Ελάχιστοι καλλιτέχνες διαθέτουν ταυτόχρονα, εκτός από το μεγάλο τους ταλέντο, το βάθος σκέψης, την παιδεία, την ευρύτητα γνώσεων και το χάρισμα του λόγου – κι είναι πάντα ευτυχία να συνομιλείς μαζί τους. Ένας από αυτούς είναι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
– Η οικονομική κρίση, η έλλειψη χρημάτων, μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο, μία «συνθήκη», στην παράνοια – με αφορμή την ταινία «Πολιορκία στην οδό Λιπέρτη», που θα ξεκινήσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους; Οι δυσκολίες της ζωής, μεταξύ των οποίων και οι οικονομικές κρίσεις, είναι δυσκολίες με τις οποίες όλες οι προηγούμενες γενιές έχουν μάθει να παλεύουν – τα τελευταία χρόνια και οι δικές μας. Αν το «Τρίτο Στεφάνι» που διασκευάζω τώρα και σκηνοθετώ μπορεί να μας διδάξει κάτι, είναι ότι οι προηγούμενες γενιές από μας -οι γενιές των πατεράδων μας, των παππούδων μας και των προπαππούδων μας- έχουν περάσει, όχι μόνο οικονομικά, τόσες δυσκολίες -πολιτικές, πολέμους, εμφυλίους, κατοχές, τις κορυφαίες δυσκολίες της ζωής, όλων των ειδών- και τις αντιμετώπισαν με δύναμη. Κατάφεραν να προσπεράσουν κάθε αντιξοότητα. Οπότε δεν θα μπορούσα να πω εγώ σήμερα πως η οικονομική κρίση -η όποια οικονομική κρίση- μπορεί να οδηγήσει στην παράνοια – είναι μέρος της ζωής. Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων – είναι μία διαδικασία στην οποία κάθε φορά που λύνεις ένα πρόβλημα προκύπτει ένα άλλο. Και πρέπει να συνεχίσεις.
– Ήσασταν πάντοτε καλός στην επίλυση προβλημάτων; Ως ένας άνθρωπος της δικής μου γενιάς και της δικής μου εποχής, υπήρχε μια σειρά δυσκολιών από αυτές που βιώσαμε από το 2008 και μετά, στις οποίες και εγώ δεν είχα συνηθίσει. Η γενιά που γεννήθηκε από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα στην Ελλάδα, εν πολλοίς, παρά τα προβλήματα, έζησε μία περίοδο που η κοινωνία ανθούσε και όλα έδειχναν να πηγαίνουν προς τα εμπρός. Από το 2010 περίπου και μετά, όχι μόνο ενέσκηψε η οικονομική κρίση, αλλά φανερώθηκαν και πάρα πολλά δομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά προβλήματα. Έπρεπε, δηλαδή, να βρούμε έναν τρόπο να επανεφεύρουμε αυτό που λέγεται «κοινωνικό συμβόλαιο»: τις σχέσεις μεταξύ των ομάδων, το τι πιστεύει η κοινωνία για τα διάφορα θέματα, πώς θα σταθεί απέναντι στην Ευρώπη, απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, στις αλλαγές που πρόκειται να συμβούν. Η αλήθεια είναι ότι ενηλικιωθήκαμε ως κοινωνία, από κάποια στιγμή και μετά, με έναν τρόπο που δεν τον περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι θα μας συμβεί. Και πάνω που το συνηθίσαμε και αισθανθήκαμε ότι σιγά σιγά βγαίνουμε κιόλας απ’ αυτό το τούνελ, μας ενέσκηψε το 2020 ο κορωνοϊός.
– Τι είδους κρίση είναι ο κορωνοϊός; Είναι διαφορετική από αυτές που έχουμε ζήσει. Ο κορωνοϊός, καταρχάς, έχει το ενδιαφέρον πως γίνεται κατά κάποιο τρόπο ο μεγάλος εξισωτής: εξίσωσε τους πάντες στο να ζούνε ακριβώς το ίδιο πράγμα – είτε είναι στην Ευρώπη, είτε στην Αμερική, είτε στην Ασία, είτε είναι πλούσιοι, είτε είναι φτωχοί. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν την ίδια αγωνία του ίδιου αόρατου κινδύνου.
