Μέσα από το βιβλίο της «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας», η Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη μπαίνει στην ψυχή και στις σκέψεις του αιχμάλωτου Δημήτρη Τουμαζή, χώνεται στα κανάλια του εγκεφάλου του, μυρίζεται τη μούχλα στους υγρούς τοίχους της φυλακής των Αδάνων. Μέσα από τη δική της ενσυναίσθηση τοποθετεί όλους εμάς για λίγο στη θέση όλων των αιχμαλώτων του 1974. «Ήθελα να δοκιμάσω να ταξιδέψω μαζί του πίσω στον χρόνο, να χτίσω μαζί του τις τραυματικές εικόνες του παρελθόντος, και να δοκιμάσουμε να τις γκρεμίσουμε μαζί μια για πάντα· όπως ακριβώς ο ίδιος το επιθυμούσε», λέει η ίδια.

«Αναρωτιέμαι πώς να σκέφτεσαι κάθε φορά που ξυπνάς πριν ακόμα χαράξει το φως. Ξυπνάνε, άραγε, μαζί και οι μνήμες εκείνων των σκοτεινών ημερών; Είκοσι πέντε μέρες πόλεμος, εβδομήντα πέντε μέρες αιχμαλωσίας. Πώς τα μετράς άραγε μέσα σου; Με τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά ή τις ανάσες; Δικές σου ή των άλλων γύρω σου; Ειδικά οι φωνές μικρών παιδιών πώς μετριώνται; Πώς αντέχονται; Πώς μπορεί κανείς να σκεφτεί θετικά, να μην τρελαθεί, να μην τον πάρει από κάτω; Πώς μετά από αυτές τις σκηνές που έχεις ζήσει μπορείς να ανεχτείς τον άνθρωπο, Κάκη;» γράφει η Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη στο βιβλίο «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας». Ένα βιβλίο γραμμένο με τη μορφή ενός φανταστικού ημερολογίου που διαβάζεις με κομμένη την ανάσα, στο οποίο επιχειρεί μια συνομιλία με τον Δημήτρη Τουμαζή, ο οποίος  το 1974 πιάστηκε αιχμάλωτος κατά την τουρκική εισβολή, ως έφεδρος αξιωματικός στο 399 Τάγμα Πεζικού.

Σε ένα άλλο συγκλονιστικό απόσπασμα της συγγραφέως διαβάζουμε: «Αέρας σηκώθηκε πάλι. Τα τελευταία φύλλα του φθινοπώρου στροβιλίζονται πάνω από τις απέναντι στέγες πριν καταλήξουν στη γη, και το πάφλασμα μιας ξεχασμένης τέντας προσπαθεί να μου τραβήξει μακριά την προσοχή· έξω από τα σκοτάδια, μακριά από τους υγρούς τοίχους των κελιών της φυλακής στα Άδανα. Εκεί όπου η μυρουδιά της μούχλας ανακατεύεται με τον ιδρώτα του Αυγούστου, κι η λάσπη ζυμώνεται με το κάτουρο. Εκεί όπου οι ανάσες είναι μισές και τα βλέφαρα κλείνουν· να μη βλέπουν τα μάτια, να χαθούν οι αισθήσεις. Η πόλη σου χάθηκε, σου είχε πει ο Τουρκοκύπριος φύλακας στις φυλακές της Λευκωσίας. Κι ο κόσμος της πόλης χάθηκε. Κι εσύ εκεί πια, στην Τουρκία, σ’ αυτό το σίχαμα που λένε φυλακές των Αδάνων. Να μη νιώθεις. Να μη νιώθεις… ν’ απομονωθείς, να χαθείς, να γίνεις… “άφαντος”».

Με τη συγγραφέα, η οποία κατάγεται από την Αμμόχωστο και έχει τη βάση της στην Πράγα, μιλήσαμε για το βιβλίο ενόψει της παρουσίασής του στη Δερύνεια, τη Λευκωσία και τη Λεμεσό στις 23, 25 και 26 Απριλίου αντιστοίχως.

