Ορέστης Βασιλείου Σκέψεων Οδός, εκδόσεις Πήλιο 2021

Με τα 70 ποιήματα που συγκεντρώνει στη συλλογή του ο Ορέστης Βασιλείου, πλείστα όσα σε πρώτο πρόσωπο, είναι ως να συνομιλεί με τον εαυτό του σε μια κατάθεση εξομολογητικής ενδοσκόπησης, ενώ ταυτόχρονα θέλει να καταστήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα κοινωνούς των βαθύτερων σκέψεων και των αυθεντικών του αισθημάτων. Εναγωνίως οδεύοντας για τη συνάντηση της περιπαθούς μέθεξης και την Ιθάκη του αληθινού προορισμού, μοιάζει να έχει διανύσει τις αποστάσεις μακριά από την πλάνη των Σειρήνων και πέρα από τα όρια των Οδυσσεακών περιπλανήσεων στις πολυδαίδαλες διαδρομές του βίου. Για τούτο και δεν μπορεί να εκφράσει τους ακατάπαυστους κραδασμούς της καρδιάς του, που δονούν τις χορδές του ευαίσθητου ψυχισμού του, παρά μέσα από μιαν πλημμυρίδα συνωθούμενων λυρικών στίχων. Σε όλους τους τόνους, τους εμφατικούς χρωματισμούς και τις υποτονικές αποχρώσεις, τους ασθματικούς ρυθμούς έως τους λυγμικούς φθόγγους της φωνής του, που δεν υπακούει σε κανόνες στιχουργικής μήτε ακολουθεί εύηχες ομοιοκαταληξίες. Φτάνει που με τα δικά του μέτρα της ποιητικής πρόσληψης καταγράφει τον απύθμενο πόνο της μοναξιάς και αποτυπώνει τους επώδυνους μετεωρισμούς στο υπαρξιακό κενό της έλλειψης και της απουσίας, μετουσιώνοντάς το σε επίμονο αγώνα αναζήτησης και προσδοκία πλησμονής.

Εύγλωττες οι συνδηλώσεις της Άντρεας Αδάμου στη φιλοτέχνηση του μαυρόασπρου εξωφύλλου, που με συμβολικά σχήματα και αδιόρατες ανθρώπινες φιγούρες, κυκλοτερείς φωτοσκιάσεις και σταυροειδείς γραμμές παραπέμπουν από το σκοτάδι στο φως στην άκρη της σήραγγας. Αλλά και αποφθεγματικό το μινιμαλιστικό προλόγισμα στο πτερύγιο του βιβλίου, που επιγράφεται Ορέστης και συνιστά το modus vivendi του: «Ο μόνος τρόπος να μην χαθούν οι σκέψεις σου στον χρόνο είναι να τις αποτυπώσεις σε χαρτί».

Και ο χρόνος μεταβάλλεται σε αιωνιότητα, όταν οι σκέψεις απογειώνονται απηχώντας την ωδή στον έρωτα και τον ύμνο στην αγάπη. Ενδεικτικοί οι στοχασμοί του στο ποίημα «Αληθινές Αγάπες», όπου ο πληθυντικός εντείνει τον προσδιορισμό και εμφαίνει πολλαπλασίως το νόημα, καταξιώνοντας την ενσάρκωσή του: «Αυτοί που ξέρουν ν’ αγαπάνε/ Μόνο με την καρδιά μιλάνε/ Γιατί αυτή είναι που βγάζει/ Τον έρωτα και τον μοιράζει// Και όσοι είναι ερωτευμένοι/ Έχουν καρδιά που υπομένει/ Μια καρδιά που δεν ραγίζει/ Για μια αγάπη που αξίζει// Αληθινές είν’ οι αγάπες που κρατούν/ Μέσα στον χρόνο που περνά και δεν χαλούν/ Αληθινές είν’ οι αγάπες που κρατάνε/ Αληθινές είν’ οι αγάπες που δεν σπάνε». Απλοί στίχοι με την εκφορά μιας ατημέλητης καθημερινότητας αλλά και την προφορικότητα μιας αψευδούς ανεπιτήδευτης γλώσσας. Αν όμως είναι μέθη ευτυχίας και αγαλλίαση ψυχής το πλήρωμα της αγάπης, η στέρησή της είναι πληγή και σπαραγμός απροσμέτρητης δυστυχίας, παρότι, κατά τον Απόστολο Παύλο, «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» και «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.». Αβίαστος ο συνειρμός στο ποίημα «Οι Κόρες της Αγάπης» και ειδικότερα στους δύο ακροτελεύτιους στίχους: «Με την ψυχή τους δείξανε αγάπη τι σημαίνει/ Ακόμη κι αν την αρνηθείς αυτή το υπομένει».