– Αυτό εξίσωσε και την κοινωνία; Όχι. Ενώ μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε στο ίδιο καράβι και περνάμε τα ίδια, η αλήθεια είναι ότι περνάμε τα ίδια αλλά δεν είμαστε στο ίδιο καράβι. Είμαστε στην ίδια φουρτούνα. Άλλος προσέρχεται με θαλαμηγό, άλλος με καραβάκι, άλλος με βαρκάκι, άλλος με σχεδία. Όμως είναι η πρώτη φορά που όλος ο πλανήτης έζησε από κοινού ένα πρόβλημα. Ένα πρόβλημα το οποίο δεν γνώριζε κιόλας πώς να χειριστεί και δεν ξέρει ακόμα – τώρα, σιγά σιγά, μαθαίνουμε τον τρόπο. Αυτό έβγαλε μια σειρά από τις αρετές των ανθρώπων: την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε, την επιθυμία μας να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας αλλά και το κοινωνικό σύνολο, τις τεχνολογικές μας δυνατότητες για τις οποίες πρέπει να είμαστε υπερήφανοι. Σε παλαιότερες εποχές οι άνθρωποι θα ‘ταν πολύ πιο άτυχοι από εμάς. Η τύχη τους θα ήταν μάλλον στο να πεθάνουν χωρίς να καταλάβουν τι ακριβώς τους συνέβη. Μαζί, όμως, όλο αυτό, έβγαλε και μια σειρά από φυσικά ανθρώπινα ελαττώματα.
– Όπως; Την έλλειψη πίστης στα δεδομένα, την επιθυμία να προστατεύσουμε τον εαυτό χωρίς να προστατεύσουμε τους γύρω – ο καθένας για την πάρτη του. Όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά -και τα θετικά και τα αρνητικά- πήραν το μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος αυτή την εποχή. Ωστόσο, πρέπει να πω πως αποδείχτηκε ότι στη χώρα μας σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων. Κι έχω να πω πολύ καλά πράγματα για την κοινωνία μας ως σύνολο, έτσι όπως την κατάλαβα αυτή την περίοδο, απ’ τον Μάρτιο μέχρι τώρα. Αυτό δεν ήταν αυτονόητο. Είναι μια χώρα που έδειξε προς τα έξω ένα πρόσωπο συγκροτημένο και οργανωμένο. Ούτε αυτό ήταν αυτονόητο.
– Ήταν και μία ευκαιρία για σας να ξεκουραστείτε αυτό το δίμηνο -περίπου- της πανδημίας; Όχι τόσο να ξεκουραστώ, όσο να αλλάξω τελείως τον τρόπο που ζω.
– Με ποιο τρόπο; Οι παραστατικοί καλλιτέχνες ζούμε ανάμεσα στους ανθρώπους. Εγώ έχω ζήσει μια ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους: στο κοινό, στις πρόβες, στις παραστάσεις, στις εξόδους για να χαλαρώσεις μετά το θέατρο. Η ζωή του ηθοποιού είναι μία ζωή πολύ κοινωνική. Τώρα, λοιπόν, έζησα μία ζωή πολύ μαζεμένη, η οποία πρέπει να σας πω ότι μου άρεσε πάρα πολύ. Με ευχαριστεί πολύ η απομάκρυνση από τον κόσμο. Είναι κάτι που το ήθελα 30 χρόνια – όσα χρόνια δουλεύω, δηλαδή. Τόσα χρόνια ήθελα να μπορώ να έχω μια ζωή που να μπορεί λίγο να ησυχάσει κι ήταν επιδίωξή μου να τη ζήσω κάποτε – ίσως, βέβαια, όχι μ’ αυτή την αφορμή. Άλλαξα, λοιπόν, τελείως τον τρόπο που ζω το προηγούμενο διάστημα: ζούσα στο σπίτι, έκανα κάποιες μικρές βόλτες στην εξοχή με τα πόδια, δούλευα και συνεχίζω να δουλεύω το «Τρίτο Στεφάνι» και αφιερώθηκα σ’ αυτό, φρόντισα να διατρέφομαι καλύτερα για να έχω γενικά μία καλύτερη ζωή από πλευράς κανόνων διατροφής και προσοχής στην υγεία, είχα χρόνο να διαβάσω βιβλία και να επικοινωνήσω -έστω και διά της τεχνολογίας- με τους στενότερους ανθρώπους μου.
– Μου μιλήσατε στην αρχή της κουβέντας μας για «ενηλικίωση». Εσείς πότε ενηλικιωθήκατε; Η στιγμή που πραγματικά νιώθει κανείς ότι ενηλικιώνεται είναι όταν κάνει παιδιά. Αν και ένας καλλιτέχνης πάντα έχει ένα κομμάτι του εαυτού του που παραμένει ανήλικο – και είναι αναγκαστικό να παραμένει ανήλικο για να μπορεί να παράγει ενδιαφέροντα πράγματα. Την Τέχνη τη δημιουργεί ο ανήλικος εαυτός μας, ο εφηβικός εαυτός μας.