-Στο πεζογράφημά σας «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας» αναπτύσσετε μια συνομιλία με τον Αμμοχωστιανό Δημήτρη Τουμαζή, αιχμάλωτο κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να συνομιλήσετε μαζί του; Πόσο ντρέπομαι και πόσο στεναχωριέμαι που για να γίνει αυτή η συζήτηση χρειάστηκε να υπάρχει ερέθισμα· άλλο από τη δικιά μου ενσυναίσθηση και πέρα από την ίδια την ανάγκη του Δημήτρη να ανοίξει την ψυχή του. Τι κρίμα να μην υπάρχει έστω και ένα μικρό παραθυράκι στην καρδιά μας για να μπορεί να βλέπει ο συνάνθρωπός μας τα πραγματικά μας συναισθήματα. Γιατί, ναι… υπήρξε αφορμή για αυτήν την συνομιλία. Κι ήταν μια πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο Δημήτρης Τουμαζής στην ερευνήτρια Φοινίκη Παπαδοπούλου στο istorima.gr. Ένας λυγμός, ήταν εκείνη η συνέντευξη. Έτσι ακούστηκε στα δικά μου αυτιά. Και τότε κατάλαβα μια μεγάλη αλήθεια· πως εκείνοι που πληγώθηκαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από τις τραγικές συνέπειες της εισβολής, έμειναν όλα αυτά τα χρόνια να γιατρεύονται μόνοι τους.

Η συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη, σε πρόσφατη επίσκεψη της στην Αμμόχωστο.

-Πώς έφτασαν στα χέρια σας τα χειρόγραφα σημειώματα του Τουμαζή, από τη μαύρη τσάντα που τα φύλαγε, στα οποία εξιστορεί τις 75 μέρες στην αιχμαλωσία; Αν και αυτή η μαύρη τσάντα είναι στ’ αλήθεια υπαρκτή, στο περιεχόμενό της δεν συμπεριλαμβάνονται όλα τα λόγια του Δημήτρη που θα διαβάσετε στο βιβλίο. Πολλά αποτελούν μεταφορά των όσων είπε στη συνέντευξή του. Μίλησα με μαζί του αμέσως αφού την άκουσα. Ήθελα να ξέρει πόσο μεγάλο σοκ ήταν για μας να ανακαλύπτουμε τώρα την… απουσία μας. Συμφωνήσαμε να διαχειριστώ το υλικό που είχε, και ό,τι προκύψει.

-Ήσασταν φίλοι στην Αμμόχωστο πριν από το 1974. Τι μνήμες έχετε από εκείνη την περίοδο; Ο Δημήτρης γεννήθηκε τέσσερα χρόνια πριν από εμένα. Αν και τα τέσσερα χρόνια σε εκείνες τις ηλικίες ακούγονται πολλά, οι «κοινοί μας τόποι» είναι αμέτρητοι. Αν με ρωτάγατε παλιότερα για τη «συνύπαρξή» μας, ίσως να σας ανέφερα μόνο στιγμές στο σπίτι της αδελφικής μου φίλης Λουκίας, αγαπημένης δικιάς του ξαδέλφης. Τώρα όμως, όταν αρχίζουμε εκείνα τα «θυμάσαι τότε που…», πάντα καταλήγουμε με πλημμύρες στα μάτια. Θυμάμαι κάθε λεπτό των δεκαπέντε μου χρόνων.

-Πώς δομήθηκε αυτή η συνομιλία σας με τα σημειώματα του; Δεν κουβεντιάσαμε πολύ με τον Δημήτρη πριν ή όσο έγραφα το βιβλίο. Είχαμε συμφωνήσει πως θα του έστελνα το χειρόγραφο, και μόνον αν έβρισκε πως αξίζει να εκδοθεί θα βρισκόμασταν για να κουβεντιάσουμε τις λεπτομέρειες. Προτίμησα να χωθώ μόνη μου μέσα στις λέξεις που είτε είχε χτίσει μέσα στα χρόνια που πέρασαν, είτε άφησε να γλιστρήσουν στη διάρκεια της συνέντευξης. Ήθελα να πάρω τον χρόνο μου για να αφουγκραστώ τα λόγια του, ξανά και ξανά· να προσπαθήσω να καταλάβω κάθε κρυμμένη σκέψη του, κάθε ανησυχία του, να ακουμπήσω αργά-αργά τις πληγές του κι όχι βιαστικά όπως μας αναγκάζει να κάνουμε ο προφορικός λόγος. Ήθελα να μηχανευτώ κάποιον τρόπο να παρουσιάσω τα δικά του λόγια στο χαρτί, και πάνω σε αυτά να σκύψουν οι δικές μου σκέψεις, προσπαθώντας να κάνω εκείνο που δεν κάναμε ποτέ πριν· να δοκιμάσω να ταξιδέψω μαζί του πίσω στον χρόνο, να χτίσω μαζί του τις τραυματικές εικόνες του παρελθόντος και να δοκιμάσουμε να τις γκρεμίσουμε μαζί μια για πάντα· όπως ακριβώς ο ίδιος το επιθυμούσε. Σε ένα φύλλο χαρτί, στην τέταρτη επέτειο της απελευθέρωσής του, είχε γράψει: «Έχω τόσα να θυμηθώ, να ξεχάσω. Τέσσερα χρόνια σήμερα και θέλω να τα ζήσω· σε μια νύχτα να τα κτίσω, να τα χαλάσω να τα σβήσω». Έτσι μου ήρθε η ιδέα να γράψω ένα ιδιότυπο ημερολόγιο που θα είχε διάρκεια όσες και οι μέρες της αιχμαλωσίας του. Και ξεκινώντας πάντα με ένα μέρος από τα δικά του λόγια, θα τον ακολουθούσα βήμα το βήμα. Όσο έγραφα αυτό το βιβλίο, είχα πραγματικά κλειστεί στο δικό του καβούκι· λες κι είχα πάρει τα κλειδιά του και απομονώθηκα στο δικό του σπίτι· εκεί που μέρα νύχτα θα ένιωθα την παρουσία του. Έτσι μηχανεύτηκα και την παραμονή μου στο σπίτι του, στο Πήλιο.

