Το παρθενικό του διήγημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Playboy το 1988, ενώ με το πρώτο του βιβλίο, «Το Σοφό Παιδί», χαρακτηρίστηκε ο «Νέος Καραγάτσης». Στα 27 χρόνια της συγγραφικής του πορείας γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, όμως λέει πως έχει πάντα την ίδια αγωνία για κάθε καινούργιο βιβλίο του που εκδίδεται. Αυτή που έχει και τώρα για το νέο του πόνημα, που είναι «Ο Βασιλιάς της», και κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη λήξη της καραντίνας. 

– Είναι αλήθεια ότι μικρός θέλατε να γίνετε πρωθυπουργός; Στην αρχή, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ονειρευόμουν να γίνω αστρονόμος. Κατόπιν πλοίαρχος σε φαλαινοθηρικό και έπειτα πρωθυπουργός! Θαύμαζα τις ζωές που διάβαζα στα βιβλία. Τελικά έγινα κάποιος ο οποίος γράφει βιβλία.  

– Σας ενδιέφερε πραγματικά ποτέ να ασχοληθείτε με την πολιτική; Μα ασχολούμαι με την πολιτική! Κατέχω το υψηλότερο αξίωμα: Εκείνο του ενεργού και εναργούς πολίτη.
 
– Το 2015 βγάλατε λόγο σε μια πλατεία στα Χανιά υπέρ του «Ναι» στην Ευρώπη, με αφορμή το δημοψήφισμα. Νιώσατε ότι δικαιωθήκατε μετά; Ασφαλώς! Μας δικαίωσε ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός, παραδεχόμενος ότι η γραμμή που ακολουθούσε, οι κούφιοι λεονταρισμοί του, η μισαλλόδοξη ρητορική του, αποτελούσαν προϊόν αυταπάτης. Πέραν αυτού, το δημοψήφισμα του 2015 κινούνταν στα όρια της συνταγματικής εκτροπής. Παραβιάστηκαν κατάφωρα σχεδόν όλα όσα προβλέπει ο νομοθέτης σχετικά με τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Το ερώτημα που είχε τεθεί στους πολίτες ήταν δύσληπτο και κυρίως αίολο. Η προεκλογική περίοδος -μία εβδομάδα- ανεπίτρεπτα σύντομη. Αφήστε τα! Ευτυχώς ο εθνικός διχασμός ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα και σήμερα βρισκόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική φάση…    
 
– Και τώρα πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι οι πλούσιοι Ευρωπαίοι αρνούνται την αλληλεγγύη στις χώρες που έχουν μεγάλο οικονομικό πρόβλημα λόγω της πανδημίας; Η συμφωνία Μακρόν και Μέρκελ, για την ενίσχυση όσων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επλήγησαν δεινά από την πανδημία, κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Βεβαίως, υπάρχουν αντιδράσεις από τον καγκελάριο της Αυστρίας και ευάριθμες άλλες κυβερνήσεις. Βεβαίως, απαιτείται αγώνας, σκληρός και αταλάντευτος. Τρέφω εντούτοις την ελπίδα πως τελικά η ευρωπαϊκή ιδέα θα βγει ενισχυμένη από τη συμφορά που μας έπληξε.  
 
– Σπουδάσατε νομικά, γιατί δεν γίνατε δικηγόρος; Διότι έγινα συγγραφέας.  
 
– Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Δεν το αποφάσισα κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Στην τετάρτη -ή στην πέμπτη;- δημοτικού ζήτησα ως δώρο από τους γονείς μου μια γραφομηχανή. Μου φαινόταν μαγικό μηχάνημα. Από την εφηβεία έγραφα ακατάπαυστα ποιήματα. Στα δεκάξι μου ξεκίνησα ένα πεζό, μια νουβέλα. Η πρώτη φράση είχε ως εξής: «Όταν έκανα ποδήλατο, πέθανε η γιαγιά. Όταν πέθανε η γιαγιά, έκανα ποδήλατο…» Διεπίστωσα ότι διέθετα πάρα πολύ μεγάλη ευκολία, το χέρι μου έτρεχε επάνω στο χαρτί. Το επόμενο που έπρεπε να μάθω ήταν να σβήνω χωρίς έλεος.    
 
