Όταν πρωτομίλησα για την Κύπρο στην τηλεόραση της ΕΡΤ, πάνε 50 χρόνια από τότε, ένα από τα πρώτα μηνύματα που πήρα ήταν από τον συνθέτη Μάνο Λοΐζο. Μου το διαβίβασε με τη Δάφνη Τζαφέρη, που σκηνοθετούσε τη σχετική εκπομπή.

Μπορεί ως έναυσμα να ήταν η κυπριακή καταγωγή του από  την πλευρά του πατέρα του, ωστόσο το μήνυμα τού σπουδαίου συνθέτη, εκτός από ευγένεια, είχε και περιεχόμενο. Tο θυμάμαι ως τώρα και για ένα ακόμη λόγο. Δεν έτυχε να τον γνωρίσω ποτέ κι αυτό συνιστά μια μικρή απογοήτευση. Περιορισμένος από επαγγελματικές υποχρεώσεις επί πολλές ώρες καθημερινά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον συναντήσω μέσα στο κλίμα των συναυλιών της Μεταπολίτευσης  στις οποίες συμμετείχε και να μιλήσουμε για όσα τουλάχιστον μου διαβίβασε.

Μετά ανέκυψε και το πρόβλημα υγείας που είχε και το οποίο τον είχε φέρει για θεραπεία ως τη Μόσχα. Όταν δυστυχώς έφυγε τού είχα κάνει ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στο οποίο μου μίλησε ο δημοσιογράφος και στενός του φίλος Λευτέρης Παπαδόπουλος, που ως ποιητής έχει αφήσει με τους στίχους του ένα σημαντικό πέρασμα στο χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, λοιπόν, μιλώντας για την ευχέρεια του Μάνου Λοΐζου να συνθέτει μελωδίες, που είναι διαχρονικά δημοφιλείς, μου είπε πως θα μπορούσε να μελοποιήσει ακόμη και τον τηλεφωνικό κατάλογο.

Θυμήθηκα αυτή την ιστορία για να δανειστώ την απροσδόκητη φράση του και να χαρακτηρίσω επιγραμματικά την ευχέρεια που έχει η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου να γράφει ποιήματα με ερέθισμα όχι τον τηλεφωνικό κατάλογο, αλλά κάτι ανάλογο· ακόμη και τις πιο μικρές και απίθανες αφορμές από την καθημερινότητα, ικανές να ανοίξουν στον αναγνώστη άλλους δρόμους θέασης των πραγμάτων.

Δεν είναι απλώς η ευχέρεια που έχει, η οποία οφείλεται στην ευρυμάθεια, στον εσωτερικό της πλούτο και στο επίμονα καλλιεργημένο ταλέντο της, αλλά και στο ότι μπορεί να διαβλέπει την άλλη όψη των φαινομένων, να διεισδύει σε περιοχές πέρα από το εύκολα προσιτό, να προσεγγίζει και το επιφαινόμενο με τρόπο που διευρύνει πολύπλευρα την ουσία, αθέατη εν πολλοίς, και να την καθιστά φανερή με υψηλή νοηματική καταγραφή για ευαίσθητους αποδέκτες.

Ζει αυτό που τη συγκινεί και το καταγράφει σε τέχνη με άγρυπνη ετοιμότητα, ως να έχει έμβλημα το παράγγελμα των Δελφών: «Τέχνην χρω». Ασκεί, δηλαδή, την τέχνη, η οποία, άλλωστε, είναι οικογενειακή υπόθεση. Η κόρη της η Ελένη Θεοδούλου είναι ζωγράφος, ο δε άνδρας της ήταν ο σημαντικός Κύπριος γλύπτης Θεόδουλος Θεοδούλου (1947-2008).