-Μεγάλο παράπονο του ιδίου είναι ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για τις μέρες της αιχμαλωσίας του. Γιατί, πιστεύετε; Κάπου γράφετε: «Είναι τόσα που θα μπορούσα να σε είχα ρωτήσει τόσα χρόνια…» Γιατί δεν ρωτούσατε; Θα σας απαντήσω καλύτερα με ένα απόσπασμα από το βιβλίο της νομπελίστριας συγγραφέως Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που φέρει τον τίτλο «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας». Μετά από δεκάδες συνεντεύξεις με γυναίκες που πολέμησαν στον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλεξίεβιτς σημειώνει: «Τώρα καταλαβαίνω τη μοναξιά του ανθρώπου που επέστρεψε από εκεί. Από άλλον πλανήτη λες, ή από τον άλλο κόσμο. Έχει μια γνώση που δεν έχουν οι άλλοι, και που μπορεί να αποκτήσει κανείς μόνο εκεί, σε γειτνίαση με το θάνατο. Όταν προσπαθεί να μεταδώσει κάτι, έχει την αίσθηση της αποτυχίας. Ο άνθρωπος βουβαίνεται. Θέλει να μιλήσει, κι οι άλλοι θα ήθελαν να καταλάβουν, όμως αδυνατούν, και ο ένας και ο άλλος.» Ξέρετε κυρία Παναγιώτου, τελικά θα έλεγα πως όλα αυτά τα χρόνια, εκείνος νόμιζε πως ήταν έτοιμος να μιλήσει κι εμείς νομίζαμε πως ρωτάγαμε. Στην πραγματικότητα, και οι δυο πλευρές κρύβονταν πίσω από την αδυναμία των λέξεων…

-Κάτω από ποιες συνθήκες πιάστηκε αιχμάλωτος ο Δημήτρης Τουμαζής; Το 1974 ο Δημήτρης Τουμαζής εκπλήρωνε την στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στο 399 Τάγμα Πεζικού που είχε την έδρα του στη Μοναρκά. Τις ημέρες της τουρκικής εισβολής εκτελούσε καθήκοντα λοχαγού του Λόχου Υποστηρίξεως. Από την πρώτη στιγμή, η μονάδα του κλήθηκε να πολεμήσει κάπου νότια της Κερύνειας, πίσω από τον Πενταδάχτυλο. Στην επανέναρξη των εχθροπραξιών στις 14 Αυγούστου, ο λόχος του αποκόπηκε από το πεζικό και παραμένοντας έτσι, χωρίς καμιά ενημέρωση, βρέθηκε να έχει περικυκλωθεί από τον εχθρό. Οι πρώτες στιγμές της αιχμαλωσίας ήταν τρομακτικές· οι Τούρκοι στρατιώτες τους έστησαν στον τοίχο και ετοιμάστηκαν να τους εκτελέσουν. Για καλή τους τύχη, ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών που έτυχε να περνά ανάγκασε τους Τούρκους να ανατρέψουν τα σχέδια της εκτέλεσης και να τους οδηγήσουν στις φυλακές, αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια στην Τουρκία.

