Κωνσταντίνος Ν. Μακρής: «Πεντάδρομος», εκδόσεις Βακχικόν, 2022.

Ο Κωνσταντίνος Ν. Μακρής εμφανίστηκε στα κυπριακά γράμματα με πεζογραφικό έργο το 2012. Το εγχείρημα επαναλήφθηκε το 2019. Η ποιητική συλλογή «Πεντάδρομος», που κυκλοφόρησε το 2022, είναι το πρώτο ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα.

Τόσο στο πεζογραφικό όσο και στο ποιητικό του έργο ο Κ.Μ. κινείται στους δρόμους του μοντερνισμού και της νεωτερικότητας, πειραματιζόμενος και συνδιαλεγόμενος με τα σύγχρονα ρεύματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο Κ.Μ., ως ποιητής, παρουσιάζεται εύτολμος έως παράτολμος. Αναλαμβάνει το ρίσκο να παρασυρθεί από την ορμητική δίνη των βαριών χαρακτηρισμών του, των υπερβολών που εμπεριέχονται στους συμβολισμούς του, ενώ την ίδια ώρα φτάνει συχνά στα όρια της βωμολοχίας. Και δεν διατυπώνω τις πιο πάνω σκέψεις από μιαν έννοια θιγμένου καθωσπρεπισμού κινούμενος. Κάθε άλλο. Διατυπώνω αυτές τις σκέψεις υπό την έννοια της αισθητικής διάβρωσης, ενός κινδύνου που συνεχώς ελλοχεύει.

Πιστεύω ότι στην πολιτική θεώρηση των κοινωνικών πραγμάτων, ο ποιητής είναι λιγότερο εντυπωσιοθήρας και περισσότερο ουσιαστικός, καίριος και εύστοχος. Δεν μπορώ να υποστηρίξω την ίδια άποψη και για την ερωτική του θεματική. Εδώ οι «πειρασμοί» είναι μεγαλύτεροι, το ίδιο και οι συναφείς «διολισθήσεις».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στην κριτική αξιολόγηση των δρωμένων μέσα από το αστικό τοπίο ο ποιητής επιτυγχάνει αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα, με κύρια εφόδια το σαρκασμό, την ειρωνεία μα και την φαντασία. Ο Κ.Μ. ασκεί κοινωνική κριτική, με όρους και προδιαγραφές ακόμη και από το πεδίο της αισθητικής: «Οι λογιστές του μέλλοντος / Μετράνε τον τιμάριθμο με ντεσιμπέλ. / Δεν κάνει διάλειμμα η ασχήμια, να το ξέρεις. / Λοιπόν, απλώσου μπροστά στην τηλεόραση / Κι άσε το μυαλό σου να λιώσει». (σελ. 72)

Η ειρωνεία και ο σαρκασμός ενεργοποιούν πρωτίστως το κοινωνικό – ταξικό υπογάστριο του ποιητή. Και όποτε αγγίζει τη συγκεκριμένη θεματική, υιοθετεί, ουδόλως εσφαλμένα, την ίδια υφολογική προσέγγιση: «Απ’ το μεροκάματο δεν είδε προκοπή ουδείς · / Πόσο μάλλον οι εργασιομανείς · / Αυτοί πια, έχουν πεθάνει / Και δεν τους το ‘χει σφυρίζει κανείς». (σελ. 31)

Στο ίδιο θεματικό μα και υφολογικό επίπεδο και το απόσπασμα που ακολουθεί: «Σύντροφοι καταναλωτές: / Εμπρός για τη μεγάλη ουρά / Της προσδοκίας / Των φανταχτερών προσφορών / Στα κλιματιστικά της αλλοτρίωσης. / Η εξομοίωση και η ισότητα / Τα ινδάλματά μας. / Ας λουστούμε στα νάματα της ιδιωτείας. / Βάσανος η σκέψη. / Τιμή και δόξα στα στερεότυπα…». (σελ. 33)