– Στο παρελθόν, ταυτίζατε τη ζωή σας με το θέατρο; Δεν καταλάβαινα ποτέ τη διάκριση ανάμεσα σε εργασία και σχόλη, σε διακοπές και δουλειά.
– Ευτυχία είν’ αυτό, νομίζω… Δεν ξέρω αν είναι ευτυχία, γιατί το να είναι τόσο πολύ σύμφυτη η δουλειά σου με τη ζωή σου, σε κάνει πολλές φορές να μην μπορείς να έχεις καθαρό χρονικό περιθώριο, είτε για το ένα είτε για το άλλο. Για τους καλλιτέχνες, για τους δημιουργικούς ανθρώπους γενικά, αυτό με το οποίο καταπιάνονται δεν το κάνουν για βιοπορισμό απλώς. Υπάρχει ένας βαθύτερος υπαρξιακός λόγος και μια βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη που μας συνδέει με αυτά που προσπαθούμε να φτιάξουμε, με τα δημιουργήματά μας – είτε είναι ρόλος, είτε είναι παράσταση. Που σημαίνει ότι το σύνολο της ζωής μας, όλη η ζωή μας, γυρίζει γύρω απ’ αυτό. Δεν τελειώνει, δηλαδή, αυτό που κάνουμε τις ώρες που επιστρέφουμε στο σπίτι ή τις ώρες που δεν είμαστε στο θέατρο.
– Η αποτυχία σάς τρόμαξε ποτέ; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον τρομάζει η αποτυχία. Απλώς, ξέρετε, η αποτυχία είναι πιο τρομακτική πριν έρθει και λιγότερο τρομακτική αφότου εμφανιστεί.
– Εσείς πώς την είχατε διαχειριστεί όταν σας συνέβη; Μαθαίνοντας και ωριμάζοντας. Μαθαίνοντας κάτι πολύ βασικό: ο τρόπος για να δημιουργήσεις το οτιδήποτε είναι μικρά βήματα, το ένα πίσω από το άλλο, ατέλειωτες ώρες δουλειάς, με σκοπό να επιτύχεις. Κι ότι οι περισσότεροι δημιουργικοί δρόμοι συχνά οδηγούν σε αδιέξοδα. Και μετά θα πρέπει να ξαναπροσπαθήσεις. Και να ξαναπροσπαθήσεις. Σ’ εμάς δε, ακόμη κι όταν πετύχει κάτι -μία παράσταση, ένας ρόλος- την επόμενη φορά είναι σαν να ξεκινάμε απ’ το μηδέν. Η ωριμότητα και η πείρα σε διδάσκουν να έχεις όσο το δυνατόν πιο αθώα και πιο αγνά μάτια μπορείς επάνω στο καινούργιο σου έργο, μάτια αρχάριου. Να μπορείς όλα να τα δεις και να τα ξανασκεφτείς απ’ την αρχή σαν να μην ξέρεις τίποτα, σαν να είσαι μαθητής.
– Θα περίμενε κάποιος πώς θα συνέβαινε το αντίθετο… Κι όμως, έτσι είναι. Κι αυτό, ξέρετε, είναι ένα δίδαγμα της εμπειρίας. Γιατί, αν αφεθείς στην εμπειρία, κινδυνεύεις να κολλήσεις σ’ αυτό στο οποίο έχεις μάθει να κάνεις. Πρέπει, κάθε φορά, να πρέπει να παίρνεις όλα τα ζητούμενα απ’ την αρχή – σαν να μην ξέρεις τίποτα.
– Ένας άνθρωπος, όπως εσείς, τόσο ευφυής, τόσο διαβασμένος, τόσο ταλαντούχος, τόσο επιτυχημένος και με μία συνολική αποδοχή από τον κόσμο, είναι και ευτυχισμένος; Η ευτυχία δεν είναι μία διαρκής κατάσταση. Δεν ξέρω καν αν είναι και ο ακριβής στόχος. Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ τρομακτικό να αποζητά ο άνθρωπος να είναι «ευτυχισμένος». Ο άνθρωπος πρέπει να αποζητά να είναι όσον το δυνατόν πιο κοντά στον πραγματικό του εαυτό. Εγώ νιώθω όσον το δυνατόν πιο κοντά στον πραγματικό μου εαυτό αυτή την εποχή. Γι’ αυτό και μπορώ να σας απαντήσω ότι, ναι, είμαι ευτυχής.
– Τι ανακαλύψατε τελευταία για τον εαυτό σας; Ότι με ευχαριστεί πάρα πολύ να μένω και λίγο μακριά απ’ τους ανθρώπους.
