Έκπληξη, οργή, αγανάκτηση ή και χαιρεκακία γιατί πιάστηκε η Εύα Καϊλή και κατηγορείται τώρα ότι χρηματοδοτήθηκε από το Κατάρ. Εντάξει, να κατανοήσω την οργή και την αγανάκτηση πολλών γιατί ένα μέλος του ευρωκοινοβουλίου (που θα μπορούσε να είναι και μέλος κάποιου εθνικού κοινοβουλίου), βρέθηκε μπλεγμένο σε ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης. Όμως προς τι η έκπληξη; Μπορούμε να εκπλαγούμε ως προς τα άτομα, σίγουρα όχι για τις μεθόδους και τις διαδρομές.
Πριν την έναρξη του παγκοσμίου κυπέλλου στο Κατάρ (του οποίου τη διεξαγωγή μέσα στο καταχείμωνο ουδείς μπορεί να χωνέψει), άρχισε να καταγράφεται μια πρωτοφανής ευαισθησία για το πώς αυτή η μικρή χώρα του Κόλπου κατάφερε να κερδίσει τη διοργάνωση του Μουντιάλ 2022. Και κάπως έτσι μας προέκυψε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, το «FIFA Uncovered» το οποίο προβλήθηκε μέσω του Netflix. Παρόλο ότι το εν λόγω ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται στο πώς το Κατάρ κέρδισε το φετινό παγκόσμιο κύπελλο, εντούτοις προβαίνει σε αποκαλυπτήρια της ζωής και της δράσης της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για πέντε δεκαετίες.
Το Κατάρ δεν ανακάλυψε ούτε τις χρηματοδοτήσεις, ούτε τον επηρεασμό παραγόντων, πολιτικών ή αξιωματούχων. Ακολούθησε έναν δρόμο που υπήρχε ήδη χαραγμένος στον παγκόσμιο χάρτη συμφερόντων. Η διαφορά των ενεργειών του Κατάρ από άλλους έχει να κάνει με τον όγκο των χρημάτων που ξόδεψε και ξοδεύει προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Καμιά διαφορά ως προς τις μεθόδους που ακολούθησε.
Γι’ αυτό και η σημασία των αποκαλύψεων που ήρθαν στο φως μετά από μια προσεκτική δουλειά των βελγικών Αρχών, πάνε πολύ πιο πέρα από μια ευρωβουλευτή ή κάποια άτομα που είχαν κάποια σχέση με το Κατάρ. Γι’ αυτό και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όπως το Ευρωκοινοβούλιο, δεν μπορεί να θεωρήσουν ότι εξετέλεσαν την αποστολή τους αποπέμποντας την Ελληνίδα ευρωβουλευτή ή κάποια άλλα στελέχη του ΕΚ.
Το Κατάρ όπως και άλλες χώρες προηγουμένως, ακολούθησαν μια πολύ καλά οργανωμένη πρακτική που εφαρμόζεται πολύ πριν από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν η ΦΙΦΑ ως θεσμός άρχισε να αλλάζει. Ακολούθησε αυτό που επικράτησε τα τελευταία χρόνια να χαρακτηρίζεται ως «sportswashing», δηλαδή ξέπλυμα μέσω του αθλητισμού. Τέτοια φαινόμενα sportswashing υπάρχουν πάρα πολλά και πάνε πίσω στη δεκαετία του ’30 και δεν έχουν να κάνουν μόνο με το ποδόσφαιρο ή το Κατάρ. Είναι μια πρακτική που χρησιμοποιείται διαχρονικά από πολλές χώρες προκειμένου να ξεπλύνουν παραβιάσεις – κυρίως ανθρωπίνων δικαιωμάτων – που επισυμβαίνουν στις χώρες τους ή προκύπτουν από ενέργειες των χωρών τους.
Εάν κοιτάξει κανείς στις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης για το sportswashing θα βρει αναφορές που πάνε πίσω στην Ιταλία και τη Γερμανία του ’30. Το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το 1934 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Βερολίνο δύο χρόνια μετά το 1936 αποτελούν δύο παραδείγματα προπολεμικού sportswashing. Εάν έρθουν στη σύγχρονη εποχή θα δούμε να αναφέρονται ως περιπτώσεις sportswashing τα Μουντιάλ της Αργεντινής του 1978, της Ρωσίας 2018, του Κατάρ το 2022. Θα βρούμε όμως αναφορές και για την Σαουδική Αραβία, με εμπλοκή σε διάφορα αθλήματα κλπ.
Γι’ αυτό και η όποια ευαισθησία των διαφόρων αρχών, είτε του Βελγίου είτε ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να σταματήσουν με τον εξοστρακισμό κάποιων ατόμων ή κάποιων οργανώσεων. Θα πρέπει να πάει βαθύτερα και να ερευνήσει όλο το φάσμα των χρηματοδοτήσεων. Ακόμα εκείνων που γίνονται στο όνομα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ίσως μια καλή ευκαιρία για κοιτάξουν κάποιοι και το παρασκήνιο και τις χρηματοδοτήσεις που έχουν να κάνουν με πολιτικές αποφάσεις, που δεν περιορίζονται μόνο στο θεσμικό πλαίσιο ενός απλού λόμπι αλλά ξεφεύγουν κατά πολύ.
Το Κατάρ προσπάθησε κυρίως μέσω του sportswashing να κερδίσει πόντους στην παγκόσμια σκηνή. Κάποιες άλλες χώρες προσπαθούν να επιβάλουν θέσεις και απόψεις χρησιμοποιώντας ανάλογες μεθόδους. Προσφέροντας χρήματα, ταξίδια, φιλοξενίες και δώρα προκειμένου να αποκτήσει προσβάσεις σε κέντρα λήψεως αποφάσεων και να κερδίσει την κοινή γνώμη.