Μεχμέτ Κανσού: «Το βουητό του μικρού δέντρου» εκδόσεις Βακχικόν, 2020
 
Ο Μεχμέτ Κανσού είναι ένας σημαντικός Τουρκοκύπριος λογοτέχνης με 19 ποιητικές συλλογές, 3 συλλογές διηγημάτων και 8 βιβλία με δοκίμια για την λογοτεχνία στο ενεργητικό του. Το ανθολόγιο των ποιημάτων του υπό τον γενικό τίτλο «Το βουητό του μικρού δέντρου» περιλαμβάνει εβδομήντα ποιήματα που γράφτηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από την Λαλέ Άλατλι, ενώ ο υποφαινόμενος είχε την τιμή και τη χαρά να γράψει τον πρόλογο του βιβλίου. Συνολικά αποτιμώντας το λογοτεχνικό έργο του Κανσού, θα έλεγα ότι αυτό είναι πλημμυρισμένο από τα μεθυστικά αρώματα της εντοπιότητας και από ένα βαρύ σαν ανατολίτικο χαρμάνι «εσωτερικό» νόστο της μικρής μας μοιρασμένης πατρίδας, της Κύπρου.
 
Τα ποιήματά του είναι, κατά κανόνα, ευσύνοπτα και ολιγόστιχα. Τον χαρακτηρίζει η λιτότητα και η οικονομία του λόγου. Αποφεύγει τους φανταχτερούς στίχους και τα περίσσια πλουμίδια. Στα ποιήματά του δεν απαντώνται παρά ελάχιστα έως καθόλου κοσμητικά επίθετα. Ο Κανσού δεν χαρακτηρίζει τις έννοιες και τα μηνύματα που θέλει να μεταδώσει. Τα προσδιορίζει όμως μέσα από εικόνες, συναισθήματα, ενίοτε και μέσα από αιωρούμενους υπαινιγμούς. Ο ποιητής συνήθως εμποτίζει τους στίχους του μ’ ένα λυρισμό κι ένα ρομαντισμό που αποπνέουν παιδική αθωότητα αλλοτινών εποχών.
Η μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης εμπνεύσεων και ερεθισμάτων είναι και για τον Κανσού η παιδική ηλικία. Εκεί εμφιλοχωρούν και τα πρώτα εναύσματα των μετέπειτα αισθητικών αλλά και ιδεολογικών προσεγγίσεων. Και οι στίχοι: «…κάθε πρωί τα χαράματα, / δεκάδες προλετάριοι-κόρακες / αφήνουν τα χνάρια τους / στα καμένα χώματα» (σελ. 16) δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά την πρώτη ενστάλαξη ταξικής συνειδητοποίησης.
Η αναπόληση των παιδικών αναμνήσεων, η νοητή επιστροφή στην παιδική ηλικία, δεν είναι καταθλιπτική νοσταλγία για τον Κανσού, ούτε βεβαίως και γεροντική εξιδανίκευση. Είναι αισθητική αλλά και ιδεολογική μετάπλαση αρχών, αξιών και ιδανικών. Είναι η πλουραλιστική πανσπερμία της χλωρίδας και της πανίδας μας. Αλλά, είναι συνάμα και η διδασκαλία της ανοχής, της στοργής, της τρυφερότητας και της αγάπης. Επί του προκειμένου υποδειγματικό θεωρώ το ποίημα που μιλά για την κίσσα, την κουρούνα και το κοράκι, αλλά και για τα οξυνούθκια και τα χαμομήλια. (σελ. 19)
Αρκετά από τα ποιήματα του Κανσού συνιστούν και μιας μορφής απολογισμό ζωής. Σε αυτά, ασφαλώς, η μνήμη διαδραματίζει καίριο ρόλο. Διότι είναι μια μνήμη ζώσα και ενεργή. Μια μνήμη που εκ παραλλήλου εκπέμπει μονίμως θετική ενέργεια. Ο ποιητής παρομοιάζει τη μνήμη του με γερασμένο δέντρο που «…απλώνεται, υψώνεται / στο κενό με άδηλα σύνορα». (σελ.25) Στο ίδιο ποίημα και σ’ ένα πρώτο υπόβαθρο, η ζωή παρομοιάζεται με «ροκ συναυλία» και ο άνθρωπος μαζί με τη φωνή του, εξισώνεται με μια μουσική οντότητα. Ο πολυδιάστατος ποιητικός κόσμος του Κανσού, ασφαλώς και δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω τη μουσική.
Ένας τόσο κατασταλαγμένος ποιητής, αισθητικά, τεχνοτροπικά, θεματικά, υφολογικά, δεν μπορεί παρά, νομοτελειακά, να έχει εντρυφήσει σε βάθος και στα ποιήματα ποιητικής. Με την ωριμότητα που διακρίνει όλες του τις προσεγγίσεις, προσεγγίζει και το μέγα κεφάλαιο της ποιητικής. Και το πράττει με πραότητα, μεταλαμπαδευτική έφεση, απευθυνόμενος κυρίως στο νοητό ακροατήριο των νεότερων ποιητών. Τα ποιήματα ποιητικής του Κανσού είναι διακριτικά, ευαίσθητα και ισορροπημένα. Εύστοχα κάπου χαρακτηρίζει τα ποιήματά του «…αραχνούφαντα σεντόνια / που τα τρικυμίζουν τα συναισθήματα…». (σελ.66) Ο Κανσού γράφει ποίηση επενδύοντας και στις πέντε αισθήσεις. Γι’ αυτό και τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα, πλήρη και πολύπλευρα.
 
