Με τον «Καποδίστρια» του Γιάννη Σμαραγδή να βρίσκεται προ των πυλών, αξίζει να αναρωτηθούμε: γιατί εξέλειπαν οι ιστορικές προσωπικότητες από την ελληνική μεγάλη οθόνη;

Η προφανής απάντηση είναι οικονομική: η δημιουργία ενός ιστορικού έπους ή μίας βιογραφίας ήταν ανέκαθεν δύσκολη και ασύμφορη υπόθεση. Ο δεύτερος λόγος είναι η δυστοκία στην προσέγγιση. Με ποιο «φακό» επιθυμείς να φιλοτεχνήσεις τον ήρωα και ποιες πτυχές τις προσωπικότητάς του θέλεις να φωτίσεις;

Ο Παπαφλέσσας και η «χώρα της σφαλιάρας»

Η σκηνοθετική επιλογή έχει πάντοτε συνέπειες, ειδικά αν το συγκεκριμένο πρόσωπο ξύνει μνήμες και πληγές. Σκεφτήκατε -για παράδειγμα- τον κοινωνικό και πολιτικό απόηχο μιας ταινίας για τον Γρίβα ή τον Μακάριο; Το πλαίσιο της εποχής σου παίζει πάντοτε ρόλο. Αν, βέβαια, είσαι ο Ερρίκος Ανδρέου στην επταετία της Χούντας, δεν έχεις πολλές εναλλακτικές: ο Παπαφλέσσας θα είναι -αναγκαστικά- ο εξιδανικευμένος μαχητής της ελευθερίας, εκείνος που η λογοκρισία των Συνταγματαρχών θα επικροτήσει. Το ίδιο ισχύει με την «Μαντώ Μαυρογένους» και άλλες πομπώδεις παραγωγές με τσαρούχια, οι οποίες -τότε- έκαναν  τα στήθη να φουσκώνουν από εθνική, αλλά όχι καλλιτεχνική υπερηφάνεια. Ευτυχώς, η ίδια εποχή γέννησε μία άτυπη αντίσταση στη μεγάλη οθόνη. Η κοινωνική και πολιτική σάτιρα («Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου») λειτούργησε ως εγερτήριο και ξυπνητήρι. Έπρεπε, ωστόσο,  να τελειώσει ο εφιάλτης για να μάθουμε πως η Ελλάδα δεν ήταν μονάχα η χώρα των ηρώων, αλλά και της «σφαλιάρας»  (για να θυμηθούμε και την άλλη σατιρική κωμωδία του Ντίνου Κατσουρίδη, από το 1976).

Επώδυνες ιστορικές μνήμες

O Ζαν- Λουί Τρεντινιάν στο «Ζ» του Γαβρά.

Η περίοδος της μεταπολίτευσης τροφοδότησε την επώδυνη ιστορική μνήμη, σε μία χώρα που κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Οι πληγές του Εμφυλίου αποκαλύφθηκαν μέσα από αξιόλογες ταινίες, από τον μνημειώδη «Θίασο» του Αγγελόπουλου, ως τα «Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη. Οι αναπαραστάσεις των πιο σκοτεινών όψεων της ελληνικής ιστορίας  ανέβασαν την χώρα κινηματογραφικά. Αυτό είχε συμβεί και προηγουμένως, με το οσκαρικό «Ζ» (1969), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού. Το αριστουργηματικό πολιτικό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, γυρισμένο στην Αλγερία, αποκωδικοποίησε επί της οθόνης ένα άλλο τραυματικό εθνικό γεγονός: τη δολοφονία του πολιτικού-ακτιβιστή Γρηγόρη Λαμπράκη. Μήπως  τελικά είναι οι αθέατες πλευρές, συνδεδεμένες με τις πιο δύσκολες συλλογικές μας μνήμες, εκείνες που πραγματικά μας συγκινούν; Δεν γνωρίζω την απάντηση. Πιστεύω όμως, πως στην «Ψυχή Βαθιά» (επίσης του Βούλγαρη) μάθαμε περισσότερη ιστορία, σε σχέση με τον ακριβό, φιλόδοξο και λαμπερό «Ελευθέριο Βενιζέλο» του ίδιου σκηνοθέτη. Ίσως εκεί να αντικρύσαμε το πραγματικό και αποτρόπαιο πρόσωπο του εθνικού διχασμού, έτσι όπως εκδηλώθηκε δεκαετίες μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

 Ρεαλισμός ή «αγιογραφία»;

«Ενήλικοι στην Αίθουσα» του Κώστα Γαβρά.

