Τα δύο μικρότερα αδέλφια της εμβληματικής ποιήτριας των Εξαρχείων και αγίας» των ασυμβίβαστων του κόσμου -των «λευκών κελιών», και των φίλων της που «ήταν μαύρα πουλιά»- αποφασίζουν να μιλήσουν, πρώτη φορά μαζί, 27 χρόνια μετά την αυτοκτονία της στις 3 Οκτωβρίου του 1993, για εκείνο το κορίτσι της ανόδου και της πτώσης, της χαράς και του μεγάλου φόβου.

«…Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον

που λέγανε πως είσ’ εσύ.

Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,

γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.

Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.

Στο μυαλό είναι ο Στόχος,

το νου σου ε;».

– Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια με την Κατερίνα; Αργυρώ: Θυμάμαι τα Καλοκαίρια μας στο Αίγιο – τι θαύμα ήταν τότε: Βαρκάδες, παιχνίδια, μπάνια, τραγούδια, ψαρέματα. Κι όταν η Κατερίνα τσίμπαγε ξιφία, ε ρε τι γιορτή γινότανε… Ξαφνικά, ανάσταση! Ο πατέρας μας είχε φτιάξει πίσω από το σπίτι μας, κι ένα σπιτάκι για την Κατερίνα 2Χ2, και το ‘χε κάνει κουκλί: Είχε βάλει μέσα μια κουκέτα, της ζωγράφισε κι ο Λουδοβίκος των Ανωγείων μια γοργόνα – ένα όνειρο ήτανε. Όταν ήμασταν με τον Κωστή, μικρά παιδιά ακόμα -εγώ ήμουνα του ’54, ο Κωστής του ’55 κι η Κατερίνα του ’40-, η Κατερίνα -πρωτοπόρα!- ερχόταν στο πατρικό μας, στη Νέα Φιλοθέη, με ένα παλιό Saab, μας έπαιρνε και πηγαίναμε στου «Πράπα», στην Κηφισιά, για γλυκά. Ήμασταν δεμένοι – μας αγαπούσε, την αγαπάγαμε. Τη λέγαμε «μπέμπα».

– Ενώ ήταν η μεγαλύτερη; Ναι. Δεν ξέρω πώς είχε βγει αυτό. Εκείνη με έλεγε «μπούλα».

– Ήταν εξωστρεφές παιδί; Ήταν elegant. Ήταν κοινωνική. Ήταν ένα καλό, ένα θαυμάσιο παιδί. Και καλλίφωνη – με καλό αφτί. Είχε τραγουδήσει στην αρχή της πορείας της και σε μπουάτ με τον Λάκη Παππά, θυμάμαι. 

– Πώς ήταν μαζί σου, Κώστα, που ήσουν ο μικρότερος; Προστατευτική. Όταν ερχόταν η Κατερίνα στο σπίτι -γιατί είχε πια φύγει, ως μεγαλύτερη- γινόταν γιορτή, υπήρχε χαρά. Μου έφερνε δωράκια, κάτι αυτοκινητάκια, τα θυμάμαι ακόμα… Μια φορά είχε έρθει μαζί με τον Τάσιο, τον πρώτο της σύζυγο, κράταγε κάτι εισιτήρια για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, και πεταγόμουν: «Κι εγώ να ‘ρθω. Κι εγώ!». Πρέπει να ‘μουνα έξι-οκτώ χρόνων τότε. Χατίρι δεν μου χάλαγε. Χαιρόμουν, επίσης, όταν την έβλεπα στο θέατρο, στο σινεμά. Στις επιθεωρήσεις που έπαιζε μια περίοδο, πηγαίναμε στα παρασκήνια, και μας έχωνε εκεί μέσα. Της έλεγε μια φορά ο Φυσσούν, καθώς ήμουν μπροστά: «Α, έχεις και αδελφό; Γιατί δεν μας το ‘χες πει;» – το θυμάμαι σαν τώρα. Τα ίδια της έλεγαν η Καραγιάννη, η Λάσκου – γενικά, όλοι αγαπούσαν πολύ την Κατερίνα, την περιέβαλλαν με πολλή αγάπη και τρυφερότητα.