-Φαντάζομαι την αγωνία των συγγενών του μέχρι να μάθουν  ότι δεν ήταν αγνοούμενος αλλά αιχμάλωτος σε φυλακές στην Τουρκία. Κατά την αιχμαλωσία του, κάτω από τραγικές συμπτώσεις, δεν βρισκόταν στις λίστες των αιχμαλώτων του Ερυθρού Σταυρού. Η αγωνία των συγγενών του για την τύχη του βρισκόταν στο ζενίθ. Πρόσφυγες οι ίδιοι, σκορπισμένοι άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στο Λονδίνο, χωρίς δυνατότητα εύκολης συνομιλίας μεταξύ τους, έκαναν τις πιο μελανές σκέψεις. Πέρασαν δυόμιση μήνες για να μάθουν πως ο Δημήτρης ζει και βρίσκεται στις φυλακές της Αμάσειας στα βάθη της Τουρκίας. Το νέο έφερε ο συγκρατούμενός του -επιφανής γλύπτης σήμερα- Φίλιππος Γιαπάνης, όταν απελευθερώθηκε από τους πρώτους.  Όσο ιλαροτραγικό κι αν ακούγεται, με την είδηση αυτή δοξάζαμε τον Θεό. Στο γράμμα που μου έστειλε στην Αθήνα η Λουκία Τουμαζή Κλόκκαρη, οι λέξεις της βγαίνουν μέσα από την ψυχή της. Διαβάζοντας σήμερα εκείνο το γράμμα, σκέφτομαι πως στο μυαλό μας έμοιαζε με ανάσταση.

-Γράφετε στο βιβλίο: «Σας γύρισαν πίσω. Σαν άδεια σακιά. Μισούς ανθρώπους. Άδειοι από συναισθήματα. Το μέσα σας κατακλύζει μόνο μια τεράστια σιωπή που μας παίρνει τ’ αφτιά». Πόσο δύσκολο ήταν να μπείτε στη ψυχή των 20χρονων αιχμαλώτων του ’74; Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι να μπεις στην ψυχή του άλλου. Είναι, όμως, αβάσταχτο να κρατηθείς εκεί και να μη λυγίσεις· να μην τα παρατήσεις στη μέση. Γιατί κάθε λόγος του αιχμαλώτου είναι διπλή μαχαιριά για σένα· μια για όσα ζεις μαζί του και μια δεύτερη που συνειδητοποιείς πως τόσα χρόνια τον είχες αφήσει να προσπαθεί να επουλώσει μόνος τις πληγές.

-«Μερικές φορές νοσταλγώ κάποιες στιγμές από την αιχμαλωσία σου, Κάκη» γράφετε. Γιατί; Με αυτό το βιβλίο είχα ένα ξεκάθαρο στόχο: Να φτάσω κοντά του. Γυρνώντας πίσω στα λόγια της Αλεξίεβιτς, «… Έχει μια γνώση που δεν έχουν οι άλλοι, και που μπορεί να αποκτήσει κανείς μόνο εκεί, σε γειτνίαση με τον θάνατο», αντιλαμβανόμουν πως εκ των υστέρων, η μοναδική άμυνα να αντέξω αυτή τη διαδρομή θα ήταν να κάνω ίδια βήματα με εκείνα που έκανε και ο ίδιος τότε. Τότε που, όπως έλεγε, «μπήκε μέσα του». 

-Ποια θέματα θέλατε να αναδείξετε μέσα από αυτή τη συνομιλία δοσμένη εν είδη ημερολογίου; Αυτό που επιθυμώ να αναγνωριστεί από τους αναγνώστες αυτού του βιβλίου είναι οι ευθύνες που φέρει ο καθένας μας ξεχωριστά σαν μέλη μιας κοινωνίας, αλλά και της πολιτείας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως σε αυτόν τον δρόμο που τράβηξαν όλα αυτά τα χρόνια οι αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά και οι συγγενείς των αγνοουμένων, στον δρόμο δηλαδή για την επούλωση των τραυμάτων τους, ήμασταν απόντες.

-Το βιβλίο είναι η δική σας συμβολή στην επούλωση των τραυμάτων των αιχμαλώτων του 1974; Μακάρι να βοηθήσει έστω και λίγο σε αυτή την κατεύθυνση. Αργήσαμε. Πολύ. Αν δεν το καταφέρω αυτό, πάντως, θα ήθελα, τουλάχιστον, να καταθέσω με το βιβλίο μου τη δική μου συγνώμη.