– Έχετε πει πως είχατε όμορφα παιδικά χρόνια. Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Σε περιβάλλον μεγάλης αγάπης. Οι γονείς μου ήταν γεννημένοι στη δεκαετία του 1930 και είχαν νιώσει στο πετσί τους τα τραύματα της Κατοχής, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου. Τους θυμάμαι ωστόσο χαρούμενους και παιχνιδιάρηδες. Ούτε η ζοφερή ατμόσφαιρα κατά τη δικτατορία, ούτε οι οικονομικές ταλαιπωρίες τούς έτρωσαν το φρόνημα. Στο σπίτι μας -ένα διαμέρισμα 55 τετραγωνικών στην Κυψέλη- ακούγαμε διαρκώς μουσική, λέγαμε αστεία, κάναμε αγκαλιές… Πιστεύω ακράδαντα ότι η αγάπη πρέπει να εκδηλώνεται με χάδια και με φιλιά. Όταν στα τρυφερά σου χρόνια έχεις χορτάσει τρυφερότητα και αποδοχή, είσαι εμβολιασμένος για τα βάσανα που αναπόφευκτα θα σε βρουν μεγαλώνοντας.  
 
– Κάπου διάβασα ότι με την πτώση της Χούντας, στα οκτώ σας χρόνια, γράφατε σε χαρτάκια ΕΟΚΑ Β. Πώς έγινε αυτό; Όσο και αν θα σόκαρε τους αγαπημένους μου Κύπριους, πρόκειται για ένα αστείο περιστατικό. Ήταν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974. Η κυβέρνηση των προδοτών, που είχε προκαλέσει το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, έτριζε. Οι φήμες στην Αθήνα οργίαζαν. Ο κόσμος άρχιζε να βγαίνει στους δρόμους. Μολονότι δεν ήμουν καν οκτώ χρονών, λαχταρούσα να συμμετάσχω με κάποιο τρόπο στις εξελίξεις. Κάπου είχα ακούσει ως σύνθημα το «ΕΟΚΑ Β» – δεν είχα ιδέα τι σήμαινε. Κρυφά από τους γονείς μου, έκοψα ένα τετράδιο σε καμιά εκατοστή χαρτάκια, έγραψα με στυλό επάνω τους «ΕΟΚΑ Β» και πέταξα τις αυτοσχέδιες προκηρύξεις μου από το μπαλκόνι. Ποιός ξέρει τι θα σκέφτηκε όποιος τυχόν τις είδε στο πεζοδρόμιο… Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα γεγονότα εκείνων των ημερών τα θυμάμαι με κινηματογραφική ακρίβεια. Όταν η Ιστορία χτυπάει τόσο δυνατά την πόρτα, η ηλικία σου είναι απλώς μια λεπτομέρεια…
 
– Διαβάζατε πολύ από μικρός; Ποια ήταν τα πρώτα σας βιβλία; Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν «Η Μυστηριώδης Νήσος» του Ιουλίου Βερν. Στην πρώτη κιόλας δημοτικού. Με γοήτευσε τόσο, ώστε κατά την επόμενη τετραετία καταβρόχθισα ό,τι δικό του κυκλοφορούσε τότε στα ελληνικά. Παράλληλα -εννοείται- ήμουν φανατικός του Μίκυ Μάους, περίμενα να έρθει η Παρασκευή για να το βρω στο περίπτερο. Αφού εξήντλησα τον Βερν, πέρασα στους νεότερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας: Ισαάκ Ασίμοφ, Άρθουρ Κλαρκ… Διασκέδαζα πολύ και με τα χρονογραφήματα του Φρέντυ Γερμανού, όπως και ενός μάλλον λησμονημένου σήμερα ευθυμογράφου που ονομαζόταν Παναγιώτης Παπαδούκας.  Το 1978, παρακάλεσα τους γονείς μου να μου δώσουν τον «Γιούγκερμαν» – τον παρακολουθούσα στην τηλεόραση ως σίριαλ με πρωταγωνιστή τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Δίστασαν -είχε γαρ σκηνές βίας και σεξ- μα τελικά μου έκαναν το χατίρι. Έπαθα την πλάκα μου. 
 
