«Σκοπευτήριο» του Μιχάλη Παπαδόπουλου σε σκηνοθεσία Μαρίας Μανναρίδου – Καρσερά.

Δεν ξέρω αν ο Μιχάλης Παπαδόπουλος έχει βάλει πλώρη για την περίληψή του σε κάποιο βιβλίο με παγκόσμια ρεκόρ, αλλά το σίγουρο είναι ότι για τον δικό μας θεατρικό μικρόκοσμο αποτελεί ένα φαινόμενο. Ζωγράφος και εκπαιδευτικός ο ίδιος, εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά στο πεδίο της θεατρικής γραφής και μέσα σε λιγότερο από οκτώ χρόνια έχει δει καμιά εικοσαριά (διαφορετικά) έργα του να βρίσκουν τον δρόμο για τη σκηνή σε Κύπρο, αλλά και σε Ελλάδα. 

Και μιλάμε για έργα τόσο ποικίλης θεματολογίας, ύφους και μορφής που κάθε φορά σε ξαφνιάζουν. Από κωμωδίες, τραγωδίες, ντοκουδράματα, σάτιρες, μέχρι αστυνομικά, πολιτικά, ιστορικά. Έχουμε δει να μπαίνουν στο μικροσκόπιό του από τη Θάτσερ μέχρι τον Στάλιν και κυρίως να μετατρέπονται σε ολοζώντανη θεατρική πράξη ακανθώδη και κομβικά –γι’ αυτό και μάλλον απλησίαστα- ορόσημα της πρόσφατης και σύγχρονης ιστορίας του τόπου. Κι όλα αυτά σε μονολόγους, ντουέτα και πολυπρόσωπες παραγωγές, τη στιγμή που ο δημιουργός δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται να κατασταλλάξει σε κάποιο συγκεκριμένο στιλ γραφής.

Δεν μπορούμε, βέβαια, να πούμε ότι όλα τα έργα του είναι ολοκληρωμένα και εμβληματικά, ούτε ότι ευτύχησαν στον απόλυτο βαθμό από τη σκηνική τους επιτέλεση. Δεν νομίζω, άλλωστε ότι υπάρχει ανά το παγκόσμιο έστω ένας θεατρικός συγγραφέας που μπορεί να το ισχυριστεί αυτό. Ο ίδιος, όχι μόνο δεν πτοείται, αλλά είναι λες κι ότι από τότε που βρήκε ένα τόσο γόνιμο βήμα έκφρασης έχει βαλθεί αυτόκλητα να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη θεατρική μας πραγματικότητα. Να προσφέρει στη θεατρική παραγωγή μια γραφή ζώσα, βγαλμένη από το καμίνι της φλέγουσας επικαιρότητας. 

Τη φορά αυτή εμπλέκεται σε έναν ρεπερτοριακό διάλογο μεταξύ της Σόλο για Τρεις και του Αντίλογου και καταπιάνεται με θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη –των κοινωνικών δικτύων και των δικτυακών κοινωνιών- σχεδόν σε πραγματικό χρόνο: όπως είναι οι ρατσιστικές επιθέσεις σε Λεμεσό και Χλώρακα, η εκατόμβη των μεταναστών της Πύλου, το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, το νέο κύμα ομοφοβίας που φούντωσε με αφορμή το ελληνικό νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Ενσταλλάζει τις ιδέες του στο κείμενο για να διερευνήσει τις αντοχές της κοινωνίας απέναντι στη διαφορετικότητα.

Ο τίτλος και το αφηγηματικό του πρόσχημα εδράζει στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το «θυσιαστήριο της λευτεριάς» όπου πριν από 80 χρόνια, την Πρωτομαγιά του 1944, τυφεκίστηκαν ως αντίποινα από τους Γερμανούς κατακτητές 200 κομμουνιστές και παραμένει μέχρι σήμερα διαχρονικό και πανανθρώπινο σύμβολο αντίστασης και αγώνα κατά του ναζισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης για της επόμενες γενιές. 

Είναι όμως όντως έτσι τα πράγματα; Δεν θα έπρεπε η ιερή αυτή περιοχή με την τόσο ξεχωριστή και αιματοβαμμένη ιστορία να είναι μια προοδευτική γειτονιά, πλήρως ανθεκτική σε φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές; Από εκεί πιάνει το νήμα ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, που καταθέτει ένα οικογενειακό έπος σε τέσσερις τοίχους, ένα μεσοαστικό «σπιρτόκουτο».

