Αγγέλα Καϊμακλιώτη, «Λυκόσκυλα», εκδόσεις Βακχικόν, 2024.
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, εδώ και πολλά χρόνια, ακολουθεί μια εμφανώς ανοδική εξελικτική πορεία. Διευρύνεται συνεχώς η ποικιλομορφία των εκφραστικών της τρόπων. Οι μονοσήμαντες προσεγγίσεις αντικαθίστανται από πολυσήμαντες και πλουραλιστικές.
Η αμφισημία και η πολυσημία αποκτούν δεσπόζουσα θέση στην ποιητική της, ενώ η αλληγορία πρυτανεύει ολοένα και περισσότερο. Βελτιωμένη παρουσιάζεται και η αρχιτεκτονική δόμηση των στίχων της, είναι πιο προσεγμένη, αρμονική και συμμετρική.
Στη νέα συλλογή της που τιτλοφορείται «Λυκόσκυλα» η Α.Κ μιλά αλληγορικά περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η πανίδα του τόπου, σκυλιά, φίδια, άλογα, γατιά – επιστρατεύεται όχι απλώς ως φορέας ενστίκτων, αλλά και φορέας συναισθημάτων, ενίοτε και στοχεύσεων. Παντού βέβαια υποβόσκει η αμφιβολία, η αμφισβήτηση κι ένας ψόγος πικρός: «Δεν υπάρχει ζωή στα εκτροφεία / είναι πλάνη, μια αισχρή δυστοπία, / όσα δείχνει ο βυθός στον καθρέφτη». (σελ. 14)

Μίλησα στην αρχή για την αισθητική αξιοποίηση της οποίας τυγχάνει η πανίδα του νησιού μας στο νέο βιβλίο της Α.Κ., αλλά και η χλωρίδα δεν πάει πίσω. Είναι πηγή έμπνευσης, ανάτασης και ομορφιάς. Ιδού ένα απόσπασμα από ποίημα – σάλπισμα, κάλεσμα για μετάληψη στη σαγήνη της ελπίδας που γεννά η νιότη και η φύση: «Και πλέξαμε μαγιάτικο στεφάνι / σαν έκαναν αρχαίες / της Μεσογείου γυναίκες. / Το λασμαρί της θάλασσας / και τ’ ουρανού το κυπαρίσσι. / Γεράνια για την Κύπριδα / τ’ αειθαλή κλαδιά της μυρσινιάς / και τους ανθούς της λεμονιάς». (σελ. 19)
Στο ίδιο θεματικό τέμπο κι ένα δοξαστικό για τη γη, που θυμίζει κάτι αντίστοιχο από το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη: «Χαίρε, Μητέρα μου Γη. / Η γεωργός, η τροφός, / του ουρανού το στερέωμα. / Εσύ το βάθος απέθαντο, / της σελήνης η ρίζα. / Η Μήτρα εσύ / ζωοφόρος, / πηγή του νερού, / του καρπού / και του σπόρου». (σελ. 22)
Θέλω με ικανοποίηση να σημειώσω ότι διαπιστώνω και μια αισθητή διαφοροποίηση στην αντικατοχική ποίηση της Α.Κ. Οι στίχοι της έγιναν λιγότερο διακηρυκτικοί, οι ρητορισμοί ελέγχθηκαν καλύτερα και οι κατηγορηματικοί αφορισμοί εξέλειπαν. Η αμφιβολία, η αμφισβήτηση θεωρώ πως πλέον καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο και σε αυτή τη θεματική. Τα όσα υποστηρίζω πιο πάνω είναι, πιστεύω, ιδιαιτέρως διακριτά στο ποίημα «Μικρό μπαλκόνι στα Λιμνιά» (σελ. 26-27) που αφιερώνεται στη μνήμη του Παντελή Μηχανικού.
Στο ποίημα «Famagusta touring» η ποιήτρια διακωμωδεί, χλευάζει, καυτηριάζει και οργίζεται με την τουριστικοποίηση της εγκαταλειμμένης κατεχόμενης Αμμοχώστου. Η χρησιμοποίηση της περίκλειστης πόλης ως αξιοθέατου για ξένους, ενδεχομένως και ημεδαπούς, περιηγητές, είναι κάτι που πληγώνει βαθύτατα. Αυτή η πίκρα βρίσκει διέξοδο στους στίχους: «Attention – Το κτίριο / μπορεί να καταρρεύσει! / Αλλόθροα τα πλήθη συρρέουν / κέραμοι – λίθοι – πλίνθοι / η λήθη – ατάκτως / εκτάκτως – η αταξία / ως ίωση – Attention… /…Παρακαλώ για μια σέλφι! / Στο αμφίρροπο φόντο / ανατέλλει ένα κρίνο / ανατέλλει τη νύχτα». (σελ. 24-25).