– «Ο μπαμπάς αντιμετώπιζε τη μόρφωση ως πανάκεια, ως θεραπεία παντός κακού», γράφετε στο βιβλίο σας «Ο Φοίνικας» για τον πατέρα του Πάρη Κερκινού. Αυτό πίστευε κι ο δικός σας πατέρας; Και ο πατέρας μου και η μάνα μου και όλοι οι δικοί μου. Η Αριστερά τότε στην Ελλάδα όμνυε στη μόρφωση. «Ό,τι χάθηκε με τα άρματα, θα κερδηθεί με τα γράμματα», φρονούσε. 
 
– Θυμάστε το πρώτο σας κείμενο; Και αυτό που πρωτοδημοσιεύτηκε; Ούτε το πρώτο ούτε το εκατοστό κείμενό μου δημοσιεύτηκε πουθενά, αν εξαιρέσεις κάτι πρωτόλεια ποιήματα στο περιοδικό του σχολείου. Το παρθενικό μου διήγημα που είδα τυπωμένο είχε τίτλο «Μεταξύ Φθοράς και Αφθαρσίας». Στο περιοδικό Playboy, που το διηύθυνε τότε ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος κυπριακής καταγωγής, ο μακαρίτης πια Ανταίος Χρυσοστομίδης. Τον Φεβρουάριο του 1988. 
 
– Αν δεν κάνω λάθος, μια κριτική για το «Σοφό παιδί» το χαρακτήριζε ως «το πρώτο μεταμοντέρνο ελληνικό μυθιστόρημα». Φαντάζομαι πόσο θα χαρήκατε, ως νέος συγγραφέας… Ακόμα περισσότερο χάρηκα όταν διάβασα μιαν άλλη κριτική, που την είχε γράψει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Είχε τίτλο «Νέος Καραγάτσης;». Δεν πίστευα στα μάτια μου. Πήγα τρέχοντας στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» να το γιορτάσω με την εκδότριά μου, τη Μάνια Καραϊτίδη. Εκεί συνάντησα την κόρη του Καραγάτση, τη Μαρίνα. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Τη γενναιοδωρία της εκείνη δεν θα την ξεχάσω ποτέ. 
 
– Πώς εισπράττετε τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία που είχαν αρκετά από τα βιβλία σας; Ποτέ δεν παύω να χαίρομαι όταν οι αναγνώστες απολαμβάνουν τα γραπτά μου. Ούτε μια στιγμή στα 27 χρόνια που βρίσκομαι στο κουρμπέτι δεν έγινα μπλαζέ. Κάθε καινούργιο βιβλίο το εκδίδω με την ίδια αγωνία. Πάντοτε ξεκινάει κάποιος από μηδενική αφετηρία.  
 
– Πιστεύετε ότι οι συγγραφείς έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη σκέψη των ανθρώπων; Εννοείται. Αποστολή και πρόκληση της τέχνης γενικά είναι να φωτίζει την πραγματικότητα από μια απροσδόκητη οπτική γωνία. Να δυναμιτίζει τα προφανή. Να μας ξανασυστήνει τον κόσμο. 
 
– Ποιοι συγγραφείς επέδρασαν στη δική σας σκέψη; Ου, πολλοί! Ο Καραγάτσης και ο Μπαλζάκ. Ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι και ο Μπουλγκάκοφ. Ο Καχτίτσης και ο Κάφκα. Ο Μπόρχες και ο Μαρκές. Ο Καμύ, ο Σελίν, ο Ουελμπέκ. Ο Χένρυ Μίλλερ και ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Ο Χέρμαν Μέλβιλ και ο Τζακ Κέρουακ. Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ και ο Φίλιπ Ροθ. Ο Γκυ Ντε Μωπασάν. Ο γίγας Τόμας Μαν… Και δεν αναφέρομαι στους εν ζωή, απ’ τους οποίους προτιμώ διεθνώς τον Μάριο Βάργκας Γιόσα. Ούτε στους ποιητές, με κορυφαίο για μένα τον Κ.Π. Καβάφη. Όλα βεβαίως εκπορεύονται από τον γενάρχη μας, τον Όμηρο. Όλα πηγάζουν από τα τρία ιδρυτικά βιβλία του δυτικού τουλάχιστον πολιτισμού: Την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τη Βίβλο.  
 