Όταν φτιάχνεις μια πολιτική βιογραφία επί της οθόνης, υπάρχει και μία άλλη πρόκληση: πώς να προσδώσεις ρεαλισμό στο εγχείρημα; Πώς να αναδείξεις όλες τις όψεις των γεγονότων; Σίγουρα η σχετική έρευνα βοηθά. Μπορείς, ωστόσο, να φιλοτεχνήσεις το πορτρέτο ενός σημαίνοντος πολιτικού, χωρίς να μοιάζει με αγιογραφία; Εδώ, είδαμε ολόκληρο Γαβρά  να αποτυγχάνει, όταν εμφάνισε τον Γιάνη Βαρουφάκη ως τον ιππότη των αδυνάτων ενάντια στους «κακούς» Σόιμπλε και Ντάισελμπλουμ (και στην ταινία του 2019 «Ενήλικοι στην Αίθουσα»). Η όποια επίφαση αντικειμενικότητας συνήθως εξαφανίζεται όταν ο ιδεολογικός φακός του σκηνοθέτη  φιλτράρει το αποτέλεσμα.

Γι’ αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο επερχόμενος «Καποδίστριας» δεν αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο. Είναι μία συναισθηματικά φορτισμένη κινηματογραφική προσωπογραφία, ιδωμένη μέσα από την σταθερά ελληνοκεντρική ματιά του Γιάννη Σμαραγδή. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ομολογεί πως δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας. Θέλει να εικονίσει τον  δολοφονηθέντα πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας με τα χρώματα ενός αγίου, ενός μάρτυρα. Καμία έκπληξη, αφού και τα προηγούμενα σκηνοθετικά του αχνάρια (Ελ Γκρέκο, Καβάφης, Βαρβάκης, Καζαντζάκης) εκεί μας οδηγούν.

 Το δάκρυ του «Καποδίστρια»

Το σινεμά του Σμαραγδή είναι εκείνο της «εθνικής ανάτασης», σε αντιπαράθεση με τις αντιηρωικές, νεωτεριστικές τάσεις. Βρίσκεται έτη φωτός μακριά από το λούμπεν περιθώριο του Οικονομίδη και τον δυστοπικό μικρόκοσμο του Greek Weird Wave. Οπότε, σχεδόν αναγκαστικά, ο δικός του Καποδίστριας προβάλλεται ως θετικό πρότυπο. Αλλά όχι επειδή το επιτάσσει κάποια εθνική λογοκρισία. Το αντίθετο μάλιστα. Αν ακολουθήσουμε τη σκέψη και τα λεγόμενα του σκηνοθέτη, μάλλον αισθάνεται αδικημένος από τους «ταγούς» του λεγόμενου “politically correct” ελληνικού κινηματογράφου.

Ωστόσο, από τη δική του απάντηση στον διάχυτο «ιδεολογικό πόλεμο» (υπαρκτό ή όχι) δεν προκύπτει κάποια καλλιτεχνική επανάσταση. Μια συντηρητική, ακαδημαϊκή σκηνοθετική προσέγγιση υψώνεται σαν δόρυ, ενθαρρύνοντας τον αδρό συναισθηματισμό της μεγάλης οθόνης. Βλέπετε, όταν η κινηματογραφική προσωπογραφία σχηματίζεται μέσα από τον πόλεμο του σκότους και του φωτός, οι απαντήσεις είναι δεδομένες, δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Το ζητούμενο είναι απλό: όταν ακουστεί η μοιραία πιστολιά του Μαυρομιχάλη στη σκοτεινή αίθουσα, να πέσει -μαζί με τον κυβερνήτη- και το δάκρυ του θεατή.

Ελεύθερα, 21.12.2025