Εξ ου και εκλιπαρεί την αγαπημένη του ο ερωτευμένος ποιητής να μη χαθεί «άλλη φορά» στο ομώνυμο ποίημα, για να μη χάσει τη δύναμη της στοργής και τη ζέση της αναντικατάστατης θαλπωρής, που μόνο η επιβεβαίωση της αγάπης μπορεί να δώσει. Εύστοχος ο παραλληλισμός με την εναλλαγή των ημερών και των εποχών: «Μη χαθείς,/ Σαν το φεγγάρι όταν έρχεται η αυγή/ Και σαν την άνοιξη στη βαρυχειμωνιά/ Κλαίει σπαράζει η δική μου η καρδιά/ Για μια αγκαλιά…». Και αλλού επικαλούμενος τα στοιχεία της φύσης με άκρατη ευφορία και έξαρση υπερβολής θα διαλαλήσει: «Όλες οι αγάπες είσαι εσύ/ Θάλασσες, βουνά κι ωκεανοί/ Όλες οι αγάπες είσαι εσύ/ Ζήλεψαν ακόμη κι οι θεοί». Μόνο που όταν προδοθεί ή αδειάσει η Καρδιά από αγάπη θα μονολογεί απαρηγόρητη στο αντίστοιχο ποίημα, εμπνευσμένο από τα ερωτικά ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ιδού η πρώτη και η επαναλαμβανόμενη με την τρίτη τελευταία στροφή: «Αχ ’κείν’ η πρώτη μου η καρδιά/ Πώς έχει καταντήσει/ Γεμάτη όλο βάσανα/ Γεμάτη από μεθύσι// Μια σφαίρα να πυροβολά/ Να κόψει τα όνειρά μου/ Δεν με βαστάει άλλο πια/ Ετούτη η καρδιά μου».

Ωστόσο ο ποιητής δεν συναισθάνεται μόνο τους καημούς του έρωτα, τις υποσχέσεις και τις διαψεύσεις της αγάπης, αλλά και αναστοχάζεται και φιλοσοφεί πάνω στις ανατρεπτικές αλλαγές και τις μεταπτώσεις της ζωής: «Σαν τη μυρσίνη της αυγής/ Είν’ η ζωή μας όλη/ Τα χρόνια μας τα παιδικά/ Έχουν αλλάξει ξαφνικά/ Και η ζωή μας όλη». Συνέχεται ακόμη από πατριωτικά αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας και ιστορικής ευθύνης, μνημονεύοντας τους ήρωες της Ελληνικής αρχαιότητας στην ανάκληση των Θερμοπυλομάχων, όπως και τους γενναίους του 1821 και του 1955-59, στη μορφή του Κολοκοτρώνη και του Αυξεντίου μέσα από τα ποιήματα «Σπαρτιάτες», «Ο Γέρος του Μοριά» και «Σταυραετέ του Μαχαιρά». Από τα διθυραμβικά εγκώμια όμως δεν διστάζει να εξαπολύσει δριμύ κατηγορώ εναντίον όσων δεν είναι άξιοι απόγονοί τους κηλιδώνοντας τη μνήμη τους. Καταγγέλλοντας την ανελευθερία της σκλαβιάς και την ψευτιά της υποκρισίας, θα διαμηνύσει με τη γλώσσα της αλήθειας και της αγάπης στις τελευταίες σελίδες της συλλογής του: «Θέλω να ζήσω εγώ απλά/ Με μια ψυχή που αγαπά/ Χωρίς να τη μολύνω» και «Θεοί των ουρανών φυσήξτε/ Μακριά τα σύννεφα να πάνε/ Να καθαρίσουν οι ουρανοί/ Ψυχές να μην πονάνε».