– Δεν το ξέρατε αυτό παλιά; Δεν είχα τον τρόπο να το μάθω.
– Μεγαλώνοντας, έχετε γίνει και περισσότερο ορθολογιστής νομίζετε; Είχα από παιδί μια μόνιμη τάση να εκλογικεύω και να προσπαθώ να παρατηρήσω την πραγματικότητα με όρους όσον το δυνατόν πιο κοντά στα γεγονότα, όπως αυτά θα μπορούσα να τα αντιληφθώ. Για έναν καλλιτέχνη φαντάζεται κανείς ότι είναι μακριά από τη συγκροτημένη σκέψη και τον ορθό λόγο – αυτό δεν ισχύει. Οι καλλιτέχνες είναι -και οφείλουν να είναι- πολύ συγκροτημένοι.
– Για να έρθουμε και στην ταινία, τι μνήμες έχετε απ’ την Κύπρο, με αφορμή τα γυρίσματα της «Πολιορκίας στην οδό Λιπέρτη»; Ξέρετε, για την Κύπρο μού είχε μιλήσει πολύ και με πολύ μεγάλη αγάπη στο παρελθόν, ο Μιχάλης Κακογιάννης όταν κάναμε τον «Άμλετ», το 2003, στο Εθνικό Θέατρο και πριν τις πρόβες, με φιλοξενούσε στο οικογενειακό του σπίτι, στο Πισσούρι, μαζί με τις αδελφές του, τη Γιαννούλα, τη Στέλλα. Τότε είχα μάθει πολλά για την ιστορία της Κύπρου. Στην Κύπρο ερχόμουν αργότερα μόνο για παραστάσεις, που σημαίνει πως βρισκόμασταν στο νησί για κάποιες μέρες, σε μία από τρεις πόλεις με τα λάμδα -Λάρνακα, Λεμεσό, Λευκωσία- και μάλιστα δεν είχαμε και χρόνο να τις δούμε, γιατί αμέσως μετά φεύγαμε. Τα βράδια που τελειώναμε τις παραστάσεις συνήθως τα περισσότερα μέρη ήταν κλειστά, γιατί η Κύπρος δεν είναι σαν την Αθήνα – οπότε δεν είχα εμπειρία της Κύπρου, εκτός από κάποιων θεάτρων της, κάποιων πολύ συμπαθητικών της ανθρώπων και κάποιων ωραίων ξενοδοχείων σε παραλίες. Κάνοντας, όμως, την «Πολιορκία στην οδό Λιπέρτη» γνώρισα μια άλλη Κύπρο. Γιατί έμεινα στο νησί για ενάμιση μήνα, συνεχόμενα. Κυρίως στη Λευκωσία, στο κέντρο της στην αρχή, σε ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι, παραδοσιακό, με κήπο και αργότερα έμενα σ’ αυτόν τον πολύ ωραίο δρόμο όπου είναι και η ελληνική πρεσβεία, σε ένα υπέροχο σημείο της πόλης. Αλλά μπόρεσα να δω και λίγο παραέξω. Πήγα σε πολλά εστιατόρια, έκανα πολλούς φίλους – γνώρισα την Κύπρο με έναν άλλον τρόπο που τον χάρηκα πάρα πολύ. Και εκεί δούλευα πάρα πολύ – και για τον «Βυσσινόκηπο» τότε, που ανεβάζαμε στην Αθήνα. Αλλά είχα τον χρόνο να τη ζήσω και να την αγαπήσω.