– Ξέρατε ότι γράφει ποιήματα; 
Αργυρώ: Αργότερα το μάθαμε. Είχε έρθει, θυμάμαι, μια φορά στον πατέρα μας και του είπε: «Μπαμπά, θες να μου πεις έναν τίτλο;». Και λέει ο πατέρας μας, επειδή ήταν από τη Ρούμελη: «Στο Αγνάντι και στο Διάσελο…» (γελάει). 

Κώστας: Το 1978, όταν είχε γράψει μία συλλογή -«ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» ονομάστηκε αργότερα- είχαμε φτιάξει μία λίστα με τα «υποψήφια» ονόματα της συλλογής. Κι εκεί που λέγαμε, λέγαμε ιδέες, είχε έρθει ο πατέρας μας με μία πιατέλα με σταφύλια. Έτσι βγήκε ο τίτλος. 

Αργυρώ: Τι επιτυχία είχε κάνει μετά, με τα «τρία κλικ αριστερά»…Δεν ξέρω πώς της την είχε δώσει και ξεκίνησε να γράφει, βρε παιδί μου…

Κώστας: Έμενε στην Τροίας τότε, σε ένα ωραίο νεοκλασικό σπίτι. Ήμουνα φοιτητής. Δεν είχε δημοσιεύσει ακόμη κάτι. Και με πιάνει και μου λέει μια μέρα ξαφνικά: «Τώρα θα σου πω κάτι!». Κι άρχισε να μου απαγγέλλει… Αν έγινε ποιήτρια η Κατερίνα, νομίζω πως το οφείλει στον πατέρα μας, τον Επαμεινώνδα, ο οποίος ήταν λόγιος. Εκείνος έγραφε σε ένα τετράδιο ποιήματα του Βαλαωρίτη, του Παλαμά, του Καρυωτάκη -«βαριά» ποιήματα, «σκοτεινά»-, και της έλεγε φεύγοντας για τη δουλειά του, στο Υπουργείο Γεωργίας: «Αυτό, όταν θα ‘χω γυρίσει το μεσημέρι, θα το ξέρεις απέξω». Και εκείνη τα μάθαινε. Ήταν αυταρχικός ο πατέρας μας. Και αυστηρός. Αλλά εκείνος είχε «δει» το ταλέντο της. Τον αγαπούσε τον μπαμπά μας η Κατερίνα, του είχε αφιερώσει μάλιστα και ποιήματα στο «τρία κλικ αριστερά». Αλλά είχαν μία ιδιαίτερη σχέση. Ο μπαμπάς αγαπούσε την μπέμπα, αλλά δεν ήξερε τον τρόπο να της το δείξει. 32 χρόνων έγινε εκείνος πατέρας, η Κατερίνα ήταν το πρώτο του παιδί, και τη λάτρευε! Η ζωή της Κατερίνας είχε άνοδο και πτώση. Στην άνοδο, λοιπόν, ο πατέρας μας ήταν πολύ περήφανος για εκείνην – κι ας μην της το έδειχνε. Στην παλιά μας ντουλάπα είχε μέσα ένα ντοσιέ, μόνο για την Κατερίνα – ό,τι καταχωρήσεις υπήρχαν από εφημερίδες για το «παιδί θαύμα» που χαρακτηριζόταν τότε η κόρη του, τις έκοβε και τις φύλαγε.

– Οι σχέσεις τους πώς εξελίχθηκαν στην πορεία; Απομακρύνθηκαν. Η Κατερίνα είχε ανέκαθεν έναν φόβο στην καρδιά της.     

