Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή Πατρίδας Οράματα. Εκδόσεις ΑΝΕΥ, 2021

Η Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή δεν καταγράφει μόνο την ευδόκιμη σταδιοδρομία της σε πολιτειακά αξιώματα, πολυσχιδείς πολιτικοκοινωνικές δράσεις και τιμητικές διακρίσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό, αλλά και τις υπαρξιακές της αναζητήσεις στους δρόμους της ποίησης, που, κατά τον Καβάφη, οδηγούν «εις των ιδεών την πόλι». Στη σκέψη της και στην καρδιά της δεσπόζει η Κύπρος της μακραίωνης Ιστορίας και της πολύπαθης Τραγωδίας, των ιστορικών περιπετειών και των τραγικών δεινών, των διαχρονικών αγώνων και των εναγώνιων προσδοκιών, όπως εμφαίνουν οι τίτλοι των δύο ποιητικών της συλλογών, «Το Χάλκινο Νησί» (1978) και «Πατρίδας Οράματα» (2021). Εμβληματικό το σχέδιο της Όλγας Κοζάκου-Τσιάρα, που φιλοτεχνεί το εξώφυλλο της παρούσας έκδοσης, αποδίδοντας εικαστικά την προσήμανση και τα σημαινόμενά της.  

Αποστάγματα φιλοσοφημένης περίσκεψης και εύληπτης διαύγειας, οραματικών εμπνεύσεων και ευσύνοπτων νουνεχών υποδείξεων οι ώριμοι καρποί της νέας της συγκομιδής, που συναρθρώνει 35 ποιήματα ποικιλόστιχης έκτασης. Προϊδεαστικά των επί μέρους νοηματοδοτήσεων και επισημάνσεων τα πρώτα δύο ποιήματα, που επιγράφονται «Ευλογημένο Νησί» και «Της Πατρίδας» ως θεματική προέκταση της πρώτης συλλογής και ως εισαγωγική εξαγγελία της δεύτερης. Ενδεικτική αντιστοίχως η παράθεση των ακροτελεύτιων και των εναρκτήριων στίχων: «Ευλογημένο χώμα,/ Ευλογημένο νησί,/ Ευλογημένη/ η ώρα του γυρισμού.». «Δεν λιγοστεύουν τα τραγούδια μας,/ Δεν σωπαίνει η κραυγή μας,/ όσο κι αν ξεσκίζονται τα όνειρα,/ όσο κι αν η δίψα για φως/ στεγνώνει το στήθος.».

Τα επόμενα έξι ποιήματα, παρότι αναφέροντα σε συγκεκριμένους τόπους της διαίρεσης, της κατοχής, της αιχμαλωσίας, του εγκλωβισμού και του νόστου, παραπέμπουν συνεκδοχικά σε όλες τις δορυάλωτες πόλεις και τα τουρκοσκλαβωμένα χωριά μας. Σταχυολογούμε θραύσματα από τις μνήμες της οδύνης και του σπαραγμού, τις ανεπούλωτες πληγές και τις φρούδες υποσχέσεις, αλλά και την απαντοχή της εμμονής για τον ερχομό των μελλοντικών ημερών: «Εδώ στη μοιρασμένη πολιτεία,/ σε καλώ να βαδίσουμε./ Να κουβαλήσουμε τις μνήμες του χθες,/ σε γειτονιές που μοσχοβολούσαν/ απ’ την αλλιώτικη ευωδιά της ειρήνης,/ με κατοίκους που πορεύονταν ανέμελα/ σε δρόμους που δεν τεμαχίζονταν.» («Λευκωσία»). «Θλιμμένη πολιτεία,/ Αμμόχωστος,/ αναζητώ την ανάστασή σου.» («Αμμόχωστος»). «Πολιτεία του θρήνου,/ της τέλειας προσμονής,/ Πολιτεία,/ της υπέρτατης σιωπής/ των πληγωμένων ονείρων!» («Αιχμάλωτη πολιτεία»). «Και οι μύθοι ξεδιπλώνονταν/ στης Σαλαμίνας τα βουβά αγάλματα,/ στήνοντας ξέφρενο χορό/ σ’ ένα μακρόσυρτο σεργιάνι.» («Τα αγάλματα της Σαλαμίνας»). «Σε προσκυνώ Καρπασία,/ Αρχόντισσα,/ Αγία,/ σε δοξάζω.» («Αγία Καρπασία»). «Μη μου δίνεις άλλες ελπίδες./ Αυτές που έχω τις φυλάω προσεκτικά/ στο κουτί της αφθαρσίας,/ μαζί με τις παγκόσμιες υποσχέσεις,/ τα φανταχτερά λόγια,/ που ηχούν κενά, σε κάθε εκδήλωση,/ σε κάθε επέτειο.» («Αλασία»).