Προφανώς με τα χρόνια η γραφίδα του ωριμάζει, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει πράγματι να έχει αποβάλλει σε μεγάλο βαθμό παθογένειες που οφείλονται στη βιασύνη και την παρορμητικότητα. Μελέτησε από τη σωστή σκοπιά τα γεγονότα, ερεύνησε από πρώτο χέρι, απέφυγε ανακρίβειες, ευκολίες και υπεραπλουστεύσεις, καθώς και τα πολλά παρενθετικά ανοίγματα, εστιάζοντας στους συγκεκριμένους στόχους. Παράλληλα, έδωσε σωστό ρυθμό και πειστική δραματουργική πνοή, βοηθώντας τόσο τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Μαρίας Μανναρίδου Καρσερά, όσο και την ερμηνευτική προσοικείωση των τριών ηθοποιών. 

Με τον ιστορικά και ιδεολογικά φορτισμένο χώρο του Σκοπευτηρίου στο φόντο, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος αδράχνει τον πυρήνα του μύθου του από το επιτακτικό Τώρα για να παρουσιάσει από την ίδια εκκίνηση και μέσα στο ίδιο πλαίσιο δύο εκ διαμέτρου αντίθετες παραλλαγές του έφηβου γιου. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν «απλώνεται» αφηγηματικά, αλλά συγκρατεί την οικονομία της πλοκής με όχημα το εύρημα της «διπλής εκδοχής», με την οποία, προσπαθώντας γενναία να αποφύγει τον διδακτισμό, μοιάζει να θέτει στον θεατή το ερώτημα: εσύ τι θα προτιμούσες; Να ήταν θύτης ρατσιστικής επίθεσης ή θύμα ομοφοβικής βίας;

Σε κάθε περίπτωση οι γονείς εκπλήσσονται από το πόσο λίγο γνωρίζουν το παιδί τους και καλούνται να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα και -όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται αυτό- δεν είχαν καν ψυλλιαστεί τι συμβαίνει όλο αυτό τον καιρό μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. 

Η Μαρία Καρσερά αξιοποιεί κάθε γωνιά του Θεάτρου Χώρα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο τέμπο και στη ρύθμιση των σκηνικών θερμοκρασιών, με τους ηθοποιούς να ανταποκρίνονται με σφιχτή υποκριτική ροή και οξυμμένες ψυχολογικές παρατηρήσεις στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Το πιο δύσκολο καθήκον είχε ο Μιχάλης Καζάκας, ηθοποιός της νέας γενιάς που όμως γεννήθηκε μέσα στο θέατρο, δοκιμάστηκε στο σανίδι από τα παιδικάτα του και διαθέτει τη θεατρική παιδεία για ν’ ανταποκριθεί σε έναν διττό, αντίστροφο ρόλο.

Η Χριστίνα Χριστόφια πλάθει με ευκρίνεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα μιας μητέρας, που έχει χάσει τον μπούσουλα ανάμεσα στην εξακολουθητική πρόκληση της επαγγελματικής καριέρας και την αδρανοποίηση της προσωπικής ζωής. Ο Χάρης Κκολός προτάσσει πιο έντονα το αριστερό «παρελθόν» του χαρακτήρα του, ο οποίος παλεύει να αντιμετωπίσει την εκδίκηση του… διαννοούμενου εαυτού του και να διατηρήσει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Η συγχορδία του αποξενωμένου ζευγαριού λειτουργεί αποτελεσματικά, τόσο πριν το αιφνιδιαστικό αναποδογύρισμα που φέρνει η έλευση του γιου στο σπίτι, όσο και κατά τη «διαχείριση» της κρίσης. 

Ο συγγραφέας φιλοδοξεί να καταστήσει κατανοητή και αληθοφανή την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων και ως προσωποποίηση μιας φυγόπονης κοινωνίας, που αψηφά τις αλήθειες της μέχρι να πέσουν στο κεφάλι της. Η σπουδή του να εξιχνιάσει τα βασικά ερωτήματα που τίθενται στο έργο, καθιστά την απόπειρα έναν βατήρα νέων δραματουργικών διαδρομών. Αλλά δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά του. 

Ελεύθερα, 3.3.2024