– Τι αίσθηση σάς έδωσαν αυτοί οι δύο σχεδόν μήνες παραμονής σας στην Κύπρο; Αν εξαιρέσεις την τρομερή ζέστη, την οποία όμως συνηθίσαμε, θα θυμάμαι πάντα αυτό το πολύ ιδιαίτερο φως που ο σκηνοθέτης μας, ο Σταύρος Παμπαλλής, ήθελε να το εκμεταλλευτεί και το έκανε με έναν εξαιρετικό τρόπο. Και γι’ αυτό η ταινία μοιάζει σαν ένα καλό γουέστερν αμερικάνικο, ενώ είναι γυρισμένο στην πράσινη γραμμή. Αυτό το φως της Κύπρου είναι ένα φως της κάψας, ένα φως του Ισημερινού, ένα φως που είναι το κάθετο λιοπύρι, το κίτρινο, ένα φως το οποίο δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα το φως είναι πιο μπλε. Αισθανόμουν μια συγκίνηση και για τα γυρίσματα που έκανα στην πράσινη γραμμή – το τι σήμαινε για τους Κύπριους το ότι κάνω αυτά τα γυρίσματα στη συγκεκριμένη περιοχή. Ένιωθα ότι ζούσα μια εμπειρία που δεν θα μπορούσα πια να τη ζήσω πουθενά αλλού στον πλανήτη, σε μια πόλη διαιρεμένη μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν αισθανόμουν μόνο ότι κάνω μια ταινία, αλλά κυκλοφορώντας -και κυκλοφορούσα, πολλές φορές, μόνος μου στους δρόμους της Λευκωσίας- ότι ζω σε μια ταινία, ότι ζω σε κάτι που είναι πρωτοφανές, από τα ελάχιστα μέρη στον κόσμο που είναι ακόμη διαιρεμένα, που προχωράς σε ένα δρόμο κι αυτός ξαφνικά κόβεται. Κι αυτό παραμένει ακόμη άλυτο. Κάτι το οποίο διαπίστωσα για τους Κύπριους -και το κατάλαβα καλά το καλοκαίρι του 2018- είναι ότι και όσο αυτό το πρόβλημα δεν είναι λυμένο, οι Κύπριοι είναι ένα λαός φοβερά δυναμικός, φοβερά αισιόδοξος, με πολύ μεγάλη ικανότητα, που έχει καταφέρει να προχωρήσει μπροστά, παρά την πολύ μεγάλη πληγή που βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα του. Που δεν χαμπαριάζει από δυσκολίες, που θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, που θα λύσει κάθε πρόβλημα. Αυτό αισθάνομαι ότι είναι και το κυρίαρχο μήνυμα και στην Τέχνη και στην ίδια ζωή: ότι προχωράμε μπροστά. Κι αυτό πρέπει να κάνουμε!
– Είναι τρομερή η αναφορά σας στο φως της Κύπρου – τόσα χρόνια στην Κύπρο, οι πλείστοι ποτέ δεν το «είδαμε»… Μα, δεν μπορείς να καταλάβεις το φως αν ζεις μέσα του. Είναι φυσικό. Πρέπει να μη ζεις μέσα στο φως για να μπορέσεις να το «δεις».
– Ήσασταν πάντα φύσει αισιόδοξος, κύριε Μαρκουλάκη; Η αλήθεια είναι πως ήμουν πάντα φύσει αισιόδοξος. Πολλές φορές πήγε η ζωή να με «μετακινήσει», παρόλα αυτά, η φυσική μου τάση είναι να βρίσκω το φως. Έτσι κι αλλιώς, γνωρίζουμε ότι η ζωή μας τελειώνει με θάνατο, έχει πάρα πολλά προβλήματα, πολύ συχνά πέφτουμε θύματα πολύ μεγάλης δυστυχίας κι ακόμα κι αν δεν συμβεί τίποτα απ’ όλα αυτά, κάθε ζωή έχει, δόξα τω Θεώ, το μεγάλο κομμάτι των δικών της προβλημάτων. Ο καλλιτέχνης όλα αυτά τα γνωρίζει. Αλλά δεν έχει νόημα να υπενθυμίζει μόνο αυτά. Η δική μου γνώμη είναι ότι ο καλλιτέχνης έχει μια χρησιμότητα: να μπορεί να βοηθήσει τον θεατή, τον αναγνώστη, να μπορέσει να κάνει ένα βήμα πέρα από αυτά, να μπορέσει να βρει μια δύναμη για να αντιμετωπίσει την πραγματική ζωή. Αυτό δεν είναι λίγο.
– Εκτός από τον θάνατο, ποια είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, κατά τη γνώμη σας; Το να μην έχεις πετύχει στη ζωή να έχεις ανθρώπους που να σε αγαπούν και να έχεις αγαπήσει κι εσύ πραγματικά. Να μην έχεις καταφέρει να δοθείς σε ανθρώπους: οικογένεια, φίλους, αισθήματα. Είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό που σας λέω πλέον. Κλείνοντας τον άλλο μήνα τα 50 μου χρόνια, είμαι βέβαιος πως η φήμη -η όποια φήμη, όσο μεγάλη κι αν είναι- τα χρήματα -όσα και να ‘ναι- καθετί που μπορεί να επιτύχει κανείς, δεν μπορούν να σταθούν ισάξια στην αγάπη που μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος και να πάρει, περνώντας τη ζωή του. Μόνο αυτό μας μένει, όταν θα φτάσει η στιγμή να κλείσουμε τα μάτια μας.
Info: Η ταινία «Πολιορκία στην οδό Λιπέρτη» του Σταύρου Παμπαλλή θα προβληθεί σε πρώτη προβολή από το Ριάλτο, την Παρασκευή 26 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ.
xatzigeorgiou@yahoo.com