Αφορμή για την αναφορά αυτή στην πνευματική της προσωπικότητα και στην πολύπλευρη δραστηριότητά της στο χώρο του πολιτισμού στάθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή της «Τεκμήρια» και μια ειδική έκδοση υπό τον τίτλο «Ταξιδεύοντας στις Μικρασιατικές μνήμες» που κυκλοφόρησε ο δραστήριος Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου, του οποίου είναι ιδρύτρια και Πρόεδρος.

Η πρωτότυπη έκδοση συνίσταται από 50 φωτογραφίες στο μέγεθος της κλασικής «καρτ ποστάλ», του βυζαντινολόγου Χριστόδουλου Α. Χατζηχριστοδούλου με καταγωγή από τη Σμύρνη και του φωτογράφου και αγιογράφου Στέλιου Στυλιανού, μέλη και οι δυο του Συνδέσμου. Πρόκειται για μια φωτογραφική περιήγηση, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, στη γη των προγόνων των Μικρασιατών και στην από αιώνων ιστορία τους.

Η μνήμη κυριαρχεί. Αυτήν υπηρετεί ο Σύνδεσμος, αυτήν οι εκδόσεις του με τα ετήσια φιλολογικής περίπου και αρχειακής μορφής ημερολόγια με πληθώρα κειμένων, εγγράφων και φωτογραφιών απογόνων Μικρασιατών, που αποτελούν πλέον χρήσιμα τεκμήρια ιστορίας. Το ίδιο κάνουν και τα ανάλογα μνημεία που έχουν στηθεί πρώτα στη Λεμεσό και μετά στη Λευκωσία. Τη μνήμη συντηρούν και τα επιστημονικά συμπόσια που οργανώνει, όπως και η Μόνιμη Συλλογή Κειμηλίων του Μικρασιατικού Ελληνισμού, που παρουσιάζεται στο μουσείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.

Βασικός μοχλός αυτής της σταυροφοριακής, όπως αναδεικνύεται, κίνησης είναι η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, ως να το έχει κάνει τάμα στη ζωή της. Επιπλέον υπάρχει η προσωπική συνεισφορά της σε ποίηση και πεζό λόγο που αδιάκοπα και γόνιμα δημιουργεί, όπως και η συστηματική ανθολόγηση κειμένων Κυπρίων για την ευρύτερη αξιοποίηση του άξιου πνευματικού επιπέδου ενός μικρού τόπου που δημιουργεί διαχρονικά με εκφραστικό μέσο την ελληνική γλώσσα ή την τοπική της διάλεκτο.

Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου γεννήθηκε στη Λεμεσό και ασχολήθηκε με την εκπαίδευση ως φιλόλογος. Αφυπηρέτησε ως λυκειάρχης και από τη διευθυντική θέση της Συντονίστριας Σχολείων Πόλης και Επαρχίας Λεμεσού. Η καταγωγή των γονιών της είναι από την Αλλάγια (τη σημερινή Αλάνια των Τούρκων) στα νότια της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Την έχει επισκεφθεί, έχει διερευνήσει τις τοπικές παραδόσεις που υπήρχαν επί Ελλήνων κατοίκων της, τις έχει αποτυπώσει σε διάφορες μορφές λόγου και τις έχει εκδόσει.

Δυο αγάπες ρέουν στο αίμα της. Η πρώτη έχει το χρώμα της μνήμης που δεν το αφήνει να ξεθωριάσει, η άλλη έχει τη ζωντάνια της εγρήγορσης, με λόγο που ανακαλεί εν πολλοίς τη μνήμη, την οποίαν προεκτείνει στο σήμερα ως βιωματική αφετηρία που εξελίσσεται, δεν είναι παγωμένη στο χρόνο. Λειτουργεί σαν να έχει ως αξίωμα τη φράση του Αριστοτέλη ότι «η ποίηση είναι η επιστήμη της εμπειρίας», είτε γράφει ποίηση είτε δραστηριοποιείται σε άλλους τομείς με την ευαισθησία της ποιήτριας.