H ποιήτρια, ωστόσο, παρά τα όσα δυσοίωνα μηνύματα και τις όποιες απογοητευτικές διαπιστώσεις, δεν αποκόπτει τη σθεναρή της πίστη από τις «ρίζες μας», σύμφωνα με το ομώνυμο ποίημα, καθότι εισχωρούν βαθιά στο γηγενές χώμα, το σπαρμένο και οργωμένο με «το αέναο γινάτι της φυλής», προσβλέποντας στην «έκλαμπρη ανάσταση». Μα μέχρι να φανεί, ο πόνος απροσμέτρητος, που μοιράζεται με τον «Αδελφό Djelal», καθώς γειτόνευαν τα σπίτια μαζί με τις καρδιές, όμως «οι έμποροι του διαχωρισμού/ πούλησαν την ενότητα της πατρίδας/ για τριάντα αργύρια», η οποία «είναι παράλογο να μένει μοιρασμένη.». Θρήνος, ολολυγμός και οιμωγή ως σε κομμό αρχαίου δράματος, υψώνεται σε καταγγελτική κραυγή διαμαρτυρίας για την αδικία της προδοσίας, ώσπου τα οράματα να γίνουν πράξη δικαιοσύνης και έως ότου «θα ξεδιπλώσουν στον ορίζοντα/ το φως της Ειρήνης», όπως διαμηνύουν οι στίχοι άλλων ποιημάτων.

Και αν με μεταφορικούς συμβολισμούς και περιγραφικές εικόνες εύγλωττων αλληγορικών συνειρμών ξετυλίγει «Το νήμα της μοίρας», με σαφήνεια ακριβολογίας και συνείδηση πραγματιστικού αναστοχασμού διευρύνει την οπτική της ανθρωποκεντρικής της όρασης. Απερίφραστο το νόημα της προσωπικής δήλωσης και ενσυναίσθητη συγχρόνως η φωνή παραινετικής έκκλησης: «Επιλέγω να ελπίζω στον άνθρωπο». Γιατί πίσω από «Τα τείχη» του διαχωρισμού και μέσα στη «σκληράδα του νου», δίπλα στην «Ακινησία» της αναμονής και κάτω από την απερίσκεπτη «Αμεριμνησία του χρόνου», ανακαλώντας «Τα περιστέρια» των φερώνυμων ποιημάτων, με εύλογο παράπονο ομολογεί την πληγή του ασφυκτικού κλοιού. Και ενώ διαπορεί στο αδιέξοδο του βασανιστικού τέλματος, υπογράφει ταυτόχρονα τη διαβεβαίωση της απόφανσής της: «Τούτη η παράξενη σιωπή με πληγώνει./ Και τα περιστέρια;/ Αν πετούσαν τα περιστέρια/ θα έφερναν, τουλάχιστον,/ κάποια μηνύματα».

Διατρανώνει, εντούτοις, όχι απλώς την «Πρόβλεψη» περιστασιακών αντανακλαστικών, αλλά τους καλούς οιωνούς της αλάθητης όρασης και της ισχυρής βούλησης, που υπαγορεύουν «Τα οράματα» στο ομότιτλο ποίημα σε συνήχηση με τον τίτλο βιβλίου και το επεξηγηματικό του πρόταγμα, ήτοι της Πατρίδας ως της μόνης πηγής στον δρόμο της αλήθειας, της ιστορικής μνήμης και της αγωνιστικής αφύπνισης. Επισημαίνει μεταξύ άλλων καίριων στοχεύσεων η ποιήτρια: «Βλέπω τα μεγάλα οράματα/ να γίνονται ηγέτες του αύριο./[…]/ Βλέπω τους σφραγισμένους δρόμους,/ ν’ ανοίγουν διάπλατοι./[…]/ Βλέπω τους στρατιώτες/ να πετάνε τα όπλα τους.». Εξ ου και τα αντιπολεμικά της ποιήματα στις τελευταίες σελίδες της συλλογής. Προηγείται, ωστόσο, το κέλευσμα και η προτροπή της υπόμνησης στο προοίμιο και τον επίλογο του ποιήματός της «Αγωνιστικό»: «Υψώστε τη φωνή/ ώσπου οι χορδές να ματώσουν,/ τεντώστε το κορμί/ ώσπου η ψυχή να θεριέψει./[…]/ Μη λησμονάτε/ πως στη μυλόπετρα του πόνου/ αλέθεται το στάρι της λευτεριάς.».

Μια ποίηση στρατευμένη στο όνομα της πατρίδας, για να συνεχίσει να οραματίζεται το αύριο των καλύτερων ημερών και το μέλλον των παιδιών της.