Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή, «Στη λάμψη του έρωτα», εκδόσεις Ιωλκός, 2024.
Η Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή, διακεκριμένη διπλωμάτης καριέρας και υπουργός επί δύο διαφορετικών διακυβερνήσεων της χώρας, δεν άφησε ποτέ να ατονήσει το ενδιαφέρον κι η αγάπη της για την ποίηση, ούτε και η έφεσή της στο γράψιμο.
Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή στην ανατολή της επαγγελματικής της καριέρας και μια στη δύση της, «Το χάλκινο νησί» το 1978 και «Πατρίδας οράματα» το 2021. Η υπό παρουσίαση συλλογή «Στη λάμψη του έρωτα» του 2024, είναι το τρίτο στη σειρά μα και πρώτο μονοθεματικό έργο της, αφιερωμένο εξολοκλήρου στον έρωτα.

Η ερωτική ποίηση της Ε.Κ.Μ. έχει ιδεαλιστικό χαρακτήρα, λυρικό υπόβαθρο, ευκρινή, στιβαρά και σταθερά σύμβολα. Τα κύρια σύμβολά της είναι η καρδιά, τα μάτια, τα μαλλιά, η θάλασσα, το φεγγάρι, ο ουρανός. Είναι σύμβολα διάφανα και μονοσήμαντα. Δεν επιδέχονται αμφισημίες, πολυσημίες ή άλλης μορφής σκοτεινότητα. Θα έλεγα ότι σε όλο το βιβλίο η Ε.Κ.Μ. επιχειρεί μιαν υπόγεια, ενδεχομένως και υποσυνείδητη, συνομιλία με την αριστουργηματική «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου.
Το όλο έργο είναι δοξαστικό, υμνητικό για τον έρωτα. Εκθειάζονται οι αρετές, υμνούνται οι χάρες του, δοξολογούνται οι ηδονές του. Ο έρωτας είναι αναγεννησιακός και ζωοδόχος: «Και καθώς θα κρατάς τα δικά μου τα χέρια, / θα γεννηθεί απ’ τα μάτια μας μέσα / το καινούργιο φεγγάρι». (σελ. 13)
Η Ε.Κ.Μ. τρέφει και ανατροφοδοτεί το ερωτικό της φίλτρο μέσα από τη νοσταλγία, τη μνήμη και τις γλυκές αναμνήσεις. Όλες οι αναφορές της έχουν λυτρωτικό χαρακτήρα: «Κλείνομαι στο αστείρευτο πηγάδι της μνήμης / και σβήνω τις φλόγες του νου με δάκρυα χαράς». (σελ. 20)
Η ποιήτρια ταυτίζει τον έρωτα με τη χαρά, τη δημιουργία, με τα χρώματα και τ’ αρώματα της Άνοιξης. Τον εξιδανικεύει και τον υμνεί δοξαστικά: «Ερωτευμένη πεταλούδα η καρδιά / σεργιανίζει αλόγιστα, / γεύεται τους μυρωμένους ανθούς, / που φύτεψες βαθιά / με τον σπόρο του έρωτα / στον πυρήνα της ύπαρξής μου». (σελ. 21)
Η Ε.Κ.Μ. θεματοποιεί και το δόσιμο που διεγείρουν τα ερωτικά σκιρτήματα, την αυτοθυσία που προϋποθέτει η ερωτική προσήλωση και αφοσίωση. Η πληθωριστική, πλεονασματική αυτή προσέγγιση είναι αρκούντως εύγλωττη: «όταν εσύ έχεις προδοθεί κι εγώ σταυρώνομαι, / όταν εσύ πεθαίνεις κι εγώ έχω ήδη φύγει…». (σελ. 25)
Η ποιήτρια εμπνέεται από τη βεβαιότητα του επερχόμενου έρωτα, αλλά και από την διαχρονικότητα της ερωτικής προσμονής και πραγμάτωσης: «Παιδί σαν ήμουνα / ζούσα με την προσμονή της αγάπης σου, / τη χαρά που θα γεννιόταν μέσα μου / όταν σε συναντούσα… /…Ήλθες και σ΄ αναγνώρισα / όταν με άγγιξαν τα μάτια σου, / όταν μπήκες στον ναό της καρδιάς μου, / που για σένα έχτισα». (σελ. 29)