Θέλω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση – που εδράζεται στον πρόλογο που έγραψα για το υπό αναφορά βιβλίο – με κάποιες ενδεικτικές, αναφορές στα τοποκεντρικά, τα κυπροκεντρικά ποιήματά του Κανσού. Ο ποιητής υμνωδεί το αρχαίο καράβι της Κερύνειας που φυλάττεται στο κάστρο της πόλης, όπως θα το έπραττε ο κάθε Κύπριος ποιητής, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, θρησκεύματος, γλώσσας ή άλλου στοιχείου διάκρισης και διαφορετικότητας. Υμνωδεί το εμβληματικό αρχαίο καράβι της πατρίδας μας με βαθιά ενσυναίσθηση της αρχέγονης συλλογικής μας μνήμης, της βαθύριζης ιστορίας μας, των ναυτικών μας καταβολών, αλλά και της κοινής μοίρας όλων στην παλαιότερη και τη σύγχρονη εποχή.
Ο ποιητής ατενίζει τη σύγχρονη ιστορία του νησιού μας ενιαία και καθολικά. Η ματιά του ουδόλως θα μπορούσε να θεωρηθεί μονοκοινοτική. Είναι μια ματιά πλήρης και ολόπλευρη. Αντιμετωπίζει την Κύπρο ως μια πατρίδα όλων των κατοίκων της, χωρίς διακρίσεις, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς ταμπού, προκαταλήψεις, όρους και προϋποθέσεις. Αυτή η προσέγγιση τον απελευθερώνει. Αφού, αβίαστα, χρησιμοποιεί σύμβολα από το αρχαίο-ελληνικό παρελθόν του νησιού, από την πρόσφατη κοινή ιστορία και πολλά άλλα ενοποιητικά στοιχεία. Κυρίως όμως αξιοποιεί αισθητικά τον κοινό μόχθο, την κοινή ενιαία βιοπάλη όλων των απλών ανθρώπων του νησιού.
Από την άλλη, είναι οι μνήμες της γενέθλιας γης της Πάφου, το λιμάνι, ο πελεκάνος και το άγγιγμά του που ξυπνά τον κοιμώμενο χρόνο. Αυτή η αφύπνιση, αυτή η διέγερση μνήμης και συναισθήματος, πιστεύω πως είναι η κύρια θεματική διεργασία σε όλη την ποίηση του Κανσού. Μόνο που το εγερτήριο που σημαίνουν οι στίχοι του δεν είναι από μια βροντερή τρομπέτα ή τρομπόνι, αλλά από ένα γλυκόηχο και χαμηλόφωνο φλάουτο.
Και τελειώνω με μια αναφορά στα ποιήματα αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης. Τα ποιήματα αυτά, συνήθως, έχουν ως κύριο μοχλό βυθομέτρησης την αθώα ματιά της παιδικής ηλικίας: «…γονάτιζα μπροστά στις γούρνες / που έπιναν νερό τα πρόβατα / και κοίταζα το πρόσωπό μου στο στάσιμο νερό». (σελ. 58) Ο Μεχμέτ Κανσού παρέμεινε παιδί, γι’ αυτό και αναδείχθηκε σ’ ένα σπουδαίο ποιητή.