– Είχαν χωρίσει οι γονείς σας; Ο πατέρας μας έκανε τρεις γάμους. Η Κατερίνα είναι παιδί από το δεύτερο γάμο του, με τη Γιούλα. Εμείς είμαστε από τον τρίτο του γάμο, με την Ανδριάνα. Άλλα αδέλφια δεν έχουμε. 

– Η σχέση της Κατερίνα με τη μητέρα σας, πώς ήταν; Πολύ καλή. 

​- Αισθανόταν άβολα η Κατερίνα που δεν έμενε με τη μητέρα της; Προφανώς το εισέπραττε. Αγαπούσε τη δική μας μητέρα, αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η μάνα μας δεν ήταν η μάνα της – ήταν μια άλλη γυναίκα. Ωστόσο, συνέχιζε να διατηρεί επαφές με τη μαμά της. Γύρω στα 13-14 της, τότε που ξεκίνησε να ξεσαλώνει λόγω της εφηβείας της, είχε φύγει πια οριστικά από το σπίτι και ξεκίνησε να ζει με τη μάνα της. Η μητέρα της Κατερίνας ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα, ήταν ένα πουλάκι, σα να μην υπήρχε – μιλούσε ψιθυριστά. Έζησε 100 χρόνια, πέθανε στο γηροκομείο. Ζούσε όταν έφυγε απ’ τη ζωή η Κατερίνα. Μας είχε πει κιόλας μια ιστορία η Κατερίνα – που αποτυπώνει, ίσως, τον «επαναστατικό» της χαρακτήρα: 14 ετών, την κοπάνησε, μπήκε σε ένα φορτηγό ψυγείο και πήγε στη Γερμανία. Εκεί δούλευε σε ένα εργοστάσιο, ξυπνούσε το πρωί και πήγαινε στη δουλειά κρατώντας κάτι κεράκια για να φωτίζουν το δρόμο. Αυτό μας το είπε η ίδια. 

Αργυρώ: Θυμάμαι κάτι περιοδικά που την είχαν εξώφυλλο, τότε που έκανε τις ταινίες, τη «Βεντέτα», το «Ρομάντσο», «το Ντομινό», με ένα ωραίο λεπτό σωματάκι, με μπικίνι… Ήταν φίλες με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη – η Καρέζη την πάντρεψε κιόλας. Θυμάμαι πως όταν πέθανε, η Βουγιουκλάκη είχε πει για εκείνην: «Δεν άντεξε τα χαστούκια της ζωής…». Θυμάμαι, επίσης, που είχαμε πάει δυο τρεις φορές στη Θεσσαλονίκη, τότε που η Βουγιουκλάκη ήταν με τον Παπαμιχάηλ, για να τη δούμε – πόσο καλά ήταν τότε…

Κώστας: Οι καλές αναμνήσεις μου από την Κατερίνα είναι τότε που ήμουν φοιτητής και εκείνη ερχόταν τα Καλοκαίρια στο Αίγιο, ’75 με ’80 περίπου. Αυτά ήταν τα ευτυχισμένα της χρόνια – έτσι όπως το εισέπραττα ο ίδιος. 

– Η ιδεολογία της επηρέασε, πιστεύετε, τον χαρακτήρα της; Αργυρώ: Η Κατερίνα φλέρταρε πολύ την κουλτούρα. Κόμπλαρε με την κουλτούρα. Μία εποχή που υπήρχε οικονομική άνεση στο σπίτι, είχαμε πάει μαζί στις Σεϋχέλλες, κι είχε κολλήσει με ένα βιβλίο που διάβαζα. «Πες μου γι’ αυτό», μου έλεγε, «πες μου!». Μετά έμπλεξε με κάτι Τροτσκιστές, άλλαξε. Πήγαινε στα Εξάρχεια, καθόταν σε ένα παλιό καφενείο στην πλατεία, αλλά όλο αυτό απέπνεε μια μαυρίλα στα δικά μου μάτια. Κολακεύτηκε γιατί την ‘κάναν «αρχηγό» τους. Ήταν η «αρχηγός» των Εξαρχείων – μιλούσε και οι υπόλοιποι γύρω της άκουγαν.