– Υπήρξαν στιγμές που σκεφτήκατε να αλλάξετε επάγγελμα για βιοποριστικούς λόγους;  Το 2011, η κρίση στην Ελλάδα κλυδώνιζε την οικονομία και την κοινωνία. Κανείς σχεδόν δεν σε πλήρωνε πια για να γράφεις. Κι εγώ δεν ήξερα να κάνω τίποτα άλλο. Και η κόρη μας ήταν μωρό. Είχα σκεφτεί λοιπόν -μεταξύ αστείου και σοβαρού- να το γυρίσω στους επικήδειους. Να συμβληθώ με γραφεία τελετών, να συντάσσω αποχαιρετιστήριους λόγους κατά παραγγελίαν των πενθούντων, όπου θα έπλεκα το εγκώμιο των νεκρών. Θα μπορούσα και να τους εκφωνώ μέσα στο σκούρο μου κοστούμι… Και οι οικογένειες θα έμεναν -σάς διαβεβαιώ- ευχαριστημένες, και εγώ θα βιοποριζόμουν.    
 
– Έχετε πει ότι είσαστε νοσταλγός της τροφοσυλλεκτικής εποχής, αυτής που περιγράφει ο Χαράρι στο βιβλίο του. Τι σας αρέσει απ’ αυτή την εποχή; Η αίσθηση της περιπέτειας. Προτού συμβεί η Αγροτική Επανάσταση, πριν αποκτήσει ιδιοκτησία ο άνθρωπος, πριν να δεθεί με τη γη, τις καλλιέργειες και τα ζώα του, η καθημερινότητά του ήταν απρόβλεπτη και ο ίδιος ελεύθερος βαρών. Την τροφοσυλλεκτική περίοδο νομίζω ότι νοσταλγούμε και προσπαθούμε να την ξαναγευτούμε όταν φλερτάρουμε με έναν μποέμικο τρόπο ζωής. 
 
– Ένα από τα βιβλία σας, «Η Νίκη», είναι αφιερωμένο στη μητέρα σας. Της είχατε αδυναμία; Μεγάλη. Τη σκέφτομαι κάθε μέρα και μιλάω για εκείνη συχνότατα, κυρίως στην κόρη μου. Δεν έχω εντούτοις καμία πικρή γεύση ανικανοποίητου. Τη χάρηκα και με χάρηκε. Μιλήσαμε για τα πάντα. Δεν έμειναν μεταξύ μας ούτε μυστικά ούτε σκιές. Εξάλλου, τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα κι όταν πεθαίνουν δεν τα χάνουμε. Τα περιέχουμε. Ζουν εντός μας.  
 
– Έχετε χάσει τους γονείς σας και ένα παιδί. Αυτά τα βιώματα πώς επηρέασαν τη ζωή σας και τον τρόπο που σκέφτεστε; Δεν πιστεύω πως ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει αναγκαστικά πιο δυνατό. Μπορεί ίσα-ίσα να σε κάνει πιο σκληρό, πιο στεγνό, πιο μαλάκα… Έχω την αίσθηση παρά ταύτα πως εγώ κατάφερα -με την ανεκτίμητη βοήθεια των φίλων μου- να μεταβολίσω σε επαρκή βαθμό τις φοβερές απώλειες. Βίωσα την προσωπική μου Νέκυια και επέστρεψα στον επάνω κόσμο ως Φοίνικας. Με τσουρουφλισμένα ίσως, μα δυνατά ακόμα φτερά.  
 
