αυτή τη στιγμή, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση της κρίσης με την πανδημία. Αυτό βέβαια αφορά όλο τον τομέα, ο οποίος έχει κυριολεκτικά αποδεκατιστεί τους τελευταίους μήνες παγκοσμίως – ορχήστρες παραμένουν αδρανείς, μεγάλες αίθουσες παραμένουν κλειστές και πολλοί μουσικοί έχουν χάσει όλα τα εισοδήματά τους. Είναι πολύ σημαντικό να επανέλθει η ζωντανή μουσική στις αίθουσες, έστω και με περιοριστικά μέτρα. Πρόκληση επίσης θεωρώ τη δημιουργία κάποιων θεσμών και πρακτικών του επαγγέλματος που δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ – όχι γιατί δεν υπάρχει η καλή θέληση, αλλά ίσως επειδή κάπου λείπει η τεχνογνωσία.

– Τι περιλαμβάνουν οι σχεδιασμοί σας για τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου; Η ορχήστρα έχει φτάσει πλέον σε ένα αξιοπρεπέστατο επίπεδο και είναι κρίμα το ότι αυτό δεν αναγνωρίζεται στον βαθμό που θα έπρεπε. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να επισημάνω πως, παρά το ότι ονομάζεται «Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου», παραμένει σε σχηματισμό ορχήστρας δωματίου (42 άτομα), και αυτό σημαίνει ότι ο κύριος κορμός του ορχηστρικού ρεπερτορίου, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού, παραμένει εκτός δυνατοτήτων, όχι γιατί δεν υπάρχει το επίπεδο, αλλά επειδή δεν υπάρχουν οι αριθμοί. Πιστεύω πως έχει φτάσει πλέον ο καιρός η ορχήστρα να επεκταθεί και να γίνει πραγματικά συμφωνική, και αυτό είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης. Αυτό θα βοηθήσει και στην προώθησή της στο κοινό, μια και τα μεγάλα συμφωνικά έργα είναι και τα πιο δημοφιλή.

– Απ’ ό,τι ξέρω, δεν θα διευθύνετε συναυλίες. Πώς θα σχεδιάζετε το πρόγραμμα για τις συναυλίες της χρονιάς; Όπως πολύ σωστά λέτε, δεν είμαι διευθυντής ορχήστρας. Αυτό όμως το μοντέλο ίσως δίνει σε μεγαλύτερο βαθμό τη δυνατότητα ανάπτυξης σχέσεων με διάφορους συνεργάτες –μαέστρους και σολίστ–, και θα ήθελα οι μουσικοί της ορχήστρας να έχουν την ευκαιρία να δουλέψουν με ένα ευρύ φάσμα συνεργατών. Όσον αφορά τον σχεδιασμό, είναι σημαντικό να αναπτυχθεί μια συνοχή στον προγραμματισμό και πολύ θα ήθελα αυτό να γίνει διαμέσου θεματικών σειρών συναυλιών που να «δένουν» μεταξύ τους. Επίσης, πολύ θα ήθελα αυτό το διάστημα το «δημόσιο» πρόσωπο της ορχήστρας να μην είναι ένα μόνο άτομο, αλλά να προβληθούν και οι εξαίρετοι μουσικοί της. 

– Σας ενδιαφέρει η ΣΟΚ να αναπτύξει σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς; Πάντοτε πίστευα στις διεθνείς σχέσεις, τόσο σε επίπεδο διοίκησης όσο και καλλιτεχνικά. Στον τομέα μας υπάρχει ένα διεθνές «οικοσύστημα» και δεν υπάρχει κανένας λόγος η Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου να μην έχει τη θέση της μέσα σε αυτό. 

– Θα οργανώσετε συναυλίες και έξω από το αστικό κέντρο, ώστε να προσεγγίσετε και το κοινό της υπαίθρου; Η Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου εδώ και αρκετά χρόνια εφαρμόζει ένα πρόγραμμα κοινωνικής προσφοράς, που περιλαμβάνει τη διεξαγωγή συναυλιών σε κοινότητες της υπαίθρου. Αυτό το πρόγραμμα θα συνεχιστεί και θα εμπλουτιστεί, ως ένας από τους κύριους στόχους της ορχήστρας.