Ο Κ.Μ. προβαίνει σε επισκόπηση της σύγχρονης επικαιρότητας, με δημοσιολογική οπτική γωνία θέασης, ως πολιτικός αναλυτής. Και εδώ, όπως στις πλείστες περιπτώσεις, το σαρκαστικό στοιχείο αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την ποιητική πραγμάτωση: «Το πετρέλαιο στερεύει, / ο θάνατος είναι αναγκαίος, / η εθνοκάθαρση επιβάλλεται. / Οι τρομοκράτες ανοίγουν τον δρόμο / για να περάσουν οι πολιτισμένοι Πλανητάρχες. / Και τώρα, τι θα βλέπουμε στα Δελτία Ειδήσεων; / Οι δημοσιογράφοι, είναι ευφάνταστα πλάσματα · / κάτι θα βρουν να μας τρομάξουν…». (σελ. 69)

Η κριτική του Κ.Μ. στα πιο πολιτικά ποιήματά του που είναι συνάμα και κυπροκεντρικά είναι ακόμα πιο σκληρή και δριμεία, αθυρόστομη και κατά κάποιο τρόπο «βλάσφημη». Δεν χαρίζεται ούτε στα ιερά τοτέμ της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας, Μακάριο και Γρίβα: «Οι δύο Χίτες έφεραν / Σε μας Δημοκρατία… / Μα πώς να μην ευημερεί / Ετούτο το νησί / Που ευλογημένοι απόγονοι / Σε κράτος κι εκκλησία, / Κάνουν τρανά μνημόσυνα / Σε τάφο λαοκρατίας…». (σελ. 86)

Στο ίδιο τέμπο ο ποιητής επιθυμεί να σοκάρει τον αναγνώστη του. Ενδεικτικά παραθέτω μόνο τον τίτλο συναφούς ποιήματος: «Δεν ξεχνώ και αυνανίζομαι». (σελ. 87)

Καταλήγω όμως με την ερωτική θεματική του Κ.Μ. Τα συναφή ποιήματά του φέρνουν κάτι από την πνοή του Εμπειρίκου και του Μπουκόφσκι, που ασφαλώς τούς έχει διαβάσει. Η σαρκική ηδονή αποτελεί το κύριο έναυσμα των σχετικών εμπνεύσεών του: «Η Πλάση περιγελά τους ανέραστους… / …Ως κι οι καλόγεροι εν στύσει αγάλλονται. / Οι μιξοπαρθένες ενταφιάζονται δίχως ελπίδα». (σελ. 35)

Στο συγκεκριμένο θεματικό επίπεδο, ο ποιητής – δεν γνωρίζω για ποιο λόγο – προσπαθεί να εντυπωσιάσει με υπερβολές, προκλητικές λέξεις, ύβρεις και αργκό της καθομιλουμένης. Θεωρώ ταπεινά ότι η συγκεκριμένη προσπάθεια μάλλον θα πρέπει να καταγραφεί ως πλεονασματική – πληθωρική υπερπροσπάθεια: «Η μοναξιά είναι πουτάνα / που γελάει / καθώς ανοίγει τα πόδια της. / Είναι γαμιόλης αστυνομικός / που σου βαράει πρόστιμο / για καμένη λάμπα στ’ αμάξι». (σελ. 27)

Παρ’ ολ’ αυτά, ο ποιητής, με το σκληρό και ωμό λεξιλόγιο του, αγγίζει σοκαριστικές αλήθειες. Θέτει επιτυχώς στο κλισιοσκόπιό του την εξαχρείωση, τη μοναξιά, τη σεξουαλική καταπίεση, τη διαστροφή και το βαθύ ψυχικό πόνο που προκαλεί η κενότητα μαζί με μιαν ατέρμονη θλίψη: «Γεροντοκόρες σαπίζουνε στα πατρικά τους σπίτια. / Σαραντάχρονα παιδοβούβαλα αυνανίζονται στα παιδικά τους δωμάτια. / Γριές μαμάδες σε ρόλο νταντάς. / Μπαμπάδες ερωτευμένοι με την τριαντάρα, ανύπαντρη κόρη… / …Κι ηλεκτρονικές τσούλες να παρέχουν λυσσασμένα ανακούφιση…». (σελ. 42)

Τέλος, να πω ότι συμμερίζομαι τον προβληματισμό της Αλεξάνδρας Ζαμπά που προλογίζει το βιβλίο και κάνει λόγο για αντιλογοτεχνικό χαρακτήρα στην ποίηση του Κ.Μ. (σελ. 10) Αυτό, έστω αραιά και που, πιστεύω ότι όντως συμβαίνει.

[email protected]