Ένα έχω καταλάβει στα εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη του βίου μου· όπως έχουν οι άνθρωποι ριζικό, έχουν και τα έπιπλα. Οι καρέκλες, οι κονσόλες, τα τραπέζια, οι καθρέφτες. Σε μένα, λόγου χάριν, ήταν γραφτό να γεννηθώ κάτοπτρο στην Αλεξάνδρεια και να καταλήξω σ’ αυτό εδώ το εθνικόφρονο σωματείο της παλαιάς Λευκωσίας.

Στην ανακλαστική επιφάνειά μου έβλεπαν τότε το είδωλό τους οι εξέχοντες Αλεξανδρινοί και τώρα το χαζεύουν οι δεξιοί, οι καραδεξιοί και οι ακροδεξιοί του Ζαλόγγου μακαρίζοντας τη μοίρα που τους έχρισε απόγονους του Περικλέους και του Λεωνίδα της Σπάρτης. Το λες και κατάντια και μαύρο ριζικό.

Αρχικά ήμουν κρεμασμένος στη μεγάλη σάλα του μεγάρου των Νεγρεπόντη στην περιβόητη λεωφόρο Ραμλίου. Όχι που να το παινευτώ, αλλά όλοι με συμπαθούσαν. Θες η χρυσή κορνίζα, θες το ρητό που είναι γραμμένο στην πάνω πλευρά «σκιάς όναρ άνθρωπος», θες η θέση μου πλάι στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του πρώτου ορόφου…

Μόνο η Χαρίκλεια Καβάφη με απεχθανόταν. Με κατήγγειλε μάλιστα στον κύριο ότι της προσέθετα πέντε οκάδες «προς Θεού, Αριστείδη, αυτός δεν είναι καθρέφτης, είναι η πυρά της κολάσεως». Από εκείνη τη στιγμή απέστρεφε σταθερά το βλέμμα της όταν περνούσε από μπροστά μου.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι η τρίτη θυγατέρα των Νεγρεπόντηδων, η χαριτόβρυτος Πολυξένη, μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Γι’ αυτό κι όταν παντρεύτηκε με προξενιό τον Κύπριο ιατρό Φιλοποίμενα Χατζηοικονόμου, ακολουθώντας τον στη μικρή του πατρίδα, δύο πράγματα πήρε μαζί της. Τη φωτογραφία των σεβασμίων γονέων της και εμένα.

Α, και τις χίλιες χρυσές λίρες Αγγλίας που ήταν η προίκα της. Έτσι ο βίος μου συνεχίστηκε στην επίσημη τραπεζαρία του τρίπατου των Χατζηοικονόμου στον Άγιο Ανδρέα της κυπριακής πρωτευούσης.

Το ζεύγος Χατζηοικονόμου απέκτησε αναρίθμητες γάτες αλλά κανέναν απόγονο. Έζησαν αγαπημένοι μέχρι το τέλος, πρώτα της Πολυξένης από ζάχαρο, εντός ολίγου και του ιατρού Φιλοποίμενος από απόφαση. Μάλιστα. Ήταν απόγευμα Παρασκευής του μηνός Μαρτίου όταν είπε πως δεν θα πήγαινε στους τρίτους Χαιρετισμούς, προτιμώντας να τελευτήσει τον βίο.

«Μια ψυχή που τη χρωστώ ας την παραδώσω να πάει στο διάολο» μονολόγησε και το έπραξε. Οι κληρονόμοι, τρία άχαρα πλάσματα ακαθορίστων λοιπών στοιχείων, ανίψια του Φιλοποίμενος από την αδερφή του Ιουλία, πούλησαν αυθωρεί και παραχρήμα το τρίπατο, βάζοντας τα λεφτά στην τράπεζα για να τους τα κουρέψουν εν ευθέτω χρόνω τα golden boys του κερατά.

Τα πλείστα κειμήλια του σπιτιού πωλήθηκαν κοψοχρονιά στα παλιατζίδικα της Λευκωσίας. Μετά από ολιγόμηνη παραμονή μου στο παλαιοπωλείο «Μπελ Επόκ» αγοράστηκα από τον τότε πρόεδρο του Εθνικόφρονος Σωματείου Ζάλογγο, τον αείμνηστο Χαρίλαο Συμεωνίδη, προς ενίσχυση της ασυνάρτητης διακόσμησης του σωματείου. Κι έτσι από το 1985 βρίσκομαι στον ανατολικό τοίχο του Ζαλόγγου ανάμεσα σε δύο μείζονες αγωνίστριες του έθνους. Τη μεγάλη μας ναύαρχο Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα εκ δεξιών και τη δαφνοστεφή Μαντώ Μαυρογένους εξ ευωνύμων.

Οι άλλοι τρεις τοίχοι φιλοξενούν ελληνικές σημαίες διαφόρων ποιοτήτων και μεγεθών, φωτογραφίες αγωνιστών από τη Μάχη των Θερμοπυλών μέχρι τη Φόρμουλα 1, ράφια με έπαθλα και βραβεία για επινοημένους θριάμβους, ένα φορητό εικόνισμα της Θεοτόκου χωρίς το θείο βρέφος -άλλη πρωτοτυπία κι τούτη- ένα μικρότερο εικόνισμα του Αγίου Τριφυλλίου πολιούχου της Λευκωσίας, διαφημίσεις μπύρας, αναψυκτικών και ελαστικών, καθώς και μια ταριχευμένη αλεπού δώρο στο Ζάλογγο από τον κυνηγετικό σύλλογο της κοινότητος Μάμμαρι.

Καθώς κρέμομαι ατελεύτητα παρατηρώντας όλη αυτή την περιρρέουσα παράνοια, σκέφτομαι ότι εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα στον κόσμο αυτό. Θα μπορούσα να ήμουν κρεμασμένος στη Βουλή ή σε κάποιο παρηκμασμένο μπορντέλο της Λευκωσίας. Αν και το τελευταίο θα είχε ένα κάποιο αισθησιακό ενδιαφέρον.

Το Ζάλογγο, λοιπόν, επέπρωτο να είναι ο τρίτος και τελευταίος σταθμός του άχρι τούδε βίου μου. Επί της οδού Μονοσάνδαλου, αριθμός δώδεκα, στην εντός των τειχών Λευκωσία. Ουδείς γνωρίζει την ιστορία μου εδώ μέσα και ουδείς ενδιαφέρθη να τη μάθει όλ’ αυτά τα χρόνια. Δεν τους αδικώ. Μπροστά στα ανδραγαθήματα των ενδόξων προγόνων, τους οποίους μονίμως δοξολογεί το Ζάλογγο, τι τύχη να είχε η δική μου ταπεινή περιπλάνηση.

Ελεύθερα, 7.12.2025