– Φαντάζομαι ότι η πανδημία δυσκολεύει το έργο των μουσικών; Πώς χειρίζεστε αυτή την παράμετρο; Όποια και να είναι τα σχέδια μας, προέχει το να γνωρίζουμε υπό ποιες συνθήκες μπορεί να δουλέψει η ορχήστρα. Τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε πολλές επαφές με το υπουργείο Υγείας για την κατάρτιση ενός πρωτοκόλλου, συγκεκριμένα για τις συναυλίες μουσικών συνόλων. Βάσει αυτού θα πρέπει να αναπροσαρμόσουμε το πρόγραμμα μας. Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι οι μουσικοί μας, που διψούν πραγματικά να ξαναβρεθούν επί σκηνής, να έχουν αυτή την ευκαιρία.

– Διατελέσατε Κορυφαίος των Κρουστών Οργάνων της ΣΟΚ για περίοδο 15 χρόνων (1999-2014). Τι κρατάτε ως πιο σημαντικό από αυτά τα χρόνια; Είναι πολλές οι αναμνήσεις μου ως μουσικός – πολλές υπέροχες μουσικές στιγμές, αλλά και η συνεχής πρόοδος της ορχήστρας όλα αυτά τα χρόνια. Πολύ σημαντική θεωρώ την εξέλιξη της ορχήστρας σε ένα πλήρως επαγγελματικό σχήμα – ουσιαστικά τον μουσικό ορχήστρας ως επάγγελμα.  

– Από τα κρουστά μεταπηδήσατε στη διεύθυνση οργανισμών για καλλιτέχνες στην Αγγλία, από το 2014. Πώς έγινε αυτή η μετάβαση; Διετέλεσα αρκετά χρόνια ως πρόεδρος του σωματείου των μουσικών της ορχήστρας, και η εμπλοκή μου σε αυτό τον τομέα με ώθησε στο να αναζητήσω νέα μονοπάτια. Ένιωσα ότι είχα την επιλογή είτε να παραμείνω ως μουσικός στην ορχήστρα για τα επόμενα 25 χρόνια, είτε να ανοίξω νέους δρόμους – πέστε το προσωπικές ανησυχίες και αναζητήσεις αν θέλετε. Έτσι, μετοίκησα στην Αγγλία όπου μετά από διακοπή 20 χρόνων έκανα μεταπτυχιακές σπουδές σε εργασιακές σχέσεις και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, ενώ παράλληλα ξεκίνησα ως βοηθός, και μετέπειτα ως μάνατζερ, σε γραφείο διαχείρισης καλλιτεχνών. 

– Πώς μπήκε αρχικά η μουσική στη ζωή σας; Μεγάλωσα σε μουσική οικογένεια – η γιαγιά μου, η Νίκη Τζέτζα, ήταν μαθήτρια του Μανώλη Καλομοίρη και μετέπειτα ιδρύτρια του Εθνικού Ωδείου Λάρνακας. Θυμάμαι που, όταν ήμουν μικρό παιδί, ερχόταν η Κρινώ Καλομοίρη για να εξετάσει τους μαθητές του ωδείου και έμενε σπίτι μας – ήταν μια προσωπικότητα… Έτσι, από μικρή ηλικία είχα πολύ στενή επαφή με τη μουσική. 

– Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες; Τι μουσική ακούτε στο σπίτι; Ελπίζω να μη φανεί κοινότοπο, αλλά αν πρέπει να διαλέξω έναν αγαπημένο μου συνθέτη θα πρέπει να πω τον Μπετόβεν. Απλά είναι για μένα όλη η ανθρώπινη ύπαρξη, σε μουσική… 

maria.panayiotou@phileleftheros.com

Φιλελεύθερα, 13.9.2020.