Ανάλογο ύφος και προσέγγιση έχει και το ποίημα «Capo Bonandrea» (σελ. 29) στο οποίο η Α.Κ. πραγματεύεται την εμπορευματοποίηση του Μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα. Κι εδώ αντικρίζουμε μια θέαση των πραγματικοτήτων με σπαραγμό ψυχής, πικρή ειρωνεία και σαρκασμό: «…πορτιέρηδες ζητούν συσσίτιο στα διόδια / για της τουριστικής ορθοδοξίας το πανηγύρι. /…θερμά ντελάλισαν οι μικροπωλητές / για δέκα ευρώ τα σουβενίρ σε πάγκους. /…Λευκές λαμπάδες, λόγια μυστικά κι ευχές / για ένα ευρώ κερί, παράκληση και τάμα…».
Η πορεία αισθητικής ωρίμανσης που ακολουθεί η Α.Κ. εδώ και χρόνια, με συνέπεια, μόχθο και προσήλωση, είναι πασίδηλη και στα ποιητολογικά της ποιήματα. Ύψιστο ποίημα ποιητικής, στη συλλογή θεωρώ το «Δούρεια φερέφωνα» (σελ. 37) όπου η ποιήτρια αξιοποιεί τη στιλιστική της γλώσσας, τη γραμματική, ακόμη και τη σύνταξη, προκειμένου να καταθέσει τις ποιητολογικές της απόψεις: «Πρωτίστως τα ρήματα. / Αυτά ευθύνονται / για τη διακόρευση της αλήθειας. / Κυρίως οι χρόνοι τους / μέλλοντες συντελεσμένοι. / Και η φωνή τους / ενίοτε παθητική». Όλα έχουν την ποιητική τους διάσταση, ρήματα, προθέσεις, αντωνυμίες. Αυτές χαρακτηρίζει: «Θεραπαινίδες της ασάφειας. / Δούρεια φερέφωνα».
Ποίημα ποιητικής θεωρώ και αυτό που η Α.Κ. αφιερώνει στην αποβιώσασα ομότεχνή της Έλενα Τουμαζή, υπό τον τίτλο: «Συνομιλία για την ωμή λεία». (σελ. 18) Εδώ πιστεύω ότι υμνείται η εκρηκτικότητα των υπόγειων δυνάμεων και διαδρομών της ποίησης, όπως επίσης και η ενδοσκόπηση ως μία λεωφόρος ποιητικής: «Πάντα να ξέρεις στην υπομονή / φωλιάζει η γνώση. / Να βλέπεις μέσα όχι απέξω. / Να ακούς τη μελωδία που δομεί τη λέξη. / Τον ήχο που πυροδοτεί / του μίτου την ανάφλεξη».
Στα ποιήματα ποιητικής όμως εμφιλοχωρεί συχνά και ο ψόγος, η κριτική και η αυτοκριτική. Η Α.Κ. δεν εκφεύγει του κανόνα. Στο ποίημα «Meta-ποίηση» (σελ. 42-43) με εκρηκτικότητα, φαντασία, παραστατικότητα, ευκρίνεια και ευθυβολία στους στόχους αναφέρεται στην «κάστα» των ποιητών χωρίς να κρύβει λόγια. Ο ψόγος της σαρκαστικός, καυστικός, γεμάτος ειρωνεία, ενδεχομένως και πίκρα: «Μάθε πως ρίχνονται / οι ποιητές στην ανακύκλωση. / Ξεχωριστά οι χάρτινοι από τους τενεκέδες, / εδώ οι πλαστικοί, εκεί τα μείγματα. / Αλλού οι τοξικοί, εκείνοι με τις μπαταρίες… / …Πλούσιο, σκούρο, άοσμο και θριφτό / τέλειο λίπασμα για την ανθοφορία / νάρκισσων και αναρριχητικών».
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με κάτι από τη σύγχρονη, επικαιρική θεματική της Α.Κ. ένα αλληλέγγυο μήνυμα για τους πρόσφυγες που χάνονται κάθε χρόνο στα νερά της Μεσογείου. Εδώ η ποιήτρια πετυχαίνει μια σύζευξη ουμανισμού – λυρισμού αποπνέοντας μια θλιβερή μα συνάμα και παρήγορη αύρα: «Και η βροχή αριστερός / ιεροψάλτης βυζαντινός, / θρηνεί και πλέει και μνέει / κάθε μεσόγειο φθινόπωρο. / Δι’ ευχών των πνιγμένων». (σελ. 36)