– Θα γίνει καλύτερος ο κόσμος μετά την πανδημία ή θα γυρίσουμε στα ίδια; Κατά την καραντίνα ομονοήσαμε επιτέλους στην Ελλάδα. Ενωθήκαμε για ένα κοινό σκοπό. Αναγνωρίσαμε την πρωτοκαθεδρία στους φυσικούς ηγέτες του πολέμου εναντίον της πανδημίας, τους επιστήμονες. Τιμήσαμε τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, από το νοσηλευτικό προσωπικό μέχρι τις κυρίες στα ταμεία των σούπερ-μάρκετ. Επρόκειτο για έξι εβδομάδες για τις οποίες αξίζει να νιώθουμε εθνικά υπερήφανοι. Καθώς αίρονται τα περιοριστικά μέτρα, επανερχόμαστε -φοβάμαι- στη γνώριμη φαγωμάρα μας… Και δεν μιλάω για τις πολιτικές συγκρούσεις, οι οποίες είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας, αλλά για τις άνευ νοήματος κοκορομαχίες και λασπομαχίες.    
 
– Κυκλοφορήσατε το νέο σας βιβλίο, «Ο Βασιλιάς της», αυτές τις μέρες της κρίσης. Πιστεύετε ότι είναι καλή περίοδος για νέες εκδόσεις;  Πιστεύω ότι σε αντίξοους κυρίως καιρούς, οι καλλιτέχνες οφείλουν να στέκονται παντί τρόπω στις επάλξεις. Αλίμονο αν λουφάζαμε ώσπου να γυρίσει ο τροχός.
 
– Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο; Εντελώς ξαφνικά, το βράδυ των γενεθλίων μου, το 2018, μού ήρθε το ερώτημα: «Στεναχωρήθηκε άραγε ο Μενέλαος όταν έφυγε η Ελένη;» Επρόκειτο για θείο δώρο. Σαν ένας μίτος, μια κλωστή που έπεσε από τον ουρανό για να την αρπάξω και να αρχίσω να ξετυλίγω την ιστορία μου. 
 
– Τι θαυμάζετε από τον Μενέλαο ως προσωπικότητα; Στον Μενέλαο, όπως τον έπλασα, θαυμάζω την αξιοπρέπεια, την ψυχική αυτάρκεια, την ουσιαστική αποστροφή προς την εξουσία, το χάρισμά του να αγαπά άνευ όρων. Ο ηρωισμός του μπορεί να μη διακρίνεται εκ πρώτης όψεως. Υπερβαίνει όμως τον ηρωισμό όλων των παλικαράδων, των παραφουσκωμένων «εγώ»…   
 
– «Αγαπώ σημαίνει γίνομαι εκείνος που αγαπάω», γράφετε στο νέο σας βιβλίο. Εσείς έχετε βιώσει αυτό το συναίσθημα; Ναι. 
 
– Θέλετε να μας αναφέρετε μια φράση από το βιβλίο που ξεχωρίζετε; «… Παρατηρούσα στο γιορταστικό τραπέζι τη Λήδα να χαριεντίζεται με τους γαιοκτήμονες – το ’χε ξεχάσει άραγε πως εκείνοι είχαν δηλητηριάσει τον άντρα της; “Ασφαλώς και το θυμάται. Απλώς δεν έχει πλέον καμιά σημασία” συνειδητοποίησα. “Ο καιρός τρέχει. Οι ζωντανοί -εκείνοι που είναι αληθινά ζωντανοί κι όχι φαντάσματα καθηλωμένα στο παρελθόν- αφήνουν πίσω τους τα μίση. Προχωρούν”…»
 
– Αν πεθαίνατε αύριο, θα ήσασταν ευχαριστημένος για τη ζωή που ζήσατε; Απολύτως. Δεν θέλω όμως καθόλου να πεθάνω ακόμα. Έχω για πολλούς και για πολλά να φροντίσω. Δεν ξεχνώ βεβαίως τον διάλογο μεταξύ του λεβέντη και του Χάρου στο δημοτικό τραγούδι: «Άσε με, Χάροντα, άσε με παρακαλώ να ζήσω», λέει ο λεβέντης, «τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι, τι έχω γυναίκα που ’ναι νια και χήρα δεν της πρέπει, τι έχω παιδιά που ’ναι μικρά, ορφάνια μη γνωρίσουν…» Ο Χάρος χαμογελάει. «Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται και τα ορφανά πορεύονται και η χήρα κυβερνιέται», του απαντάει. Και τον παίρνει. 

Φιλελεύθερα, 7.6.2020.