«Το γράψιμο δεν είναι ανακουφιστικό, όπως ενδεχομένως υποθέτει ο αναγνώστης.»
 
– «Γράμματα στη Χιονάτη» τιτλοφορείται το νέο σας βιβλίο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα για να το γράψετε; Νομίζω ότι δεν γνωρίζουμε πώς γεννιούνται οι ιδέες. Πολλά ερεθίσματα, πολλές εικόνες, κάτι τις πυροδοτεί, σχηματίζονται σκηνές, τα πρόσωπα αργά-αργά βρίσκουν τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές τους. Προσωπικά, χρειάζομαι μεγάλο χρονικό διάστημα «επώασης», δηλαδή χωρίς να γράφω κείμενο, μόνο σημειώσεις σχετικώς με τους χαρακτήρες ή τη δράση. Όταν η ιδέα αρχίζει να παίρνει «σχήμα και όγκο», τότε καταγράφω σκηνές, τις τοποθετώ χρονικώς, υποψιάζομαι το τέλος –το οποίο πολλές φορές ανατρέπεται στην πορεία, αφού ακολουθεί την εξέλιξη των ηρώων– και τότε, αποφασίζω πως έχει έρθει η ώρα να βουτήξω στα βαθιά.
– Πώς θα περιγράφατε την κεντρική ηρωίδα σας; Είναι μια μοναχική γυναίκα –ακόμα μία, στην πινακοθήκη των μοναχικών γυναικών– που πλέον δεν έχει να περιμένει τίποτε άλλο, παρά μόνο «το άλλο χιόνι». Εκεί που απομονώνεται, σ’ ένα εγκαταλειμμένο χωριό, θα συναντήσει κάποια πρόσωπα, αλλά κυρίως τη Χιονάτη, ένα κορίτσι που της φέρνει η χιονοθύελλα, και που θα της αλλάξει την προοπτική και τα σχέδια. Έχει ενδιαφέρον το πώς οι ήρωες, ή οι ηρωίδες, ξεφεύγουν από το αρχικό μας σχέδιο και συμπεριφέρονται διαφορετικά. Είναι πάντως γοητευτικό να τους ακολουθούμε και να ξαφνιαζόμαστε (ευχάριστα ή δυσάρεστα).
– «Είναι τελικώς η αγάπη η μέγιστη πλάνη; Ή μήπως ο ύψιστος σκοπός;», γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Πώς απαντάτε εσείς σ’ αυτά τα ερωτήματα; Είναι πολύ απλή η απάντηση: Μπορεί να αποδειχθεί μέγιστη πλάνη αλλά θα παραμείνει ο ύψιστος σκοπός: Ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε.
– Έχετε μια άνεση με τη συγγραφή ή παιδεύεστε μέχρι να ολοκληρώσετε ένα βιβλίο; Παιδεύομαι πολύ. Και συνήθως, μετά τη συγγραφή, καταρρέω σωματικώς και ψυχικώς. Το γράψιμο δεν είναι ανακουφιστικό, όπως ενδεχομένως υποθέτει ο αναγνώστης. Μπορεί ν’ αποβεί παρηγορητικό πράγματι, αλλά μόνο παρηγορητικό. Σίγουρα πάντως δεν είναι θεραπευτικό, διότι τότε δεν θα χρειαζόταν να γράψουμε ένα νέο βιβλίο.
– Όταν γράφετε πώς είναι ο χώρος σας; Έχω ένα μικρό δωμάτιο (υπνοδωμάτιο και γραφείο συγχρόνως) που αποκαλώ «το κελί μου». Γράφω χαράματα, κατά τις τέσσερις, επειδή έτσι έχω την ψευδαίσθηση ότι είμαι μόνη μου, όχι μόνο στο σπίτι αλλά στον κόσμο ολόκληρο. Γράφω συνήθως πέντε ώρες το πρωί και δύο ώρες το απόγευμα. Όμως στις ώρες γραψίματος θα πρέπει να συνυπολογίσω και τον χρόνο που δεν γράφω μεν, αλλά σκέφτομαι διαρκώς το θέμα μου, την επόμενη σκηνή κ.λπ. Μέχρι να ολοκληρωθεί το βιβλίο, κατακλύζομαι από νέες εκδοχές, κατανοώ καλύτερα τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των ηρώων ή ηρωίδων μου, αλλάζω σκηνές που πια δεν είναι συμβατές με ό,τι κάνουν. Οι ανατροπές είναι συχνές και μάλιστα επιθυμητές, επειδή με ξαφνιάζουν και «φωτίζουν» τη δράση από άλλη γωνία.
 
– Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα σας συνεπήρε; Χωρίς δισταγμό θα πω «Το αρχέγονο» της Όλγκα Τοκάρτσουκ, εκδόσεις Καστανιώτη, ξεχωριστό και απίστευτα γοητευτικό.
 
 
Φιλελεύθερα, 14.6.2020.