Κώστας: Θα μπορούσε να μην είχε μπερδέψει τόσο την ποίηση με την Αναρχία. Δεν είχε σπουδάσει κάτι η Κατερίνα, αλλά της άρεσε πολύ να διαβάζει. Είχε βγάλει τότε, θυμάμαι, ο Γιώργος Γραμματικάκης την «Κόμη της Βερενίκης», κι ερχόταν η Κατερίνα και μου έλεγε: «Για εξήγησέ μου το, τι εννοεί σ’ αυτό το σημείο;» – είχε διάθεση να μάθει, να μορφωθεί.  

– Της άρεσε που εκείνη, ο Άσιμος κι ο Σιδηρόπουλος ήταν οι ποιητές, οι -μετέπειτα- ονομαζόμενοι και «άγιοι», των Εξαρχείων; Αργυρώ: Της έδινε μια ταυτότητα όλο αυτό. Κρατιόταν από κάπου. Αυτό.  

– Πάτε καμιά φορά στα Εξάρχεια; Αργυρώ: Όχι.  

– …Γιατί ξεκίνησε η πτώση; Κώστας: Η Μυρτώ, η κόρη της, έλεγε πως ονειρεύτηκε έναν κόσμο που, κάποια στιγμή, κατάλαβε πως ήταν ανέφικτος. 

Αργυρώ: Έμεινε μόνη της. 

Κώστας: Σε προσωπικό επίπεδο, αυτό που απέπνεε η Κατερίνα ήταν η έλλειψη αγάπης. Της έλειπε η αγάπη. Έψαχνε μανιωδώς γι’ αγάπη!

Αργυρώ: Το κακό συναπάντημα -το επισφράγισμα της ιστορίας- ήταν εκείνος ο κακός σύντροφός της, είκοσι χρόνια μικρότερός της, που τον παντρεύτηκε κιόλας δύο μέρες πριν πεθάνει, σε δημαρχείο. Ήταν ένας άντρας που εμείς δεν τον γνωρίζαμε. Η Μυρτώ έλεγε γι’ αυτόν στον Φραντζέσκο (σ.σ. σύντροφο της Μυρτώς Τάσιου, κόρης της Κατερίνας) πως «εκείνος ήταν ένας μεγάλος μαλάκας». Αυτός ήταν το τέλος της. Είχε προηγηθεί, άλλωστε, μία δεκαετία στη ζωή της Κατερίνας που έκανε παρέα μόνο με μικρότερούς της.

– Γιατί έμπλεξε με τα ναρκωτικά η Κατερίνα; Τι πιστεύετε; Κώστας: Εμένα μου είπε ότι έμπλεξε με τα ναρκωτικά για να βγάλει τη Μυρτώ από αυτά, η οποία ήταν ήδη μπλεγμένη. Η Μυρτώ, πρέπει να σας πω, στην εφηβεία της, ήταν σε μεγάλη κόντρα με την Κατερίνα – και, προφανώς, δεν είχε την επίβλεψη που έπρεπε από τη μητέρα της. Θυμάμαι που την έλεγε μάλιστα -ειρωνικά- «κου-γου», από τα αρχικά του ονόματός της – με σνομπισμό. Η ιστορία, όπως καταλαβαίνετε, επαναλαμβανόταν σαν φάρσα: Η Κατερίνα υπεραγαπούσε τη Μυρτώ, αλλά δεν ήξερε να της το δείξει, όπως είχε γίνει και με τον πατέρα μας στην παιδική της ηλικία απέναντί της. 

Αργυρώ: Κάποτε είχαμε πάει μαζί με την Κατερίνα στην Ινδία και θυμάμαι που μου έλεγε «πού έχω μπλέξει, παιδί μου;». Είχε πιάσει τότε και τη Μυρτώ και της έλεγε: «Υπάρχει κι άλλος δρόμος!». Αλλά την άλλη βδομάδα ξανάπεσε. Οι παρέες… Αυτό: Οι παρέες. 

Κώστας: Ήμουνα, θυμάμαι, μια περίοδο, έξι χρόνια καθηγητής στην Αίγινα, και με είχε παρακαλέσει η Κατερίνα να ‘ρθει να μείνει μαζί μου η Μυρτώ για να αποτοξινωθεί. Ήταν ήρεμη, ήταν καλά. Ήταν μια χαρά. Μετά από δυο τρεις μήνες είχε έρθει και η Κατερίνα για να με δει – ένα μαύρο χάλι ήταν η Κατερίνα.  

Αργυρώ: Η Κατερίνα ήταν ανώριμη συναισθηματικά. Αυτό πιστεύω. Τελείως ανώριμη. Ένα πράγμα άρρωστο. Αν έβρισκε έναν άνθρωπο… Καλή περίπτωση ήταν ο Γιώργος Ζορμπάς, ένας τραγουδιστής, αλλά είχαν χωρίσει. Μετά ήταν ο Γιώργος Κορδέλλας, ο κινηματογραφιστής, αλλά και μ’ αυτόν είχαν χωρίσει. Ύστερα πια ξεκίνησε η κάθοδος…

Κώστας: Με πήρε μια μέρα και μου λέει: «Αδελφέ, έλα εδώ, είναι ένας άνθρωπος με ένα περίστροφο και με απειλεί». «Και γιατί σε απειλεί;». «Για ναρκωτικά!». Τότε την είχε βοηθήσει αυτός που είχε το «Ποντίκι», ο Κώστας Παπαϊωάννου. Χωρίς να λέει σε κάποιον κάτι, τη βοηθούσε οικονομικά και της είχε νοικιάσει και ένα δώμα στο Κολωνάκι για να μένει κάπου. 

– Εσείς, γνωρίζατε για την οικονομική της ανέχεια; Κώστας: Φυσικά και το ξέραμε. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «Αδελφέ, δεν έχω να φάω…». Ο πατέρας μας είχε, στο μεταξύ, πεθάνει – και, ευτυχώς που δεν ζούσε όταν αυτοκτόνησε η Κατερίνα, γιατί θα πέθαινε την ίδια στιγμή. Πήγαινα, λοιπόν, θυμάμαι σε εκείνο το δώμα και την έβλεπα σε μαύρα χάλια. «Βγες στον ήλιο, στο φως!», της έλεγα. «Θέλω να σηκώσω το σεντόνι και να πεθάνω!», μου απαντούσε εκείνη. «Γιατί, δεν έχω δικαίωμα στην κούραση;», συνέχιζε. Η Κατερίνα ήταν αυτοκαταστροφική. 

– Μετάνιωσε ποτέ που είχε αφήσει το θέατρο, τον κινηματογράφο; Κώστας: Προς το τέλος της ζωής της, μου έλεγε «θέλω να παίξω». Αλλά όχι με τους όρους τους παλιούς. 

– Απαξίωνε τις παλιές -χαριτωμένες- της ταινίες; Αργυρώ: Είχε λίγο καημό που όλο έπαιζε την υπηρέτρια. Αλλά μιλούσε με χιούμορ γι’ αυτές της ταινίες. Ωραία ήταν τότε με τον Τάσιο, τον πρώτο της άντρα, το «βαρύ πεπόνι» που σκηνοθέτησε ο Τάσιος, που έπαιζε αυτή, κι είχε κερδίσει μάλιστα και το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – τόσο καλή ήταν ως ηθοποιός! Αλλά μετά όλα άλλαξαν. 

