«Σε όποια τρικυμία κι αν βρεθεί κανείς, πρέπει να έχει φυλαγμένη για το μυαλό του μια όμορφη ακτή που να μπορεί να καταπλεύσει»
– Από που εκκινεί το νέο σας βιβλίο «Κόντρα στο κύμα»; Από το ίδιο σημείο με τα άλλα. Κάποιες εμπειρίες, πράγματα που βλέπεις και ακούς, συναισθήματα και ιδέες που μαζεύονται μέσα σου και θέλεις να τα μοιραστείς. Εδώ πρόκειται για μια γυναίκα που καταγράφει τις αναμνήσεις της, όσα θυμάται από την παιδική της ηλικία, τις πολλές ανατροπές στη ζωή της. Πήγαινε πάντα αγκαλιά μ’ όνειρο που της ξέφευγε και μετά έβρισκε άλλο κι έδινε μάχες στη ζωή. Είναι ο καθρέφτης μιας εποχής, αλλά και μιας ζωής γεμάτης τρικυμίες.
– Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία; Πάρα πολλά. Σε κάθε βιβλίο συμβαίνει αυτό. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει να γράψει πράγματα που τον αφορούν ή συνδέονται μαζί του, ακόμη κι αν διατείνεται το αντίθετο.
– Από πού αντλείτε στοιχεία για να πλάσετε τους χαρακτήρες σας; Είμαι ένας άνθρωπος που ζούσα πάντοτε κοντά στους άλλους ανθρώπους. Ξέρω πώς σκέφτονται. Μπορώ να περπατώ στα σκοτεινά δρομάκια της ψυχής τους. Καταλαβαίνω τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Κι όχι επιφανειακά ή από απόσταση, αλλά από πρώτο χέρι. Ξέρω πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας, καταγωγής, οικονομικής κατάστασης κ.λπ. Κάνω παρέα με όλων των ειδών τους ανθρώπους. Η καρδιά μου ήταν ανοιχτή σε όλους. Είναι κάτι που έχει κόστος, αλλά μαθαίνεις από αυτό.
– Πώς βιώσατε τις μέρες των περιορισμών; Μόνο εκνευρισμό μου προκαλεί η συνθήκη του εκλεισμού και της πανδημίας. Δεν θα την έβλεπα καθόλου ως υλικό για μυθιστόρημα. Δεν είμαι όμως από τους ανθρώπους που το βάζουν κάτω. Λέω πάντα ότι σε όποια τρικυμία κι αν βρεθεί κανείς, πρέπει να έχει φυλαγμένη για το μυαλό του μια όμορφη ακτή που να μπορεί να καταπλεύσει.
– Πώς μια ιδέα γίνεται πράξη στο χαρτί; Γνωρίζω καλά τι πρόκειται να γράψω πριν καθίσω μπροστά στο χαρτί. Έχω μελετήσει τους ήρωές μου, τον τρόπο που μιλούν, την ψυχολογία τους, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ίσως να αλλάξουν μόνο λίγα πράγματα στην πορεία. Πες ότι είναι το βίτσιο μου, αλλά γνωρίζω πάντα την τελευταία σελίδα, πού η ιστορία θα καταλήξει. Είναι το δικό μου στιλ. Δεν αφήνω τις λέξεις να με παρασύρουν όπου θέλουν αυτές. Επίσης, γράφω κινηματογραφικά και προσπαθώ την εικόνα που βλέπω στο μυαλό να τη μεταφέρω στο χαρτί όσο το δυνατόν πιο ζωντανά. Εκεί είναι η δυσκολία. Αν δεν ζωντανέψει η εικόνα, την απορρίπτω. Έχει σημασία για μένα οι λέξεις να έχουν ηχώ και χρώμα. Τις διαλέγω πολύ προσεκτικά.
– Τι είναι αυτό που ωθεί κάποιον να καταπιαστεί με τη γραφή; Αυτό δεν το γνωρίζω κι ούτε νομίζω να το γνωρίζει κανείς. Εμένα μου άρεσε από μικρή, όταν ερχόταν κάτι στο μυαλό μου, να το γράφω και να το δίνω στους άλλους. Δεν το κρατούσα για τον εαυτό μου, όπως στα ημερολόγια. Ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας και επαφής. Όμως, το να γράφεις είναι μια συνθήκη που έχει κόστος. Ψυχικό, εννοώ. Κάθε φορά λέω ότι δεν θα γράψω άλλο βιβλίο, όμως με τον καιρό στοιβάζεται μέσα μου υλικό που με βαραίνει και θέλω να το μοιραστώ.
– Ποιον συγγραφέα θα προσκαλούσατε σε δείπνο και τι θα του λέγατε; Τον Καζαντζάκη. Όταν ήμουν έφηβη, εσωτερική σε σχολείο, τον διάβαζα με φακό στο κρεβάτι μου, επειδή απαγορευόταν να διαβάζουμε τέτοιου είδους βιβλία. Είχα επηρεαστεί πολύ, όχι από τη φιλοσοφία του που δεν την καταλάβαινα τότε, αλλά από τη γλώσσα του. Συνειδητοποίησα πόσο βάρος και σημασία έχουν οι λέξεις. Θα τον καλούσα σε δείπνο και θα του έλεγα τους εξής στίχους του Δροσίνη από την «Απόκριση στον Παλαμά»: «Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες/ κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,/ και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο/ κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα».