Η Χριστίνα Λάμπρου που επιμελείται την έκθεση με έργα της Λουκίας Νικολαΐδου στο Γκαράζ, σκιαγραφεί το πορτρέτο της πρωτοπόρου ζωγράφου η οποία έδωσε το δικό της στίγμα στα πρώιμα χρόνια της Κυπριακής Νεωτερικότητας
– Η Λουκία Νικολαΐδου ήταν η πρώτη γυναίκα της Κύπρου που τόλμησε να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές στην τέχνη, σε μια εποχή που οι γυναίκες προορίζονταν να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά. Πώς πήρε την απόφαση αυτή; Είχε κάποια στήριξη από το περιβάλλον της; Σίγουρα, το να φύγει κανείς από τη Λεμεσό του ’30 για σπουδές Καλών Τεχνών στο Παρίσι ήταν μια απόφαση που απαιτούσε δυναμισμό. Στην περίπτωση της Λουκίας Νικολαΐδου, υπήρξε σημαντική η ενθάρρυνση του Λεμεσιανού ζωγράφου Βασίλη Βρυωνίδη, που είχε ζήσει στη Βενετία και το Παρίσι, στο να πειστεί η οικογένεια της εικοσάχρονης τότε ζωγράφου για το φιλόδοξο σχέδιό της. Η απόφασή της είναι αξιοσημείωτη, ειδικά αν αναλογιστούμε πως οι επαγγελματίες καλλιτέχνες την εποχή αυτή ήσαν ελάχιστοι και η εκθεσιακή ζωή της εποχής πάρα πολύ περιορισμένη. Η έκθεση όμως στρέφει πολύ συνειδητά την προσοχή πέρα από το αφήγημα της «πρώτης γυναίκας ζωγράφου», εστιάζοντας στην πρωτοποριακή της δράση και τον τρόπο με τον οποίο η ίδια διαχειρίστηκε τα ενδιαφέροντα, τις επιθυμίες, τις συνθήκες και τους περιορισμούς που όρισαν τη δράση της.
– Η δουλειά της σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε από τις σπουδές της στο Παρίσι; Ένας από τους σημαντικούς συλλέκτες των έργων της μου είχε πει πως, όταν ανακάλυψε κάποιους πίνακές της, κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, ότι τα έργα της «μύριζαν Παρίσι». Αυτό μπορούμε αρχικά να το δούμε στα μορφολογικά στοιχεία, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ζωγραφίζει. Για παράδειγμα, οι πλατιές πινελιές, το επίπεδο χρώμα, τα έντονα περιγράμματα, ανήκουν σε μια μοντερνιστική αισθητική που χαρακτηρίζει το Παρίσι των αρχών του εικοστού αιώνα. Αλλά είναι η θεματολογία και η προσέγγιση στο αντικείμενό της, το ότι για παράδειγμα ζωγραφίζει γυναικεία γυμνά χωρίς καμιά παθητική αυταρέσκεια, που παραπέμπει στις αναζητήσεις παριζιάνικης εικαστικής σκηνής. Κοιτάζοντας τα έργα της, υπάρχει μια έντονη αίσθηση συγχρονισμού της Νικολαΐδου με ένα πλαίσιο ευρύτερο από τις συνθήκες που όρισαν την εργασία της: το φύλο, την κοινωνική τάξη, την καταγωγή της.
– Η ζωγράφος έκανε τρεις εκθέσεις στην Κύπρο οι οποίες όμως δεν είχαν ανταπόκριση; Ναι, όταν η Νικολαΐδου επέστρεψε το 1933, μετά το τέλος των σπουδών της στο Παρίσι, παρουσίασε σε γρήγορη διαδοχή τρεις εκθέσεις των έργων της: την άνοιξη του 1934 εξέθεσε τους πίνακές της σε ένα διαμέρισμα στη Στοά Παπαδοπούλου, κοντά στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, και στη συνέχεια δύο εκθέσεις στη Λεμεσό- το 1935 στη Λέσχη «Ένωσις» και το 1936 στην «Gallery 271». Ο δυναμισμός και η επιμονή αυτών των προσπαθειών φαίνεται πως δεν βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αρθρογραφία του Τεύκρου Ανθία ο οποίος, μετά την επίσκεψή του στην έκθεση της Λευκωσίας, μας δίνει μια έντονη εικόνα: «H καλλιτέχνις είναι απογοητευμένη. Καθισμένη σε ένα καναπεδάκι του διαμερίσματος (στη Στοά Παπαδοπούλου όπου παρουσίασε την πρώτη της έκθεση) ολιμερίς παρακολουθεί τους λιγοστούς επισκέπτες πούρχονται για να δούνε την έκθεση με σκοπό να μη φανούνε αγράμματοι καλέ, και να το σκάσουν χωρίς να ευχαριστήσουν…» (εφημερίδα Πρωινή, 26 Απριλίου 1934).