-Τελικά η αιχμαλωσία αυτών των ανθρώπων διαρκεί ως σήμερα; Αυτή η αρρωστημένη κατάρα που λέγεται πόλεμος και που εμείς, με τα ίδια μας τα χέρια προκαλούμε, αφήνει πάντα βαθιά τα ίχνη της· στον στρατιώτη που πολέμησε, στον αιχμάλωτο, στον πρόσφυγα, στους συγγενείς των αγνοουμένων. Τα είπα ίχνη. Σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για κακοφορμισμένες πληγές.

-Στα βιβλία σας επικεντρώνεστε συνήθως στην Αμμόχωστο. Η λογοτεχνία είναι ο δικός σας τρόπος να αγωνιστείτε για την πόλη σας; Στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής μου πορείας, είχα πει πως δεν θέλω να γίνω συγγραφέας της προσφυγιάς· δε θέλω να μας λυπούνται. Έκανα όμως το λάθος να θεωρήσω πως η αναψηλάφηση αλλά και η προσπάθεια για να βγούμε από τα αδιέξοδα, είναι δουλειά των ιστορικών και των πολιτικών. Εγκληματικό λάθος. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η τύχη που έχει η Αμμόχωστος. Ο πολίτης έχει τη γνώση της αλήθειας που οφείλει να αποκαλύψει. Παράλληλα, έχει τη δύναμη να ορίζει τα πράγματα, ενημερώνοντας και εκπαιδεύοντας τους νεότερους και ελέγχοντας τους πολιτικούς που αναλαμβάνουν την εκάστοτε ηγεσία. Κι εγώ, σαν πολίτης αυτής της πικρής χώρας, μπορώ να το κάνω με τον τρόπο που καλύτερα γνωρίζω· μέσα από τη λογοτεχνία. Στα πιο πρόσφατά μου έργα, γύρισα σε αυτό ακριβώς.

-Πιστεύετε πως έγιναν λάθη στους χειρισμούς για την Αμμόχωστο; Υπάρχει ελπίδα να επιστραφεί η πόλη στους ανθρώπους της; Έχουν γίνει μόνο λάθη. Είμαι πραγματίστρια, είμαι όμως παράλληλα και αισιόδοξος άνθρωπος. Και ξέρω πως αρκεί ένα τυχαίο γεγονός για να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Η Τουρκία έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα. Στο παζάρι της πολιτικής τίποτα δεν είναι απίθανο. Γι’ αυτό στέκομαι ακόμα όρθια.

-Με τι συναισθήματα επισκεφθήκατε για πρώτη φορά το σπίτι σας στην Αμμόχωστο; Όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται, το συναίσθημα περιγράφεται σαν ακόρεστη λαιμαργία· μια υπερβολική και αγωνιώδης αναζήτηση· μια τεράστια επιθυμία για εκείνο το κάτι που δεν προλάβαμε να γευτούμε. Νομίζω πως όλο αυτό το λένε με μια λέξη: Αδηφαγία. 

-Έχετε πάει ξανά για μια πολύ προσωπική στιγμή. Μιλήστε μας γι’ αυτή την εμπειρία. Η κατά τα άλλα φιλόξενη Ελλάδα, δηλώνει αδυναμία να κρατήσει στη γη της τους νεκρούς της. Τα νεκροταφεία στην Αθήνα λειτουργούν πια σαν προσωρινό κάμπινγκ· τρία χρόνια μετά την ταφή, ο νεκρός πρέπει να ξεθαφτεί και να τοποθετηθεί σε κάτι κουτιά που μοιάζουν με περιστερώνες. Ήταν αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό μας πως για τη μάμα μου αυτή θα ήταν η τελευταία κατοικία. Τότε ήταν που αποφασίσαμε -ο παπάς μου κι εμείς, οι δυο τους κόρες- πως η μάμα θα έπρεπε να γυρίσει στον τόπο που τη γέννησε. Ακολούθησε καύση των οστών, και σήμερα η μάμα μου είναι η πρώτη από την οικογένειά μας που συνάντησε ξανά την πανέμορφη θάλασσα της Αμμοχώστου. Εύχομαι εκεί να βρήκε ανάπαυση.

Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας. Συνομιλία με τον Δημήτρη Τουμαζή, αιχμάλωτο κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο» θα παρουσιαστεί στη Δερύνεια στις 23 Απριλίου, στο Case Le Café, 19:30. Στη Λευκωσία, στις 25 Απριλίου στη Δημοσιογραφική Εστία, 19:00. Στη Λεμεσό, στις 26 Απριλίου στη Φασούλα, στο Μουσείο Γλυπτικής Art Nest, 19:00.

Ελεύθερα, 21.4.2024