Πρωτότυπη κάθε φορά στα γραφτά της καινοτομεί και στη συλλογή της «Τεκμήρια», η οποία περιλαμβάνει 24 ενότητες, όσες και τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου, με τα οποία τιτλοφορεί την κάθε ενότητα. Η κάθε μια απ’ αυτές αποτελείται από 10 μονόγραμμες φράσεις. Η κάθε φράση είναι αυτόνομη, δεν έχει σχέση με την προηγούμενη, αναπνέει όμως στο ίδιο κλίμα.

Γοητεύεται από τη λέξη, από τον τρόπο που η λέξη υποβάλλει εικόνες, που ανακαλεί περασμένα, που προσκομίζει τρόπους ζωής, που εξάπτει αισθήματα, που διανοίγει ιδέες, που προξενούν συγκίνηση, που ανοίγουν παράθυρα.

Συχνά οι ποιητικές αξίες διατυπώνονται, κατά κάποιο τρόπο θεωρητικά και σε ανύποπτο χρόνο, από άλλους ομότεχνους σε μια παράλληλη κίνηση από την οποίαν προκύπτει μια ταύτιση απόψεων, όπως στην περίπτωση του κορυφαίου ποιητή των ημερών μας που γράφει στην ελληνική γλώσσα, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ο οποίος είπε ότι η «ποίηση είναι μια ακροβασία των λέξεων». Η ίδια θεωρεί την επιλογή των λέξεων ως «το δίχτυ σωτηρίας της ποίησης».

Ως δείγμα των «Τεκμηρίων» ακολουθούν οι δέκα γραμμές κάτω από το γράμμα ρ. Η κάθε γραμμή λειτουργεί ως το κλειδί για το άνοιγμα ποικίλων εντυπώσεων. Υπάρχει εδώ το κυνήγι της λέξης, η αναζήτηση της γοητείας της, η κορύφωση του λόγου που ηχεί σαν θαυμαστικό, σαν επιφώνημα, σαν περιστροφή, σαν παιγνίδισμα φωτός, σαν άκουσμα μοναξιάς, σαν συριγμός της φύσης, ό, τι, γενικά, μπορεί να εγείρει σε κάποιο βαθμό το θυμικό του αποδέκτη.                          

Το δράμα πίσω από το δράμα

Η κλίμακα της αυτογνωσίας

Ο οίκος των προγόνων

Αποδημία και παλλινόστηση

Η διαφάνεια, η διαύγεια, η αύρα

Τα βιώματα σε αφηγήσεις

Αλαφροϊσκιωτο τοπίο Μικρασία

Το βιβλίο και το ταξίδι

Οι άλλοι που δεν γίναμε

Τα απολιθώματα μνήμη του καιρού

 
Το εξώφυλο κοσμεί ένα έργο κεραμικής τέχνης του σημαντικού Κύπριου καλλιτέχνη Βαλεντίνου Χαραλάμπους.

Η μνήμη, λοιπόν, συνιστά μια βασική διάσταση του ποιητικού της έργου όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες, οι περιστάσεις, η ζωή που ανακυκλώνεται. Είναι μια πηγή στην οποίαν ακουμπά για να ξεδιψάσει, δίνοντας και στους άλλους κάτι από τη δροσιά της. Δεν καταφεύγει στη μνήμη για απλή αναπόληση, δεν παραμένει σ’ αυτήν μοιρολατρικά, τη φέρνει στο σήμερα, αφού τη βλέπει σαν τη βιβλική “βάτο” που καίει χωρίς να έχει τέλος, όπως το επαγγέλλεται στη συλλογή της «Και ταξιδεύοντας να μου γράφεις» (εκδόσεις Αρμίδα, Λευκωσία 2018): «… μετάξι να ξετυλίγεται η μνήμη, βάτος άκαυτη…».