– Πού οφειλόταν αυτό; Είναι πολλοί οι παράγοντες που το έργο τής Νικολαΐδου δεν συνάντησε θερμή ανταπόκριση από το κοινό της Κύπρου και αργότερα χάθηκε στις χαραμάδες της ιστορίας της τέχνης. Ήταν μια εποχή που ιστορικά ορίστηκε από τις αναζητήσεις των πρώτων επαγγελματιών ζωγράφων -αυτών που με αρκετά προβληματικό τρόπο αποκαλούμε ακόμα «πατέρες»- οι οποίοι με κόπο και αφοσίωση εργάστηκαν για να δημιουργήσουν ένα χώρο για την τέχνη. Παράλληλα, στην ελληνοκυπριακή πολιτιστική δραστηριότητα κυριαρχεί η προσπάθεια διατύπωσης μιας εθνικής ταυτότητας, και σε αυτό το πλαίσιο ανέδειξαν συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα την εξιδανίκευση του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Στα έργα των «πατεράδων» οι οποίοι σταδιακά διαμόρφωσαν ένα σύστημα αξιών, έναν «κανόνα», οι γυναίκες παρουσιάζονταν κυρίως ως αγρότισσες ή μητέρες, με πολύ συμβολικό, αγιογραφικό σχεδόν τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν δύσκολο να διεκδικήσουν την ύπαρξή τους οι γυναίκες της Νικολαΐδου όπως τις ζωγράφιζε: με προσωπικότητα, σαρκική υπόσταση και έντονη παρουσία. Όπως η γυναίκα ως θέμα, έτσι και η γυναίκα-ζωγράφος εξαιρέθηκε από τον δημόσιο χώρο δημιουργίας και καταγραφής. Είναι πολλοί και φαινομενικά «αόρατοι» οι παράγοντες στην περίπτωση της Λουκίας Νικολαΐδου, όπως και σε πολλές άλλες γυναίκες δημιουργούς, που δυσκόλεψαν την πρόσβαση σε συνθήκες που να επιτρέπουν τη δημιουργική ευημερία της ζωγράφου και την ορατότητα των έργων της.
– Στο πλαίσιο της έκθεσης, τρεις Κύπριες συγγραφείς (Αλεξάνδρα Μαγγλή, Μαρία Πετρίδη και Κωνσταντία Σωτηρίου) γράφουν διηγήματα με έμπνευση το έργο της ζωγράφου. Πώς προσεγγίζουν τη δουλειά της; Όταν έγινε η πρώτη επιλογή έργων για την έκθεση, έστειλα φωτογραφίες από τους πίνακες στις τρεις συγγραφείς ζητώντας τους να παρατηρήσουν λεπτομέρειες, χειρονομίες και αποσπάσματα. Πολύ σημαντική ήταν και η αναγνώριση των κενών στην αφήγηση της ζωής και του έργου της, κάτι που λειτούργησε καθοριστικά στη συγγραφή. Οι ιστορίες τους κτίζονται μέσα από θραύσματα πληροφοριών παρμένα από τα έργα και από τις υπάρχουσες ιστορίες για τη Νικολαΐδου. Η καθεμιά από τις συγγραφείς προσέγγισε το θέμα μέσα από τα δικά της ενδιαφέροντα και τη δική της φόρμα, αλλά διαβάζοντάς τα προσεκτικά μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως τα κείμενα επικοινωνούν μεταξύ τους. Ξεκινώντας από τον χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στους συγγραφείς και τους αναγνώστες, τα κείμενα ανοίγουν πιθανούς τόπους συνάντησης ανάμεσα στα έργα ζωγραφικής και τον θεατή.
* Η έκθεση με έργα της Λουκίας Νικολαΐδου σε επιμέλεια της Χριστίνας Λάμπρου με τίτλο «Εξιστορήσεις» εγκαινιάζεται στις 25 Σεπτεμβρίου, στις 19:30 στο Γκαράζ, τηλ. 22001508. Θα διαρκέσει ως τις 21 Οκτωβρίου.
Φιλελεύθερα, 20.9.2020.