– Πότε την είδατε τελευταία φορά; Αργυρώ: Μια βδομάδα πριν αυτοκτονήσει είχε έρθει στο Αίγιο. Χάλια ήταν. Χάλια… Μου είχε πει γι’ αυτόν τον γκόμενο που είχε τότε: «Τον πήρα για να του μάθω πιάνο, κι αυτός με δέρνει». Παρόλα αυτά, τον παντρεύτηκε.

Κώστας: Αυτές είναι αρρωστοκαταστάσεις ναρκομανών. 

– Οι σχέσεις της Κατερίνας με τη Μυρτώ πώς ήταν; Αργυρώ: Παναγιά βοήθα! Αντιδικίες πολλές… Κόντρες! Πολύ έντονη σχέση. 

Κώστας: Όταν είχε μπει πια στην εφηβεία η Μυρτώ «σφαζόντουσαν». Κι οι σχέσεις τους δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Αλλά αυτό δεν αναιρεί αγάπες… Το βλέπεις, άλλωστε, στα ποιήματα της Κατερίνας, με πόσο μεγάλη αγάπη μιλούσε για τη Μυρτώ…

– Εσείς, είχατε σχέσεις με τη Μυρτώ; Αργυρώ: Φοβόμουνα. Κρατιόμουνα έξω απ’ αυτό. Φοβόμουνα. Μετά την κηδεία της μπέμπας είχαμε χαθεί πια με τη Μυρτώ. Είκοσι τόσα χρόνια… Όταν ξαναβρεθήκαμε, λίγο καιρό πριν πεθάνει κι εκείνη, όταν πια είχε έρθει στην Ελλάδα και έμενε στο σπίτι του Κώστα, ήταν άλλος άνθρωπος.

Κώστας: Η Κατερίνα, λίγο πριν αυτοκτονήσει, είχε σπάσει πια τα φρένα και πήγαινε προς τον τοίχο. Κι η Μυρτώ από πίσω. Ασχέτως με ό,τι λένε οι θαυμαστές της Κατερίνας, πίσω της κρύβεται μία τραγική ιστορία. Η Κατερίνα μπήκε στα ναρκωτικά, για να καταλάβει την κόρη της – αυτό τουλάχιστον έλεγε η ίδια η Μυρτώ. 

Αργυρώ: Δεν είχε στήριγμα η Κατερίνα. Κι ήταν αδύναμη συναισθηματικά – δεν μπορούσε.

– Δεν προσπάθησε ποτέ να απεξαρτηθεί; Αργυρώ: Δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε!  

Κώστας: Κανείς δεν μπορούσε να τη γλιτώσει. Ήθελε έναν άντρα, ώριμο, δίπλα της, αλλά δυστυχώς… Όταν «έπεσε» η μπέμπα, χάθηκαν όλοι οι φίλοι της… Τη μία, θυμάμαι, ήταν ευχάριστη και γέλαγε, και την άλλη έρχονταν τα σκοτάδια της… Είχε πολύ ωραίες στιγμές, αλλά νίκησε ο διάολος. Γιατί, αν δεν θες να σωθείς, δεν σώζεσαι. Είχε γράψει, άλλωστε, η ίδια η Κατερίνα: «Όποιος παίζει με τη ζωή, παίζει και με το θάνατο!». Η Κατερίνα έπαιξε κι έχασε. Το ίδιο και η Μυρτώ.  

Αργυρώ: Μεγαλώνοντας, πολλές φορές τη βλέπω μπροστά μου κι είναι σα να της μιλάω. Χθες την είδα πάλι τον ύπνο μου… Θα ‘ταν άσχημο να ‘χα τώρα μια αδελφή; Προτιμώ, όμως, να τη σκέφτομαι στα ωραία της: Όμορφη, υγιή, ωραία, νέα, φρέσκια, δημιουργική… Με τα άλλα δεν μπορώ, δεν μπορώ καθόλου…

[email protected]

 

Φιλελεύθερα, 3.10.2020.