Η επιγραμματικότητα με το συμπυκνωμένο νόημα απαντάται συχνά στη γραφή της. Η μνήμη λειτουργεί ως δύναμη δημιουργίας. Σαν να έκανε δική της επιδίωξη τη γνωστή ρήση “αν ξεχάσουμε εμείς, τότε θα μας ξεχάσουν και οι άλλοι”. Δεν λειτουργεί όμως πολιτικά, ούτε “πατριωτικά”, με τη στενή και τυφλή, εν πολλοίς, σημασία της λέξης, αλλά ανθρώπινα, μπορεί και πανανθρώπινα.  Η ρίζα της μικρασιατικής καταγωγής και το βίωμα της γενέτειρας είναι εξίσου προσφιλείς στη ζυγαριά της.

Οι παράμετροι και στις δυο περιπτώσεις ταυτίζονται σε πολλά: «Κι εγώ στη ρίζα του στροβίλου / πρόσφυγας από γενιά / κι από συνείδηση». Μέσα από την πίκρα αναδύεται η αίσθηση αγαπημένου τόπου και τρόπου ζωής που έφυγαν, αλλά αυτά που άφησαν πίσω τους, αξίζουν τιμής και μνημόνευσης, σαν τον αρχαιολόγο που μέσα από τα ευρήματα μελετά ανθρώπους και πολιτισμούς.

Ουσιαστική ήταν η συμβολή της για τα «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή 1922-2022». Η συλλογή της σε κομψή έκδοση «Ο μυστικός νυχτοφύλακας» (εκδόσεις Αρμίδα», Λευκωσία 2023) είναι κατάθεση ψυχής. Η ίδια αποτελεί έναν «νυχτοφύλακα» αυτής της μνήμης που ξέρει να κρατά, για να το πω μ’ ένα στίχο της: «το στρείδι της θύμησης ανοιχτό».

Έπρεπε να βρούμε

Νυχτοφύλακα

για την τιμή και το σέβας

στο κόσμημα του ενθυμήματος

ώσπου να πλύνουμε

να στεγνώσουμε, να σιδερώσουμε

τις σημαίες

«Ο μυστικός νυχτοφύλακας» είναι το μνημείο που θα διασώζει επιγραμματικά τη μνήμη, όπως από το βάθος της ιστορίας το τηρούσαμε οι Έλληνες.

Κατοικείς μέσα μου.

Ριζώνω και ξεριζώνομαι.

Έρχομαι,

ανηφορίζω στο χρόνο,

έρχομαι,

εξακολουθώ να έρχομαι.

Εκδιώκομαι,

αλλά επιστρέφω

Μια «επιστροφή» με θέση και νόημα, που έχει βάρος και εκτόπισμα. Η μνήμη και η καθημερινότητα συνυπάρχουν. Βιώνει την κάθε παρούσα στιγμή όταν της προσφέρει ερεθίσματα λόγου. Η διατύπωση είναι επίμονη, έχει όμως αποτέλεσμα, γιατί ξέρει να παίζει με τις λέξεις, να μπαίνει στον πυρήνα τους, να τις εκθέτει στο φως. Η απόδοση κινείται σε σφαίρες ανώτερες από τον πρώτο σπόρο, της δίνει τη γοητεία της ποιητικής καταξίωσης, γι’ αυτό και το έργο, όσο έχει δημιουργήσει ως τώρα, είναι πλούσιο, που έτυχε προσοχής και διακρίσεων.

Ο Ουίλλιαμ Γέιτς (William Butler Yeats, 1865- 1939) έχει αποφανθεί αποφθεγματικά πως «Δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση, χωρίς μια πλούσια μνήμη» και ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) σε συνέντευξη του στον Γιάννη Φλέσσα για «Το Βήμα» (24.12.1978) σημείωσε πως η «Ποίηση είναι πόλεμος προς το χρόνο και τη φθορά».

Ο λόγος της Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου αυτό επιδιώκει και αυτό πετυχαίνει μ’ ένα δόσιμο και μια αφοσίωση που από καιρό έγινει κοινή διαπίστωση.