Οι λυρικές εικόνες στο βιβλίο της Ε.Κ.Μ. είναι αμέτρητες. Αυτό το δοξαστικό του έρωτα έργο, δεν χρειάζεται άλλη υφολογική προσέγγιση: «Τα μάτια σου / δυο κύκλοι θάλασσας βαθιάς / άγγιξαν τη χέρσα γη των ματιών μου». (σελ. 32)
Επαναλαμβάνω, τα μάτια, η καρδιά και η θάλασσα είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτού του έργου: «Στα μάτια σου / αγάπησα τη θάλασσα. / Είναι τόσο το βάθος τους / που πνίγομαι / στην απεραντοσύνη τους». (σελ. 49)
Η Ε.Κ.Μ., όταν βγαίνει από τους συμβατικούς, τους προβλεπτούς και στοιχειώδεις αισθητικούς δρόμους, πετυχαίνει ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτα αποτελέσματα. Τα στοιχεία της έκπληξης και του ασύνηθους πάντοτε αποφέρουν καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα. Ιδού ένα σχετικό δείγμα γραφής: «Της ψυχής τα νήματα / ιριδίζουν στου ήλιου τη λάμψη, / σαν σταγόνες βροχής / σε φωνές και οράματα / πλέκονται». (σελ. 67)
Η ποιήτρια παραμένει σταθερά απαρασάλευτη στο θεματικό επίκεντρο της συλλογής της, δεν παραβλεματίζει, ούτε εκφεύγει από αυτό ούτε στιγμή, δεν λοξοδρομεί ποτέ. Αυτό καθιστά το όλο έργο συμπαγές, ομοιογενές και προδιαγεγραμμένο. Θεωρώ πως κάποιες εμβόλιμες «εξωθεματικές» στιγμές θα εμπλούτιζαν περισσότερο το όλο έργο.
Τα αυστηρά θεματικά όρια έχουν πολλές αρετές, ενίοτε όμως λειτουργούν και περιοριστικά. Εντόπισα μία και μόνο «εξωθεματική» στιγμή στο όλο έργο, την οποία και θεωρώ από τις βαθύτερες εμπνεύσεις στο βιβλίο. Εκφεύγει της ερωτικής γραμμής και εγείρει υπέρτερα υπαρξιακά ερωτήματα: «Πόσο διάφανες οι λέξεις, / πόσο ρηχά τα νοήματα; / Πως μπορεί / να χωρέσει μέσα τους / το έρεβος μιας ψυχής;». (σελ. 58)
Συνολικά αποτιμώντας το έργο, θα έλεγα ότι είναι μια τίμια κατάθεση ψυχής. Δεν χαρακτηρίζεται ούτε από πόζα, ούτε από εντυπωσιοθηρία. Αδυναμίες εντοπίζω, δεν μπορώ να το κρύψω αυτό. Έχουν όλες να κάμουν με την έλλειψη συνεχούς και αδιάλειπτης τριβής με τα ποιητικά πράγματα. Όταν η συγγραφική πένα κρυώσει δεν είναι εύκολο πάντα να αναθερμανθεί πλήρως.
Από την άλλη το στερεότυπο του λόγου της διπλωματίας καθώς και του λόγου της πολιτικής, μοιραία, δεν μπορούν παρά να τραυματίσουν τη γλώσσα, το ύφος και το στυλ της λογοτεχνικής γραφής. Έτσι, αναπόφευκτα, μέσα στο βιβλίο εντοπίζονται ρητορισμοί, συμβατικές ή φθαρμένες από την πολλή χρήση μεταφορές, παρομοιώσεις, εκφράσεις που μάλλον διαβρώνουν παρά ενισχύουν το όλο αισθητικό αποτέλεσμα.
Όπως και να έχει, το βιβλίο είναι αξιέπαινο, καλώς γράφτηκε, προσθέτει στη λογοτεχνία του τόπου μας και αξίζει να διαβαστεί.